Η Ζυράννα Ζατέλη λέει στη LIFO τα Όνειρά της

Η Ζυράννα Ζατέλη λέει στη LIFO τα Όνειρά της Facebook Twitter
«Απ' τον πατέρα σου πήρες τη δύναμη και από τη μάνα σου την ψυχή» που μου είπε ένας φίλος. Αλλά μη φανταστείς τους τέλειους γονείς. Ούτε κι εγώ, άλλωστε, υπήρξα τέλεια θυγατέρα ή γενικώς το τέλειο άτομο – αλλιώς γιατί να τάξω τη ζωή μου στο γράψιμο; Φωτο: Γιάννης Γούτμαν
1

Πόσες φορές δεν έχω δει τη Ζυράννα Ζατέλη να έρχεται στα δικά μου εφηβικά όνειρα με τους λύκους, τα πουλιά, τα άνθη στα μαλλιά και το αυτοκρατορικό μοβ να ζωγραφίζει τα κινηματογραφικά χείλη. Και τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, έμελλε να τη συναντήσω για να μιλήσουμε για τα δικά της όνειρα, τα Τετράδια Ονείρων, που μόλις κυκλοφόρησαν από τον Καστανιώτη, κεντημένα με αδιόρατα υλικά, με χρυσή κλωστή που συνδέει το φανταστικό με αυτό που βλέπεις να είναι πάντοτε εκεί. Τη συναντάω στο σπίτι της, πιο μοιραία φιγούρα από τη φαντασία, αλλά απόλυτα πραγματική στον τρόπο που αγγίζει και χαϊδεύει τις γάτες της: τη σχεδόν ανθρώπινη Σέρκα, τον μοιραίο Ναρσίζο, την ντροπαλή Ζαΐρα. Χρώματα παντού, βιβλία, φωτογραφίες και πεταλούδες που κρέμονται από τις γωνιές δίνουν την αίσθηση ενός κόσμου που δεν υπάρχει σε αυτή την πόλη αλλά σε ένα σύμπαν που έχει αγγίξει η ίδια με ένα μαγικό ραβδί, κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα εκατοντάδες σημειώματα και στα άπειρα συρτάρια. Φεύγω νιώθοντας κάθε ψυχικό πόνο να έχει εξαφανιστεί και κρατώντας στα χέρια μια βιολετί βεντάλια και κραγιόν που μου κάνει δώρο. «Θυμάμαι ότι βάφεις τα χείλη σου έντονα» μου λέει. Είναι πολύ ωραίο να είμαι αυτή που είδε η Ζυράννα, και αυτή η παρηγοριά αρκεί.

— «Κοίταζα δυο φάλαινες που πάλευαν με πολύ άγρια κύματα. Δεν ξεχώριζα αν πάσχιζαν να μπουν πιο μέσα στη θάλασσα και τα κύματα τις έσπρωχναν πίσω ή αν είχαν βάλει στόχο τη στεριά» γράφεις στο πρώτο όνειρο, με ημερομηνία καταχώρισης 3 Μαρτίου 1997. Μήπως οι φάλαινες σε παρότρυναν, όπως και στο «Μόμπι Ντικ», να αναζητήσεις αυτό που σε ξεπερνά;

Ειλικρινά δεν ξέρω ποια μπορεί να ήταν τα βαθύτερα κίνητρα αυτού του ονείρου. Ούτε καμιά σχετική ταινία ή ντοκιμαντέρ είχα δει τότε, ούτε, να πεις, είχα βάλει ν' ακούσω τον δίσκο με τα περίφημα τραγούδια των φαλαινών, που κατά καιρούς τα ακούω και χάνω τον νου μου. Μιλάμε για κοσμικά άσματα, τίποτα λιγότερο από κοσμικά άσματα. Αναρωτιόμουν λοιπόν και η ίδια, όταν είδα το όνειρο, από πού προέκυψαν αυτές οι φάλαινες. Ήταν δυο πλάσματα κεραυνοβόλα, απρόσκλητα, αλλά σε καμία περίπτωση ανεπιθύμητα ή αχρείαστα, κάθε άλλο. Και πήρα έτσι την απόφαση ν' αρχίσω να γράφω τα όνειρά μου σε ξεχωριστά τετράδια – ως τότε τα περνούσα από δω κι από κει, σε ό,τι χαρτί ή σημειωματάριο έβρισκα μπροστά μου, ίσα-ίσα να ξέρω πως υπάρχουν κάπου γραμμένα. Μα, οι φάλαινες σαν να μου επέβαλαν μια ειδικότερη μεταχείριση στην καταγραφή ενός κόσμου που διαπρέπει στην αφάνεια: του κόσμου των ονείρων τέλος πάντων, που για μένα είναι κάτι σαν παράλληλος βίος.


