Ξάφρισε τον χώρο του από όλα τα πράγματά του. Με μανία έσπασε τα μαρμάρινα πλακάκια και έξυσε την μπογιά από τους τοίχους. Δούλευε ασταμάτητα δυο μέρες. Άτσαλα πέταξε τα υπάρχοντα του στη αυλή του μονόπατου σπιτιού του. Γέλασε ειρωνικά στην εικόνα. Χρειάστηκε μόλις δυο μέρες για να ξεφορτώσει τον εαυτό του απ' όλα αυτά που μάζευε για χρόνια. Του φάνηκαν τόσο άχρηστα καθώς τα κοίταζε ανάμεσα στα χόρτα. Προς στιγμής τα λυπήθηκε όλα. Μετά ξαναγέλασε ειρωνικά όταν κατάλαβε πως στην ουσία εκείνον λυπόταν.
Το σπίτι δεν του φάνηκε άδειο. Κάθε άλλο, το ένιωθε παραδόξως ανάλαφρο. Από το ξύσιμο τον τοίχων η μυρωδιά τσιμέντου πλημμύρισε τον χώρο και αυτό του θύμισε οικοδομή. Αφού συνήθισε το σκοτάδι κοίταξε τα πρησμένα του δάχτυλα. Δυο μέρες και δύο χέρια. Χτίζω, χαλάω. Επανέλαβε ρυθμικά. Χτίζω, χαλάω. Ξαναγέλασε όταν θυμήθηκε την μάνα του που τραγουδούσε ανέμελα το «Ράβε Ξήλωνε» σαν έπλενε τα ρούχα. Δυο χέρια δεν είχε κi αυτή;
Βολεύτηκε σε μια γωνιά του δωματίου. Ο χώρος μεγάλος, ενιαίος. Δεν είχε κουζίνα, πρόχειρα είχε στήσει ένα γκάζι και το λουτρό βρισκόταν στο πίσω μέρος της αυλής. Έμεινε να κοιτάζει τους τέσσερις τοίχους. Λάθος, σκέφτηκε. Έξι. Βρίσκομαι σε ένα τετράγωνο αποτελούμενο από έξι επιφάνειες. Ξαναγέλασε. Παραξενεύτηκε με το πως οι μνήμες του του προκαλούσαν γέλια. Οι επιφάνειες του τετραγώνου του θύμισαν αναπόφευκτα τον μαθηματικό του. Μια φορά ήρθε στην τάξη με κατεβασμένο το φερμουάρ. Λυπάται που τον κορόιδεψε τότε.
Τα πέταξε όλα εκτός από μια κιμωλία. Και ένα μπουκάλι νερό. Ήθελε με κάτι να χαράξει τους τοίχους. Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει μαχαίρι μα δεν είχε κανένα αρκετά αιχμηρό. Και η κιμωλία δεν θα έκανε θόρυβο στον τοίχο. Θα ένωνε δυο μορφές συμπαγές σκόνης με την ελπίδα να δει στο αποτέλεσμα εκείνο που έψαχνε. Εκείνον. Κανείς δεν τα πετάει όλα παρά μόνο όταν έχει χάσει εαυτόν. Πήρε την κιμωλία και έγραψε την σκέψη του στο πάτωμα, παράλληλα με τον τοίχο.
Κάθισε για μερικές ώρες και σκεφτόταν αυτό που μόλις είχε γράψει. Είχε χάσει εαυτόν. Τον τρόμαζαν τα γράμματα του. Τον τρόμαξε η μοναξιά του. Τον τρόμαξε κι αυτός. Χαμογέλασε αμυδρά όταν θυμήθηκε πως μικρός, πάνω στο κόκκινο ποδήλατό του, δεν φοβόταν τίποτα. Μα τα παιδιά δεν ξέρουν από φόβους.Τώρα πάει. Μεγάλωσε. Δεν έφτασε ακόμα τα τριάντα, λιγοστές οι άσπρες τρίχες πεταμένες μες τις μπούκλες του, μα ένιωθε κουρασμένος. Ξάπλωσε ανάσκελα, παράλληλα με τα γράμματά του. Κρατούσε ακόμη την κιμωλία στο χέρι του. Τυφλά ζωγράφισε σχήματα στο πάτωμα. Σηκώθηκε, έκατσε σταυροπόδι και τα κοίταξε. Κύκλος, σκέφτηκε. Όλος ο κόσμος γύρω μου κύκλος.
Σηκώθηκε επιτέλους από το πάτωμα και κινήθηκε προς την μέση του δωματίου. Υπολόγισε με το μάτι τις διαστάσεις του τετραγώνου του και βάλθηκε να ζωγραφίσει έναν κύκλο μες το τετράγωνο. Ευλαβικά έφερνε σε επαφή την κιμωλία με το τσιμέντο, μην του σπάσει τώρα που την χρειαζόταν πιότερο.
Δεν ολοκλήρωσε βέβαια τον κύκλο, ζωγράφισε περίπου τα τρία τέταρτα. Το κενό συμβόλιζε το μέλλον. Μια κουκκίδα περίπου στη μέση συμβόλιζε αυτόν. Όχι ότι ένιωθε μικρός σαν κουκκίδα, απλά του έφτανε αυτή η τελεία. Περπάτησε πάνω στην περιφέρεια του ανολοκλήρωτου κύκλου του. Από την μια άκρη μέχρι την άλλη και πάλι πίσω. Κοίταζε την κουκκίδα όλη την ώρα. Προσπάθησε να τον δει απ' έξω. Κάθε τόσο πρόσθετε κι άλλες κουκκίδες πάνω στον κύκλο του. Ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ της περιφέρειας και του κέντρου έμενε κενός. Κατάλαβε πως αυτό που έλειπε ήταν διάμετροι που να συνδέουν αυτόν με τον έξω κόσμο. Μερικές ευθείες να γεμίσουν το κενό του. Έσκυψε πάνω από μια κουκκίδα και τράβηξε αποφασιστικά μια γραμμή που ένωνε την περιφέρεια με το κέντρο.
Χαμογέλασε στην σκέψη της. Ένιωσε ανάγκη για αέρα. Συνέχισε να χαμογελάει γλυκά. Ίσως να μην είχε χάσει εαυτόν τελικά. Πήγε στην πόρτα, σε λίγο θα ξημέρωνε. Μες την ψυχράδα των πρώτων πρωινών ωρών κοίταξε την σωρό από τα πράγματά του. Του φαίνονταν ακόμα άχρηστα. Μα δεν τα κοίταξε με λύπη. Έκλεισε την πόρτα και πήγε να την βρει.
Σαν έφευγε άκουσε την μάνα του να τραγουδάει.
βρε γέλα φίλε μου γέλα φίλε μου
δεν είναι δεν είναι δεν είναι και για λύπη
σχόλια