Άγνωστο. Αόριστο. Αβέβαιο.
Έφτασε η ώρα. Εκείνη βουρκωμένη. Κρατά τα δάκρυα της με μεγάλο σθένος. Τον κοιτά στα μάτια, αμήχανη. Αυτός έχει εκείνο το βλέμμα το ντροπαλό. Εκείνο το βλέμμα που ξέρει να σε γοητεύει ακόμα και στις πιο απαρηγόρητες στιγμές.
Την πλησιάζει και κολλάει τα χείλη του πάνω στα δικά της. Νιώθει την ψύχρα των χειλιών της. Νιώθει το μούδιασμα. Ακουμπά την παλάμη του στο μάγουλο της, κλείνει τα μάτια του και αρχίζει να τη φιλά τρυφερά. Πάντα τα φιλιά του είναι τρυφερά. Αθώα, σαν να φιλά ένα μικρό παιδί τη μητέρα του στο στόμα.
Εκείνη ηλεκτρισμένη ακολουθεί τις κινήσεις των χειλιών του. Τα χέρια της αμήχανα, δεν τον αγγίζουν... Έχουν παραλύσει. Νιώθει όπως μερικά βράδια που στον ύπνο της το σώμα της παραλύει τελείως αλλά ο εγκέφαλός της λειτουργεί κανονικά. Όπως εκείνα τα βράδια, έτσι και τώρα, θέλει να φωνάξει αλλά δεν μπορεί.
Κάτι την τρομάζει. Κάτι την θλίβει. Κάτι της κομματιάζει την καρδιά. Ο αποχωρισμός. Το άγνωστο. Το αόριστο. Το αβέβαιο. Γιατί αυτές οι λέξεις που μισεί και ποτέ δεν βάζει στη ζωή της, επιτρέπει να ορίζουν το παρόν της;
Απομακρύνεται. Ανοίγει τα μάτια του αργά καθώς τραβάει το σώμα του πίσω. Την κοιτά για τελευταία φορά στα μάτια. Στέκεται για λίγο χωρίς να πει τίποτα. Αναστενάζει αθόρυβα και της παίρνει το χέρι για να το φιλήσει.
Δεν θα ξεσπάσει σε κλάματα. Την προηγούμενη φορά που το έκανε, ένιωσε αδύναμη μπροστά του. Εκείνος πάντα ψύχραιμος. Συγκρατημένος. Εκείνη ξέρει όμως πως δεν μπορεί να κρυφτεί. Το βλέμμα του τον προδίδει.
Αποχωρίζονται με ένα “αντίο”. Ούτε μια αγκαλιά. Αυτός σπάνια αγκαλιάζει. Πρέπει να νιώσει την ανάγκη. Πάντα τη νιώθει αλλά τις περισσότερες φορές τη φοβάται. Την πνίγει μέσα του αυτή την ανάγκη.
Κλείνει την πόρτα. Σκέφτεται εκείνη που άφησε πίσω του.
Κι αυτή όμως που τον περιμένει. Ζει κι αυτή με το άγνωστο. Το αόριστο. Το αβέβαιο. Δεν τις αντέχει αυτές τις λέξεις. Της κομματιάζουν την καρδιά. Ορίζουν το παρόν της και εκείνη σιχαίνεται να της ορίζουν το παρόν. Πώς το επιτρέπει;
Η ελπίδα. Αυτή η έμφυτη τάση του ανθρώπου να έχει αυτό το συναίσθημα. Και να το επικαλείται όταν νιώθει ότι έχει φτάσει στο αδιέξοδο. Η ελπίδα γεννιέται όταν είσαι σίγουρος για το δρόμο των πραγμάτων.
Η ελπίδα φύεται μέσα από τους καρπούς της άρνησης...
Άρνηση να αποδεχτείς την πραγματικότητα. Απόρριψη. Απορρίπτεις το δρόμο το σίγουρο. Ελπίζεις για ένα άλλο μονοπάτι αβέβαιο μεν αλλά όχι αδιάβατο. Για ένα μονοπάτι που τα χορτάρια του δεν θα είναι άγρια και δεν θα κάνουν πληγές στο σώμα σου.
Γιατί πληγές μόνο δημιουργεί όταν ξέρεις ότι...
Το άγνωστο είναι γνωστό. Το αόριστο οριστικό. Και το αβέβαιο σίγουρo.
σχόλια