— Τα τετράδια, όπως αναφέρεις στον πρόλογο, έχουν φτάσει μέχρι σήμερα τα έντεκα. Τι σκέφτεσαι για όσα δεν υπάρχουν στο βιβλίο;

Ακόμα τίποτα. Στο βιβλίο υπάρχουν μόνο τα τρία πρώτα τετράδια, και πάλι όχι όλα τα όνειρα από κει μέσα, αλλά μόνο όσα επέλεξα, όσα θεώρησα πως φτάνουν για μια πρώτη δόση, που μπορεί άλλωστε να είναι και η τελευταία, μπορεί και όχι, θα δούμε. Είπα: «Ωραία λοιπόν, ας εκτεθούμε λιγάκι ως προς τα πιο ενδόμυχα της γραφής και του βίου μας, αλλά τόσο όσο θέλουμε και όσο αρκεί, όχι παραπάνω». Για να σου πω απ' την αρχή την ιστορία, μια μέρα την περασμένη άνοιξη –έτυχε να 'ναι μάλιστα 3 Μαρτίου, μετά το συνειδητοποίησα–, πήρα δύο απ' αυτά τα τετράδια, το όγδοο και το ενδέκατο, και πήγα στο κέντρο να φωτοτυπήσω για κάποιον λόγο μερικές σελίδες τους, κι ύστερα πέρασα απ' τον Καστανιώτη για μια «καλημέρα». Εκεί ξέφυγε απ' την τσάντα μου το ένα τετράδιο –κατά λάθος υποθέτω– που κέντρισε το ενδιαφέρον του Καστανιώτη και ζήτησε να το δει λίγο καλύτερα, να το ξεφυλλίσει. Ήταν τα μικροσκοπικά καλλιγραφικά γράμματα; Ήταν οι διάφορες εικονίτσες με γάτες και πουλιά; Κάτι ήταν, ποιος ξέρει, που του άρεσε πολύ κι έκανε το μάτι του ν' αστράφτει, είδα το τρελαμένο μάτι του εκδότη. Μου πρότεινε πάραυτα ν' αφήσω για λίγο το μυθιστόρημα στην άκρη και να βγάλουμε πρώτα ένα βιβλίο με όνειρα. Για να πω την αλήθεια, δεν ήμουν και πολύ σίγουρη αν είχε έρθει η ώρα για κάτι τέτοιο, από την άλλη όμως μπορεί και να συνέβη αυτό που λέμε «ήθελα να πέσω και τι καλά που μ' έσπρωξες». Διότι κατά καιρούς μού περνούσε η σκέψη να βγάλω ένα μικρό βιβλίο με όνειρα, ένα ιδιαίτερο «πάρεργο» ας πούμε, μα, φαίνεται, ήθελα και λίγο σπρώξιμο. Πάντα θέλουμε λίγο σπρώξιμο, ένα χεράκι συνενοχής, για κάποιες ανομολόγητες, μισοβέβαιες επιθυμίες μας, έτσι δεν είναι;

Μια παροιμία λέει πως αυτός που ξέρει να φοράει το καπέλο του ίσια, το φοράει και στραβά. Είναι η ανατρεπτική της μέθεξης ειρωνεία, ένα είδος παρηγοριάς ή αποφόρτισης σε καταστάσεις όπου πάει να σαλέψει ο νους και να δεθεί η γλώσσα. Αλλιώς, αυτό το πανηγύρι θανάτου που είναι οι ιστορίες μου θα ήταν πλάκα ασήκωτη για τον αναγνώστη. Και δεν είναι πλάκα ασήκωτη, ρώτα και τα πουλιά να σου πουν.


— Τα σκηνοθέτησες προτού τα βάλεις στο βιβλίο ή τα άφησες να μιλήσουν μόνα τους; Γιατί έχω μια αίσθηση ότι αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, φόρο τιμής στη μητέρα σου, αφού αυτή στοιχειώνει τα περισσότερα όνειρά σου.

Η αλήθεια είναι πως όταν αντιλήφθηκα ότι έπεσα πάνω στους ανύποπτους εκείνους μήνες πριν από τον θάνατο της μάνας μου –αιφνίδιος θάνατος–, που όμως φαίνεται κάτι ψυχανεμιζόμουν έντονα κι αυτό το κάτι ξεμύτιζε κάθε τόσο στα όνειρά μου, όταν κατάλαβα λοιπόν σε τι έδαφος πατούσα και πόσο πλησίαζα, συνειδητά ανίδεη, στο τέλος των ημερών της, αφενός μπήκα σε μεγάλη δοκιμασία ψυχής, αφετέρου σε ένα μεγάλο δίλημμα. Κάποια όνειρα είχα αποφασίσει εξαρχής να τα παραλείψω, αλλά τι θα έκανα με τα όνειρα αυτά όπου η μάνα μου έχει κινήσει μυστικά και σιωπηρά για τον άλλο κόσμο; Θα καμωνόμουν, στο βιβλίο, σαν να μην τα είχα δει ποτέ; Ή θα βουτούσα στα βαθιά νερά; Κι αποφάσισα το δεύτερο. Νομίζω πως το όφειλα στη μάνα μου, ήταν ένα συναισθηματικό χρέος, επώδυνο όσο και αναγκαίο. Ανήκε σε εκείνα τα άτομα που περνούν από την άκρη της ζωής, ταπεινά και αθόρυβα, όμως με έχουν χαράξει κάποια λόγια απίστευτης ομορφιάς και εμβρίθειας, που σχεδόν στα καλά καθούμενα ξεστόμιζε, συνήθως μονολογώντας. Ή στα γράμματα που μου έγραφε, γυναίκα της Δ' Δημοτικού κατά τα άλλα. Εκεί που μιλούσε για τον καιρό, για το ποιος πέθανε, ποιος γεννήθηκε, μπορούσε ξαφνικά, μέσα σε δυο αράδες, να πει κάτι που με έκανε να χάνομαι, να ψάχνομαι. Μια μέρα την άκουσα να μονολογεί κοιτώντας απ' το παράθυρο: «Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν». Έμεινα άναυδη, θα το ζήλευε νομίζω και ο Χάιντεγκερ, θα το ήθελε για μότο στο Είναι και ο Χρόνος. Και άλλα τέτοια έλεγε, ουκ ολίγα, που πιστεύω πως μαρτυρούν μια σκέψη ιδιαίτερη, πέραν της όποιας επίκτητης μόρφωσης, και τα έχω περάσει λίγο-πολύ στα βιβλία μου, φυσικά και σ' αυτό με τα όνειρα. Να προσθέσω ακόμη πως διέθετε μεγάλη φαντασία, πολύ μεγάλη. Καμιά φορά ξεκινούσε να λέει κάτι ιστορίες που δεν ήξερες αν γίνανε ποτέ ή ήταν του μυαλού της. Υποτίθεται πως γύρευε ένα αυτί να την ακούει, αλλά και μόνη με τον εαυτό της τα 'βγαζε πέρα μια χαρά. Γι' αυτό κάτι στιγμές σκέφτομαι πως αν αυτή η γυναίκα ζούσε υπό άλλες συνθήκες, ίσως να ήταν και μια Βιρτζίνια Γουλφ του καιρού της.


