Εν μέσω ταινιών, συζητήσεων και φαγοποτιών, κάθε μεσημέρι πραγματοποιούνται τα Λογοτεχνικά Αίθρια και σημαντικοί λογοτέχνες, νεότεροι (όπως πχ. η Κάλλια Παπαδάκη) και παλιότεροι (όπως ο Βασίλης Βασιλικός), μιλούν για το έργο τους και το συνδέουν με το σινεμά.
Σήμερα θα εστιάσω στην Ζατέλη, την οποία παρουσίασε (όπως και τον Βασιλικό) το μεσημέρι ο Παύλος Μεθενίτης.
Είναι μια φιγούρα κινηματογραφική από μόνη της, που κάθε φράση της θα μπορούσε να ξεκινήσει μία ταινία.
«Βρέθηκα ξανά μετά από πολλά χρόνια στην όμορφη Δράμα», είπε η Ζατέλη, που κατάγεται από τη Βόρεια Ελλάδα (Σοχός Θεσσαλονίκης). «Πριν λίγο, άκουσα μια νεαρή κοπέλα να λέει: "Έχεις να με δώσεις κάτι;". Και αυτό το «με» μου θύμισε πολλά...».
Η συγγραφέας μίλησε για το πώς μεγάλωσε σε κινηματογραφικό περιβάλλον, καθώς ο πατέρας της από το 1952 είχε κινηματογράφο. «Μάλιστα είχα άδεια από το σχολείο να πουλάω σπόρια στους θεατές», είπε και περιέγραψε κινηματογραφικά πώς έμπαινε στα διαλείμματα μέσα στην αίθουσα και παρατηρούσε τις αντιδράσεις των θεατών, και πώς όταν ξανάρχιζε η ταινία έπρεπε να βγει απ' την αίθουσα. «Όμως ανέβαινα σε μια μικρή σκάλα, και ανάμεσα από δύο κάγκελα -τα θυμάμαι ακόμα, σα να είμαι εκεί- έβλεπα όλες τις ταινίες». Και τι ήταν αυτές; Εκείνη την επόχή ήταν της μόδας ταινίες απ' την Ινδία, πολλές από την Τουρκία -με τους ηθοποιούς να φορούν παραδοσιακές φορεσιές-, κάποιες ελληνικές, και φυσικά αμερικάνικες πολεμικές και τα γουέστερν.
Σήμερα είναι φανατική κινηματογραφόφιλη. «Μόνο πέρυσι είδα 104 ταινίες –κρατώ αρχείο απ' το 1970» είπε χαμογελώντας και όσοι την γνωρίζουν έστω και λίγο θα εκπλήσσονταν μόνο αν δεν κρατούσε αρχείο των ταινιών. «Μου αρέσει να πηγαίνω μόνη σινεμά. Και καθώς είμαι τέτοια θαμώνας, πλέον όλοι οι κεντρικοί που με ξέρουν με βάζουν μέσα δωρεάν, πράγμα καλό γιατί με την κρίση θα ήταν πολύ δύσκολο να έβλεπα τόσες ταινίες. Παλιότερα έβγαινα απ' το ένα σινεμά και έμπαινα στο άλλο, μπορεί να έβλεπα κάθε μέρα 3 ή 4 ταινίες!»
Δυσκολεύτηκε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στο ποιες ταινίες της αρέσουν. «Αυτές που όταν βγαίνω απ' την αίθουσα μου δίνουν την αίσθηση πως έχω σηκωθεί λίγο απ' το έδαφος, πως αιωρούμε». Κάποια καλή που είδε τελευταία; «Ξαναείδα παλιές ταινίες του Βιμ Βέντερς, και τις βρήκα πιο δυνατές κι απ' τη δεκαετία '70 που τις είχα πρωτοδεί και ήταν σχεδόν υποχρεωτικό να σου αρέσει ο Βέντερς» είπε.
