Αυτό το κείμενο μιλάει για εκείνη. Ούτε για σένα, ούτε για την αρρώστια σου, ούτε για την ξαφνική συνειδητοποίηση ενός άνδρα λίγο πριν τα είκοσι ότι ο εαυτός του δεν θα είναι πάντα όπως είναι τώρα. Μόνο για εκείνη μιλάει αυτό το κείμενο.
Ξυπνάς μια μέρα και συνειδητοποιείς ότι κάτι δεν πάει καλά με εσένα. Το νιώθεις αρκετό καιρό, όμως εκείνο το πρωινό το καταλαβαίνεις πια. Ψάχνεις επιτέλους να βρεις τι σου συμβαίνει, τι είναι αυτά τα μουδιάσματα στο χέρι, γιατί συνέβη αυτή η ξαφνική πτώση που είχες πριν έναν μήνα. Μετά από λίγο καιρό και πολλές εξετάσεις, η αβεβαιότητα δίνει την θέση της στην διάγνωση. Πολλαπλή σκλήρυνση, λέει ο γιατρός σε έναν άνδρα λίγο πριν τα είκοσι.
Δεν το πιστεύεις. Λες «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει σε εμένα αυτό», όμως βαθιά μέσα σου το ξέρεις ότι αυτή είναι η αλήθεια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλος σου ο κόσμος γίνεται κομμάτια. Θες να δώσεις ένα τέλος σε όλα αυτά. Δεν αντέχεις την ιδέα πως μέρα με τη μέρα, η κατάσταση θα χειροτερεύει, πως ό,τι είσαι σήμερα δεν είναι αυτό που θα είσαι σε είκοσι, τριάντα χρόνια από τώρα. Σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις, μα ύστερα θυμάσαι όλους αυτούς που θα μείνουν εδώ να σε αναζητούν, να αναρωτιούνται γιατί άραγε να ήθελες να φύγεις μακριά τους. Μένεις εδώ για αυτούς τους λίγους.
Νιώθεις τις ενοχές να σε τρώνε. Πώς μπόρεσες να πληγώσεις το πιο όμορφο πλάσμα που γνώρισες μέσα σε αυτά τα δεκαεννιά χρόνια; Αναρωτιέσαι.
Η κατάσταση χειροτερεύει. Νιώθεις να κουβαλάς στις πλάτες σου όλο το βάρος του κόσμου, να βυθίζεσαι μέσα σε μία άβυσσο από την οποία δεν μπορείς να βγεις. Μέσα στην άβυσσο βρίσκεις εκείνη, που αναγκάστηκες πριν ένα χρόνο περίπου να φύγεις μακριά της. Είχατε αρχίσει να μιλάτε πάλι, λίγο καιρό πριν μάθεις την διάγνωση. Κι εσύ την αφήνεις μόνη, την πληγώνεις στην πιο σημαντική στιγμή της ζωής της, φοβούμενος να της πεις τι πραγματικά σου συμβαίνει, τι αντιμετωπίζεις.
Νιώθεις τις ενοχές να σε τρώνε. Πώς μπόρεσες να πληγώσεις το πιο όμορφο πλάσμα που γνώρισες μέσα σε αυτά τα δεκαεννιά χρόνια; Αναρωτιέσαι. Αναρωτιέσαι αν θα καταφέρεις ποτέ να πετάξεις από πάνω σου αυτό το φορτίο των ενοχών, της ανείπωτης ντροπής που καταλαμβάνει όλο σου το είναι για αυτό που της έκανες. Εξακολουθείς να την πληγώνεις, ώσπου δεν αντέχεις άλλο, της εκμυστηρεύεσαι τι έμαθες πριν έναν μήνα για εσένα.
Και αυτή τι κάνει; Αντί να σε στείλει στο διάολο, όπως θα σου άξιζε, προσπαθεί να σε παρηγορήσει, να πάρει λίγο από το βάρος όλου του κόσμου και στις δικές της πλάτες. Σου θυμίζει πως ο κόσμος γύρω σου δεν σταμάτησε να γυρνά, πως είσαι ένας άνδρας λίγο πριν τα είκοσι, που σίγουρα αντιμετωπίζει κάτι δύσκολο, αλλά έχει όλη την ζωή μπροστά του. Χάνεσαι στην γαλήνη της φωνής της, σε αυτήν την ήρεμη δύναμη της ψυχής της που με μια της κουβέντα σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς στα πόδια σου και να αδράξεις την μέρα.
Αισθάνεσαι τόσο μικρός μπροστά της. Είσαι ένας άθλιος άνθρωπος που δεν του αξίζει να μιλά με αυτό το υπέροχο πλάσμα, αυτή την ομορφιά των ονείρων σου, που σου έκανε την χάρη να το σκάσει για λίγο από την ονειροχώρα για να εμφανιστεί στην πραγματικότητα. Δεν ξέρεις τι να της πεις. Πώς μπορείς να της εκφράσεις την απέραντη ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι είναι εδώ, σου μιλάει με αυτήν την μεθυστική φωνή στην οποία δεν χωρά ο πόνος, η λύπη, η μιζέρια, η συγγνώμη.
Γνωρίζεις ότι δεν θα είστε ποτέ ξανά μαζί. Για πρώτη φορά στην ζωή σου όμως συνειδητοποιείς ότι καθόλου δεν σε νοιάζει. Φτάνει μονάχα να συνεχίσεις να χάνεσαι σε αυτήν την μεθυστική αύρα που συνοδεύει τα λόγια της. Την ευχαριστείς για αυτό, ξανά και ξανά, μα όσες φορές κι αν της το πεις, νιώθεις πως δεν είναι αρκετό. Ποτέ δεν θα είναι αρκετό για όλα όσα κάνει ένα απλό ευχαριστώ.
Σου έμαθε πια να μην φοβάσαι το μέλλον, να φαίνεσαι δυνατός μπροστά στις δυσκολίες και να αντιμετωπίζεις την μοίρα με ό,τι κι αν αυτή επιφυλάσσει. Θέλεις να της πεις ότι την λατρεύεις, ότι είναι το πιο σπουδαίο, το πιο γλυκό άτομο που γνώρισες όλα αυτά τα χρόνια, όμως κάτι πάντα σε σταματά λίγο πριν να της το πεις.
Είναι ένας στίχος του Εγγονόπουλου που λέει: «να ελπίζεις - να ελπίζεις πάντα - πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους/ - που τους ρημάζει η τρομερή "ευκολία" -/ θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους». Ξέρεις ότι είσαι πολύ τυχερός που κατάφερες να γνωρίσεις μία τέτοια ψυχή, μια ψυχή που άλλοι σπαταλάνε ολόκληρη ζωή ψάχνοντάς την και τελικά δεν την βρίσκουν.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις κι ύστερα πάλι ακούγοντάς την να σε συμβουλεύει, μπορείς να αντιληφθείς τι πραγματικά είσαι. Είσαι αυτό που το έρημο μυαλό σου προσπαθούσε με κόπο να σε κάνει να ξεχάσεις: ένας πολύ τυχερός άνδρας λίγο πριν τα είκοσι. Τυχερός που την γνώρισες και που κάθε βράδυ λίγο πριν κλείσεις τα μάτια νιώθεις την ψυχή της να πλημμυρίζει την ψυχή σου, κοιμίζοντάς σε έναν γαλήνιο ύπνο μακριά της.
σχόλια