— Εσύ, πάντως, έγινες μια Ζυράννα Ζατέλη του καιρού μας. Αλήθεια, γιατί νομίζω ότι μέχρι τώρα στη σκέψη σου κυριαρχούσε πιο πολύ η μορφή του πατέρα;

Πριν από κάποια χρόνια μπορεί να το νόμιζα κι εγώ αυτό, πλέον δεν βρίσκω νόημα σε τέτοιου είδους διαχωρισμούς ή διακρίσεις. Απλώς κατάλαβα πως ο ομφάλιος λώρος είναι κάτι τόσο μυστικό και ισχυρό, που είτε το μαθαίνουμε όταν πια είναι αργά είτε δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Προσωπικά, διαισθανόμουν ότι θα το μάθω και θα πάθω την πλάκα μου μετά τον θάνατο της μητέρας μου, κι έτσι έγινε. Εν πάση περιπτώσει, μου έδωσαν και η μάνα και ο πατέρας κάποια πολύτιμα πράγματα χωρίς καν να το ξέρουν, χωρίς να το κάνουν θέμα. «Απ' τον πατέρα σου πήρες τη δύναμη και από τη μάνα σου την ψυχή» που μου είπε ένας φίλος. Αλλά μη φανταστείς τους τέλειους γονείς. Ούτε κι εγώ, άλλωστε, υπήρξα τέλεια θυγατέρα ή γενικώς το τέλειο άτομο – αλλιώς γιατί να τάξω τη ζωή μου στο γράψιμο; Μα, τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο και θέλω να σου το πω. Ο πατέρας μου πέθανε φθινόπωρο του '91, όταν έγραφα τους Λύκους, και η μάνα μου ακριβώς μετά από εφτά χρόνια και σαράντα μέρες, χειμώνα του '98, όταν έγραφα το Ερέβους. Και τα δύο αυτά βιβλία σημαδεύτηκαν, όπως λέω, «και με το φως του Χάρου». Όταν, λοιπόν, πιάστηκα με το επόμενο, Το πάθος χιλιάδες φορές, δεν σου κρύβω ότι συχνά αναρωτιόμουν μήπως ήταν σειρά τώρα να πεθάνω κι εγώ. Και κατά έναν τρόπο ίσως να έγινε, να πήγα και να ήρθα, να σου μιλάω και από δω και απ' αλλού – για να κάνουμε δηλαδή και λίγο χιούμορ.


— Με πρόλαβες. Ήταν ακριβώς ένα από τα θέματα που ήθελα να κουβεντιάσουμε, το χιούμορ σου. Ακόμα και στην πιο σκληρή συνθήκη, και στον πόνο, δεν φαίνεται να το χάνεις. Τα «Τετράδια Ονείρων» είναι μάλιστα αποκαλυπτικά του δαιμόνιου χιούμορ που διαθέτεις, κάτι που δεν νομίζω να έχει επισημανθεί από κάποιον κριτικό. Γιατί άραγε;

Αλήθεια, γιατί; Καλό ερώτημα. Ίσως να το θεωρούν δεδομένο, ενσωματωμένο στην όλη φτιαξιά της γραφής μου. Χιούμορ υπάρχει από το πρώτο κιόλας βιβλίο μου, από την πρώτη αράδα της πρώτης ιστορίας, όπου η ηρωίδα μάς αναγγέλλει τον μυστικό της νυχτερινό αρραβώνα με κάποιον μυστηριώδη Μάρκο, για να φανεί στην τελευταία αράδα ότι επρόκειτο για τον αρραβώνα μιας αισθαντικής δεκάχρονης κορασίδας με τον γάτο της, που, αλίμονο, τον έχει πατήσει φορτηγό. «Το χιούμορ είναι η ευγένεια του απελπισμένου» έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ – τι σοφή κουβέντα, και πόσο σοβαρή. Κοίταξε, Τίνα, η σκοτεινιά με σαγηνεύει απίστευτα, έχω πολύ γοτθικό στοιχείο μέσα μου και αν το σήκωνε η εποχή, θα έβαζα όσο περισσότερο Λάβκραφτ μπορούσα. Εξακολουθεί να με γοητεύει η λογοτεχνία του φανταστικού, αν και πλέον τη βλέπω με πιο κριτικό μάτι, εντοπίζω τις αδυναμίες της. Και, τέλος πάντων, δεν θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με το σκέτα φανταστικό, όπως ούτε με το σκέτα ρεαλιστικό. Τα θέλω να συμπλέουν, να συμπάσχουν, να συναμαρτάνουν, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, τι να πω. Και χιούμορ δεν είναι ακριβώς το χάχανο –που μπορεί δηλαδή να βγάλει και χάχανο–, είναι πιο πολύ για μένα εκείνο το αρχαϊκό μειδίαμα, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Εκείνη η αμφισημία του νου, δηλαδή της ίδιας της ζωής, που μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα και από δω και από κει και από παρακεί. Μια παροιμία λέει πως αυτός που ξέρει να φοράει το καπέλο του ίσια, το φοράει και στραβά. Είναι η ανατρεπτική της μέθεξης ειρωνεία, ένα είδος παρηγοριάς ή αποφόρτισης σε καταστάσεις όπου πάει να σαλέψει ο νους και να δεθεί η γλώσσα. Αλλιώς, αυτό το πανηγύρι θανάτου που είναι οι ιστορίες μου θα ήταν πλάκα ασήκωτη για τον αναγνώστη. Και δεν είναι πλάκα ασήκωτη, ρώτα και τα πουλιά να σου πουν.


