Ας αφεθούμε.. ας αφεθούμε σε μια στιγμή χαλαρότητας, μη ύπαρξης άγχους για ασήμαντα και σημαντικά θέματα. Ας δούμε τι έχουμε μπροστά μας, τι βλέπουμε μπροστά μας, και πόσοι από μας άραγε θα σκεφτούν πως κάτι τέτοιο είναι ανούσιο. Απλώς να κοιτάξεις δηλαδή, να προσέξεις απέναντι από ποιο αντικείμενο βρίσκεσαι και να το παρατηρήσεις. Βάζω, λοιπόν στοίχημα πως αυτοί οι αρνητές θα είναι πολλοί. Και όλα αυτά γιατί; Για το μεγαλοπρεπές σχέδιο ζωής που μας κατακλύζει καθημερινά τη σκέψη, για τις χιλιάδες σκέψεις που βομβαρδίζουμε κάθε μέρα το μυαλό μας και σα μανιακοί προσπαθούμε να βάλουμε σε τάξη γιατί δε μας έχει μείνει ούτε ίχνος ανοχής του χάους.
Αλλά επειδή δε βλέπω φώς στο τούνελ αυτής μου της αναζήτησης απαντήσεων, λέω να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Τις ζωές. Αυτές που νομίζουμε πως είναι πολλές αλλά είναι τελικά μόνο μια και άμα δε το συνειδητοποιήσουμε θα βρεθούμε να κάνουμε παρέα με το παιδί που έπαιζε με το game boy του και επειδή ο ήρωας είχε πολλές ζωές θεώρησε πως θα ίσχυε το ίδιο και γι' αυτόν, με το κορίτσι που άκουγε ανέμελο τη μουσική του και μια νταλίκα ερχόταν καταπάνω του καθώς περνούσε το δρόμο.
Αλλά επειδή πάω να εξαφανίσω κάθε ίχνος φωτεινότητας από το τούνελ, λέω να βγω κι από αυτό και να κατευθυνθώ σε έναν άλλο δρόμο. Σε αυτόν που θα έπαιρνα άμα δε ζούσα. Αυτός ο δρόμος λοιπόν πέρα από το ότι δε θα είχε τη δική του ιστορία θα ήταν και κάπως αυτοδημιούργητος, κάπως γεμάτος από αυτούς τους μικρούς σπαστικούς θάμνους που όλα τα μυθιστορήματα ξεκινάν με το όνομα τους και εγώ ποτέ δε μπορώ να θυμηθώ. Κάπως λοξός με μια τάση να σγουρύνει λίγο στο τελείωμα. Αν μη τι άλλο διαφορετικός. Ένας δρόμος που για σήματα θα είχε ερωτηματικά σε κόκκινο πλαίσιο και πίσω τους κουτιά που άμα τα άνοιγες κάποια μεγάλη έκπληξη γεννημένη από ανθρωπινή φαντασία (νοσηρή ή μη) θα πετιόταν έξω. Έτσι λοιπόν σε αυτό το δρόμο όσοι αποφάσιζαν να τον διαβούν θα είχαν μια αδιαμφισβήτητα διστακτική στάση. Έτσι λοιπόν μεγάλα γκρι σύννεφα θα μπούκωναν τον ουρανό του παράξενου δρόμου και έπειτα μεγάλες σταγόνες θα έπεφταν στο έδαφος αφήνοντας κάθε φορά το αποτύπωμα μιας διαφορετικής λέξης.
Όλος λοιπόν ο δρόμος είχε πάνω λέξεις, πολλές λέξεις απλές και σύνθετες και οι περιπατητές σε κάθε βήμα τους μάζευαν και από μια προσπαθώντας να βγάλουν ένα νόημα. Μια λογική. Και ο καθένας έβρισκε τη δικιά του. Ο καθένας έχτιζε το δικό του κείμενο που καμιά φορά έμοιαζε να είναι τελείως παράλογο. Μια φορά ας πούμε ένας από αυτούς τους μακρινούς περιπατητές έχτισε ένα κείμενο που μιλούσε για ένα δρόμο που δεν υπήρξε. Μα τι βλάκας.
σχόλια