Έχει φύγει κάποια φορά από σινεμά; «Μόνο μία φορά. Δεν βλέπω καθόλου ταινίες τρόμου, αλλά ήθελα να το δοκιμάσω μια φορά, να έχω επιτέλους άποψη και εγώ. Έτσι πήγα στον Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Περιττό να πω ότι δεν άντεξα πολύ. Έφυγα τρέχοντας!»
Εξηγώντας το πώς αποφάσισε να εκδώσει τα όνειρά της (που είναι σαφώς κινηματογραφικά) η Ζατέλη είπε πως τα κατέγραφε ήδη από την εφηβεία της.
«Το όνειρο είναι κάτι το άπιαστο, φτιαγμένο να μας διαφεύγει, κάτι το ανείπωτο, το άρρητο. Όταν κλείνουμε τα μάτια μας ζούμε μια δεύτερη ζωή. Η μάνα μου έλεγε πως ο, τι δεν βλέπουμε με ανοιχτά μάτια, το βλέπουμε με κλειστά...».
Στις 3 Μαρτίου 1997 είδε ένα όνειρο που δεν ξέχασε ποτέ. «Δύο φάλαινες πάλευαν με κάτι άγρια κύματα. Δεν καταλάβαινα αν ήθελαν να μπουν πιο βαθιά στην θάλασσα ή ήθελαν να βγουν στη στεριά για να ξεψυχήσουν. Ευχόμουν: ας μπουν μέσα... Και τελικά μπήκαν μέσα...».
Έκτοτε αποφάσισε να καταγράφει συστηματικά τα όνειρά της σε τετράδια ονείρων. «Τώρα γεμίζω το ενδέκατο. Στο βιβλίο άντλησα από τα τρία πρώτα τετράδια που καλύπτουν την περίοδο από 3/3/1997 έως 5/5/2001».
Ταυτόχρονα «εξασκούσα τη λεγόμενη νυχτερινή μνήμη. Προσπαθούσα να θυμάμαι τα όνειρά μου στο μέτρο του δυνατού, με όσο γίνεται περισσότερες λεπτομέρειες. Συχνά μάλιστα σηκωνόμουν και κρατούσα σημειώσεις στη μέση της νύχτας. Ακόμα και σε χαρτάκια από τσιγάρα Σαντέ τα κατέγραφα. Και τα άφηνα έτσι, τα ήθελα ακατέργαστα, δεν τα επεξεργαζόμουν. Κατέγραφα ο, τι προλάβαινα. Στα τετράδια αυτά βάζω εικόνες, ζωγραφιές. Είναι ένα ονειρογράφημα, ελκυστικό στην όψη».
Και στον παρελθόν της είχαν ρίξει την ιδέα να τα βγάλει σε ένα βιβλίο, «όμως αρχικά αυτό μου φαινόταν σχεδόν ανεπίτρεπτο. Σκεφτόμουν πως αν είναι να δουν το φως του ήλιου, αυτό θα έπρεπε να γίνει μετά την αποχώρησή μου, όταν περάσω στην αντίπερα όχθη...».
Ο Θανάσης Καστανιώτης, ο εκδότης της, την μετέπεισε.
«Τα μυθιστορήματά μου μου παίρνουν περίπου 7 χρόνια –καθένας έχει τους χρόνους του. Τώρα δουλεύω το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, αλλά είδα την διορία να πλησιάζει χωρίς να είμαι ακόμα έτοιμη. Ο Καστανιώτης μου είπε: "άσε για λίγο το μυθιστόρημα, κι ας βγάλουμε τα όνειρα". Τρόμαξα στην αρχή. Σκεφτόμουν: τι με περιμένει; Ως πού ήθελα να εκτεθώ; Λέω στον Καστανιώτη: Θα μπω στο τρελάδικο. Μετά όμως γλυκάθηκα...».
Όμως «έπεσα και στους μήνες που είχε πεθάνει η μάνα μου. Πριν καν συμβεί αυτό έβλεπα σχετικά όνειρα. Ένα μεγάλο μέρος των ονείρων ήταν φόρος τιμής στην μητέρα μου».
σχόλια