— Είναι γνωστό ότι στη ζωή σου παίζουν μεγάλο ρόλο οι συμπτώσεις, κάπου λες ότι «δεν υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο». Αυτό, αλήθεια, συμβαίνει και με την έμπνευση ή τη λέξη, έρχεται όταν αποφασίσει εκείνη;

Να πω καταρχάς ότι αυτό το «δεν υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο» κάπου το διάβασα, νομίζω, ή το άκουσα, ίσως από τη Φωτεινή Τσαλίκογλου, και το βρήκα τόσο εύστοχο, που το οικειοποιήθηκα, μου πάει αφάνταστα. Τώρα, για το αν η έμπνευση ή η λέξη έρχεται όταν αποφασίσει εκείνη, αυτά τα πράγματα είναι κρίμα να τα χωρίζουμε με χάρακες. Ας μιλήσουμε καλύτερα για μυστικούς αρραβώνες με τα βαθύτερα στοιχεία μας και για συγκερασμούς που δεν έχουν τον θεό τους. Πολλές φορές συμβαίνει να ταλανίζομαι για μέρες προκειμένου να βγει μια καλή σκηνή, να μην αρκούμαι σε αυτό που έχω ήδη γράψει, να ξέρω ότι υπάρχει κάτι ακόμα από κάτω, πες το άπιαστο, πες το άφατο, πες το «τρελό», που για δικούς του λόγους πρέπει, θαρρείς, να μου αντισταθεί και να με τυραννήσει τα μάλα. Άλλοτε έρχεται ως μάννα εξ ουρανού, άλλοτε όμως κοπανιέμαι. Περνάω τότε απ' όλα τα στάδια, τα προθανατικά, όπως λέω. Στην αρχή είναι πανικός, με διατρέχει μια παιπάλη πανικού, από κει πέφτω στη μελαγχολία –μελαγχολία να φάν' κι οι σκύλοι– και σιγά-σιγά μεταλλάσσεται αυτό σε αποδοχή και ηρεμία. Καταλαβαίνω τότε, δηλαδή αισθάνομαι, ότι πρέπει να το ξεχάσω για να το βρω, να το αφήσω να ωριμάσει στη σιωπή του. Κι ένα πρωί ξυπνάω και είναι εκεί, είναι πια στο χέρι μου. Αυτό καμιά φορά μπορεί να μου το δώσει κι ένα όνειρο, μια φοβερή ή φευγαλέα υπόνοια μέσα στο όνειρο, σαν να πετάγεται αίφνης από τον βυθό ένα μάτι αλόγου. Θέλω να πω, μοιάζει να έγινε μόνο του, να ήρθε ως επιφοίτηση, αλλά ξέρω καλά από τι σκοτάδια και φόβους πέρασα μέχρι να γίνει, να το κάνω να γίνει. Αναρωτιέμαι, βέβαια, αν μπορώ να τα λέω αυτά σε μια συνέντευξη, ότι τρώω τα σπλάχνα μου, δίνω την ψυχή μου...


— Μα, γίνεται αλλιώς; Χωρίς να δώσεις την ψυχή σου;

Μπορεί και να γίνεται, αλλά για μένα, όχι, δεν γίνεται. Και αν κάποια στιγμή νιώσω ότι στερεύω, ότι μου έρχονται απλώς κάποιες ιστορίες να πω χωρίς την από κάτω βάσανο, χωρίς εκείνη την ενδότερη βουή, την περιπέτεια και την τελετή που απαιτούνται, νομίζω πως θα βρω τη δύναμη να πω «φτάνει, τόσο ήταν» – και δεν ήταν λίγο. Το λέω κιόλας για να δεσμευτώ ότι τότε θα ήθελα απλώς να σταματήσω να γράφω. Έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, όπως να τακτοποιήσω τα δεκάδες τετράδιά μου, ποια να κρατήσω, ποια να αφανίσω, ώστε να μην ορμήξουν διάφοροι αργότερα, όταν δεν θα είμαι πια εν ζωή. Αυτό εν μέρει το έχω κάνει ήδη με τη διαθήκη μου, αλλά το υλικό του χάους συνεχώς αυγατίζει, θέλει καλύτερη οργάνωση. Και παρ' ότι νιώθω πως αν σταματήσω να γράφω, αυτό θα σημάνει και το φυσικό μου τέλος, υπάρχει κι άλλη μια φωνούλα μέσα μου που λέει «δεν πειράζει, είναι ωραία και η σιωπή». Εκεί άλλωστε δεν στοχεύω; Εγώ δεν λέω πως θέλω να κλείσω τον μυθιστορηματικό μου κύκλο με ένα χαϊκού, με τρεις μόνο λέξεις, ίσως ούτε καν με τρεις; Στόχος, αγαπητή μου Τίνα, είναι το ανείπωτο. Ό,τι κι αν λέμε.

Η Ζυράννα Ζατέλη λέει στη LIFO τα Όνειρά της Facebook Twitter
Αυτό το «δεν υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο» κάπου το διάβασα, νομίζω, ή το άκουσα, ίσως από τη Φωτεινή Τσαλίκογλου, και το βρήκα τόσο εύστοχο, που το οικειοποιήθηκα, μου πάει αφάνταστα. Φωτο: Γιάννης Γούτμαν


— Το ανείπωτο υπάρχει, θαρρώ, παντού στα βιβλία σου, τα διατρέχει. Αλήθεια, ακούς τις σιωπές των ηρώων σου, τις εσωτερικές φωνές τους;

Ζω με αυτούς. Ξέρεις τι ορφάνια περνώ όταν τελειώνω ένα βιβλίο; Λύτρωση μεν και ανακούφιση, αλλά και μια ορφάνια στα όρια του πένθους. Μου έρχεται να κλάψω και μόνο που το σκέφτομαι. Ξέρεις τι θα πει να περνάω μήνες και χρόνια με όλα αυτά τα πρόσωπα, με τις ζωές, τις φωνές, τις παραξενιές τους; Φασματικές ζωές θα μου πεις, κι όμως για μένα όχι λιγότερο υπαρκτές από μια κανονική συμβίωση – τρόπος του λέγειν «κανονική». Ακόμη και με αυτό το βιβλίο, τα Τετράδια Ονείρων, που το τελείωσα σε χρόνο-ρεκόρ για μένα, σε τέσσερις μήνες μόνο, κι αυτό γιατί πατούσα πάνω σε έτοιμο υλικό, που παρ' όλα αυτά είχε τεράστια δουλίτσα από κάτω, ε, ακόμη και μ' αυτό, όταν στις 30 Ιουνίου είπα το «τυπωθήτω», ένιωσα τόση μελαγχολία, τόση μοναξιά. Τέλος πάντων. Με περιμένει στο κάτω-κάτω το μυθιστόρημα που το άφησα προσωρινά στην άκρη, το Ορατή σαν αόρατη, αλλά, παρακαλώ, χρειάζομαι λίγη αγρανάπαυση πρώτα, μέχρι να μαζευτούν πάλι τα σύννεφα στο κεφάλι μου. Θα είναι και φθινόπωρο, ό,τι πρέπει για συννεφιές και πρωτοβρόχια, υστεροβρόχια.


— Τι κάνεις, αλήθεια, τον καιρό της αγρανάπαυσης, όπως λες;

Πάλι πάνω απ' την μπάλα είμαι, τι θαρρείς, απλώς δεν έχω την καθημερινή έγνοια της επόμενης σελίδας, αδειάζει λίγο το κεφάλι μου, παίρνω βαθιές ανάσες, βγαίνω και περπατώ –που έτσι κι αλλιώς περπατάω πολύ–, σαν ελεύθερος πολίτης –μη γελάς–, σαν μου 'δωσαν χάρη απ' τον «εγκλεισμό». Και ριγώ από συγκίνηση όταν σ' ένα τυχαίο πρόσωπο στον δρόμο διακρίνω κάτι, ένα πετάρισμα ματιού, μια αδιόρατη κίνηση, που λέω «να το, ταιριάζει για κει αυτό». Παρατηρώ ιδιαίτερα και τα ζώα ή τα μικρά παιδιά, αν και χωρίς να καταλαβαίνει ο κόσμος ότι παρατηρώ, όλοι νομίζουν ότι περπατάω χαμένη στα δικά μου. Κι έτσι είναι δηλαδή: χαμένη στα δικά μου, αλλά και σε εγρήγορση ως προς τα γύρωθεν. Τα αδιόρατα κυνηγάω πάνω απ' όλα, τα ανεπαίσθητα.

Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν θα ήθελα να τα ξαναζήσω όλα εκείνα, να ξαναγίνω τριάντα ή σαράντα ετών, τότε που βαρούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Μεταξύ μας, δεν θα ήθελα –το λέω και εκ του ασφαλούς, σάμπως γίνεται;–, απ' την άλλη όμως το θεωρώ προνόμιο ότι τα έζησα.


— Κάποιοι ήρωές σου, πάντως, μοιάζει να είναι ενσαρκωμένοι, πραγματικοί άνθρωποι, που επιστρέφουν σταθερά στα όνειρά σου, όπως φαίνεται και στα «Τετράδια Ονείρων». Μίλησέ μου, σε παρακαλώ, για τη συνάντηση με τον Νικ Κέιβ που αναφέρεις στις σημειώσεις σου, και γενικώς για τα προφητικά σου όνειρα.

Το όνειρο το είδα Δεκέμβριο του '97 και τον Νικ Κέιβ τον γνώρισα τον Ιούλιο του '98. Όχι μόνο τον γνώρισα αλλά επίτρεψέ μου να σου δείξω το ωραιότερο δώρο που μου χάρισε, μια χειρόγραφη αφιέρωσή του, με μαύρο μαρκαδόρο, πάνω στην κατακόκκινη βεντάλια μου. (Βγάζει από το συρτάρι και μου δείχνει τη βεντάλια με την αφιέρωση του Κέιβ: «To Zyranna with much love and thanks!».) Με τον Κέιβ μας γνώρισε η Αρλέτα, που ήξερε κάποιον από τους Bad Seeds και μου κανόνισε συνάντηση πριν από τη συναυλία. Μπήκα στα παρασκήνια με έναν φίλο, τον Ιάκωβο, ο οποίος κάθε τόσο με σκουντούσε να φύγουμε: «Έλα, πάμε, έχει να βγει στη σκηνή ο άνθρωπος, άσ' τον ήσυχο». Κι ο Κέιβ, που καταλάβαινε, να του λέει «Let her, she is so lovely». Βλέπεις, του είχε πει η Αρλέτα ότι είμαι συγγραφέας και τα σχετικά κι ο Κέιβ, ως γνωστόν, έχει πετριά με το συγγραφιλίκι, αυτό νομίζω ότι τον κέντρισε κυρίως. Και την άλλη μέρα, ω του θαύματος, μου τηλεφωνεί για να πάω να πιούμε έναν καφέ μαζί στην ταράτσα του ξενοδοχείου όπου έμενε. Πήγα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ούτε ξέρω πώς κατάφερα να φτάσω χωρίς να διαλυθώ, και τον βρήκα να κάνει ηλιοθεραπεία δίπλα στην πισίνα – στο βάθος κι ένας-δυο από τους Bad Seeds. Μου έλεγε για τον γιο του τον Λούκας, μόνο αυτόν είχε τότε, για το πόσο αγαπάει τα παιδιά, τη λογοτεχνία, το ένα, το άλλο, μου έδειξε τα υπέροχα σημειωματάριά του, που θα μπορούσα η χαζή να του πάω και μερικά απ' τα δικά μου να τα δει, μιλάμε για συγγενικές καταστάσεις, με εικόνες μέσα, με ζωγραφιές, όμορφα γράμματα, ιερογλυφικά. Πάντως, είχε ζητήσει να του φέρω να δει κάποια βιβλία μου και του άρεσε ιδιαίτερα το εξώφυλλο του Και με το φως του λύκου επανέρχονται, ο πίνακας του Burne-Jones. Κρίμα που δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη στα αγγλικά για να του χαρίσω ένα αντίτυπο, μα ίσως ποτέ δεν είναι αργά. Α, μου είπε και κάτι άλλο εκείνο το πρωί: «You are lucky to have this name!». Το όνειρο, τώρα, που είχα δει εφτά μήνες πριν, Δεκέμβρη του '97. Στο όνειρο δέσποζαν μαύρα βράχια, μαύρη θάλασσα στο βάθος και μαύρα μνήματα μπροστά. Ένας από τους θαμμένους εκεί, ένας πεθαμένος/ζωντανός, ακούστηκε να φωνάζει «Είμαι δεκαεννιά χρόνων και μονάκριβων» κι έβγαλα το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον Ρεμπό – στα δεκαεννιά του δεν έγραψε το «μονάκριβο» Μια εποχή στην κόλαση; Υπάρχει κι ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στο όνειρο, μα ας το διαβάσει όποιος θέλει στο βιβλίο. Εδώ θα περιοριστώ στο ότι πάνω στα βράχια είδα και τον Νικ Κέιβ με μπλε ρούχα όλο μαρμαρυγές και μυτερό σκαρπίνι, όπως στα Φτερά του Έρωτα του Βιμ Βέντερς, που κάτι έκανε εκεί πάνω, κάτι έψαχνε ή τραγουδούσε. Αυτό, μέσες-άκρες, ήταν το όνειρο, το οποίο βέβαια δεν τόλμησα να αφηγηθώ στον Κέιβ όταν τον γνώρισα, μη νομίζει δηλαδή ότι είχα πάρει αέρα. Άλλωστε πρωταγωνιστής στο όνειρο ήταν ο Ρεμπό, ο Νικ Κέιβ ήταν κάτι σαν γκεστ-σταρ. Καλά ως εδώ. Και τον Ιούλιο του 2016 μαθαίνω ότι το ένα από τα δίδυμα δεκαπεντάχρονα αγόρια του Κέιβ χάνει τη ζωή του, γλιστρώντας από κάτι βράχους κάπου στην Αγγλία. Συγκλονίστηκα. Αμέσως θυμήθηκα το όνειρο με τα μαύρα βράχια, αν και δεν μπορούσα να υπολογίσω πότε ακριβώς το είχα δει, το βρήκα τώρα, με την αναδίφηση σ' εκείνα τα τετράδια. Και η άλλη τρομερή λεπτομέρεια, η απίστευτη σύμπτωση, είναι ότι το μικρό όνομα του άτυχου γιου του Κέιβ ήταν Άρθουρ, όπως βέβαια και του Ρεμπό. Έχω μάλιστα μια ενδόμυχη υποψία μήπως έδωσε αυτό το όνομα στον γιο του προς τιμήν του Ρεμπό.


— Τι σου έβγαλε η μορφή του Κέιβ;

Είναι παράξενος τύπος, έχει αυτό το περίεργο πρόσωπο, χαρακτηριστική περίπτωση ομορφάσχημου. Απόλυτα γοητευτικός, ψιλόλιγνος σαν πουλί, όπως φαντάζομαι και τον Σάμιουελ Μπέκετ στα νιάτα του. Έχει πολύ λευκό δέρμα, μαλλιά κατάμαυρα και μπλε μάτια. Όχι γαλανά, σκούρα μπλε. Κι άσε πια η φωνή του, η εντελώς ιερατική και σχεδόν πένθιμη. Μια φωνή σαν να κρύβει κι άλλη φωνή από πίσω. Μέγας.


— Πάντως, υπάρχουν στο βιβλίο όνειρα που ξεπερνούν ακόμα και τον Έντγκαρ Άλαν Πόου, σαν εκείνο με το καταπληκτικό πουλί που πετούσε μέσα και έξω, μέσα και έξω, και μετά έξω και μέσα, ή εκείνο που λες σε κάποιον ότι δεν μπορείς να αγκαλιάσεις τον αγαπημένο σου γατί γιατί δεν έχει όνομα και μετά βρίσκεις στο έδαφος, κοντά στους Αέρηδες, ένα μικρό κόσμημα με το αρχικό του ονόματος αυτού που δεν έχει όνομα. Τελικά, ήταν πάντα τόσο σημαντικές οι εικόνες για σένα; Παραμένεις μια αμετανόητη εικονολάτρης;

Κατακλύζομαι από εικόνες μια ζωή. Να, τώρα τυχαία, ξεφυλλίζοντας αυτό το μεγάλο σημειωματάριο, πέφτω σε μια εικόνα. Άκου αν θες: Μια τρίχα απ' τα μαλλιά μου πόσο με παίδεψε χτες βράδυ. Είχε κολλήσει στα δάχτυλα του χεριού μου καθώς τους έβαζα κρέμα και δεν την έβλεπα για να την πάρω –δεν φορούσα γυαλιά– και πήγαινε κι ερχόταν από το ένα δάχτυλο στο άλλο και νευρίασα πολύ. Και μετά άρχισα τάχα να το διασκεδάζω, για να την καλοπιάσω και να πιαστεί. «Έλα, τριχούλα μου», της έλεγα, «εσύ είσαι καλό κορίτσι, με καταλαβαίνεις». Και μου απαντούσε μιαρ-μιαρ η γάτα, νομίζοντας ότι μιλούσα σ' εκείνην. Ιδού, ένα τίποτα, η ιστορία μιας τρίχας, άντε και του νιαουρίσματος μιας γάτας. Κι όμως, αυτό μπορεί να μου δώσει ιδέες κι αυτή η τρίχα να πιάσει τόπο, να νοστιμέψει μια σκηνή.


— Και τα βιβλία σου ξεκινούν με έντονες εικόνες: φοβερές καταιγίδες, λύκοι...

Έτυχε να δω έναν λύκο όταν ήμουν παιδί, που τον είχαν πιάσει οι άνθρωποι και τον είχαν σταυρώσει σχεδόν πάνω σε ξύλα, χωρίς να τον σκοτώσουν τουλάχιστον, και τον περιέφεραν στην αγορά πανηγυρίζοντας. Από εκείνη κιόλας τη στιγμή τάχτηκα με την πλευρά του λύκου, το αδιανόητο βλέμμα του με σημάδεψε για πάντα, με ακολουθεί. Κάτι τέτοιο έπαθε και η Λεύκα στο βιβλίο που γράφω τώρα, με το βλέμμα μιας κουκουβάγιας. Ξέρεις, η συνάντησή μας με τέτοια βλέμματα είναι μεγάλη εμπειρία, καθοριστική. Πώς το λέει ο Αναγνωστάκης; «Ένα τίποτα θέλουμε για να πιστέψουμε πολύ και να πεθάνουμε». Αυτό το «τίποτα» είναι τόσο μεγάλο καμιά φορά, τόσο σπουδαίο. Δεν ξέρω, αλλά είναι σαν να κεραυνοβολήθηκα κάποτε, κι αφού αυτό δεν μ' άφησε στον τόπο, μου έδωσε φτερά. Κάποια πράγματα ή σ' αφήνουν στον τόπο ή σε κάνουν ποιητή.


— Θεωρείς ότι βίωσες κάποια τραυματικά συμβάντα στην παιδική σου ηλικία;

Όχι, δεν θα το έλεγα. Όχι τουλάχιστον στο άμεσο περιβάλλον, στην οικογένεια. Είχα, λίγο-πολύ, μια φυσιολογική ζωή. Αλλά έφτιαχνα συνεχώς δράματα μέσα μου. Ή έλεγα ψέματα χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να δώσω αέρα στις σκέψεις, στη φαντασία μου. Ήμουν μια μεγάλη ψεύτρα, μα όχι ψεύτικη, δεν νομίζω. Έχει διαφορά, το ψέμα μπορεί να είναι η αλήθεια ενός άλλου θεού, το ψεύτικο είναι σκέτο μασκαριλίκι. Άσε τι πάθαινα με τον ήχο μιας πένθιμης καμπάνας. Αναστατωνόμουν ολόκληρη, γέμιζε δάκρυα το κορμί μου. Ενέδιδα σε μια τέτοια υπερβολή, που ήταν σαν να ζούσα την αλήθεια «σαν ψέμα» και το ψέμα «σαν αλήθεια». Κάπως έτσι μου βγαίνει να το πω σήμερα – για τότε ποιος ξέρει πώς και αν θα μπορούσα να το πω. Απλώς το βίωνα με τα μέσα και τον τρόπο του τότε.

Η Ζυράννα Ζατέλη λέει στη LIFO τα Όνειρά της Facebook Twitter
Παρατηρώ ιδιαίτερα και τα ζώα ή τα μικρά παιδιά, αν και χωρίς να καταλαβαίνει ο κόσμος ότι παρατηρώ, όλοι νομίζουν ότι περπατάω χαμένη στα δικά μου. Κι έτσι είναι δηλαδή: χαμένη στα δικά μου, αλλά και σε εγρήγορση ως προς τα γύρωθεν. Τα αδιόρατα κυνηγάω πάνω απ' όλα, τα ανεπαίσθητα. Φωτο: Νίκος Καμπύλης


— Γίνεται, άραγε, λογοτεχνία χωρίς το ψέμα; Ή, όπως θα το 'λεγες εσύ, το εν δυνάμει αλήθεια...

Δες τι έκαναν οι αρχαίοι που έστηναν τις ιστορίες τους πάνω σ' αυτό το παιχνίδι. Μα, δες τον Οιδίποδα Τύραννο, πόσο όμορφα και δαιμονικά είναι φτιαγμένη η δομή του, τον διαβάζεις και ζηλεύεις, τόσους αιώνες μετά. Πανέξυπνος ο Σοφοκλής. Αλλά κι εκείνη η τεράστια μεγαλοθυμία του Ευριπίδη. Να παίρνει το μέρος των ηττημένων στις Τρωάδες, να υπερασπίζεται τη Μήδεια, να τα βάζει ακόμα και με τους θεούς.


— Δεν νομίζεις ότι κάθε συγγραφέας οφείλει να τα βάζει με τους θεούς, να αγγίζει ταυτόχρονα το βλάσφημο και το ιερό;

Ας κάνει κι αλλιώς, αν μπορεί. Αντάμα η τρέλα με τη διαύγεια, η βλασφημία με το σέβας. Αλλιώς, πουλιά δεν βγαίνουν.


— Πρέπει να δεις τον θεό στα μάτια για να γράψεις, έτσι δεν είναι;

Και να τον δεις και να φοβηθείς, όπως οι ασκητές στην έρημο. Φοβάμαι όμως μην περιπέσουμε σε θεωρητικές κουβέντες.


— Ας πούμε, τότε, κάτι για τον έρωτα. Κάπου γράφεις: «Ο έρωτας αφήνει κουσούρια, είναι σαν την αρρώστια: και καλά να γίνεις, δεν θα 'σαι όπως πριν αρρωστήσεις». Δεν ξέρω αν έχω διαβάσει κάτι πιο ακριβές.

Είναι καθαρά βιωματικό, τι άλλο να προσθέσω;


— Λυτρώνεσαι, αλήθεια, ποτέ από τον έρωτα;

Όχι, δεν νομίζω, απλώς αποφασίζεις κάποτε να κλείσεις κάποια κεφάλαια. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν θα ήθελα να τα ξαναζήσω όλα εκείνα, να ξαναγίνω τριάντα ή σαράντα ετών, τότε που βαρούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Μεταξύ μας, δεν θα ήθελα –το λέω και εκ του ασφαλούς, σάμπως γίνεται;–, απ' την άλλη όμως το θεωρώ προνόμιο ότι τα έζησα. Υπέφερα πολύ απ' τα ερωτικά, κάποιος μου είπε μάλιστα «τους εκπαιδεύεις για να σε παιδεύουν, οπότε μη μιλάς», ωραίο ήταν. Ίσως ο καλύτερος δρόμος προς την αυτογνωσία να είναι μέσω του άλλου, λέω ίσως. Μου έχει τύχει να βγω να ρίξω στο γραμματοκιβώτιο γράμμα στις τρεις τη νύχτα για να μη μετανιώσω ως το πρωί, και το πρωί να τρέχω στο ταχυδρομείο και να το ζητάω πίσω, να τους λέω διάφορα παραμύθια λες και τους ένοιαζε, και μετά να ξαναμετανιώνω και να το ξαναστέλνω από άλλο ταχυδρομείο. Τέτοια παιχνίδια έπαιζα με τον εαυτό μου, για γέλια και για κλάματα, αλλά νομίζω ότι και μέσα απ' αυτά έστηνα καλύτερα τις άλλες ιστορίες μου. Εν πάση περιπτώσει, μου αρέσει πολύ κάτι που είχε πει ο Καμύ: «Ο καθένας πρέπει να έχει ή στην ανάγκη να επινοήσει έναν μεγάλο έρωτα για να δικαιολογεί τις αναίτιες απελπισίες που τον πιάνουν».


— Τον αγαπάς τον Καμύ;

Ιδιαιτέρως. Αν είχα γεννηθεί κάποια χρόνια πιο μπροστά ή αυτός κάποια χρόνια μετά, νομίζω πως θα μπορούσαμε να γίνουμε και ζευγάρι. Λέω τώρα, δεν είναι ανάγκη να το πάρεις τοις μετρητοίς. Έχω την αίσθηση πάντως ότι η σχέση μου μαζί του είναι σχεδόν σωματική. Σαν να κρατώ τη μυρωδιά του σβέρκου, της μασχάλης του... Αγαπώ ιδιαίτερα και τον Ντοστογιέφσκι, τον αχανή ψυχισμό του, με συγκινεί ο τρόπος του θανάτου του: σκύβοντας να πιάσει ένα πενάκι. Πολλές φορές κάθομαι και σκέφτομαι ποια θα είναι, άραγε, η λέξη που θα γράψω και από πίσω δεν θα ακολουθεί μια άλλη. Από καιρό το σκεφτόμουν αυτό, μα όλο και πιο συχνά καθώς μεγαλώνω. Η ζωή σε σχέση με το γράψιμο, το γράψιμο σε σχέση με τον θάνατο. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, γιατί αλλιώς δεν θα ήμουν αυτή που είμαι. Και εδώ προτείνω να κλείσουμε.

Το βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη Τετράδια Ονείρων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Βιβλίο
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM