Κεντρική πλατεία γνωστής μεγάλης πόλης. Ώρα 12:00. Ήταν ένα ακόμη αμαρτωλό μεσημέρι σαν όλα. Είχα καθίσει μόνος στην καφετέρια, χωρίς να πω σε κανένα φίλο μου να έρθει για παρέα. Πήρα το συνηθισμένο των τελευταίων μηνών. Φραπές γλυκός με γάλα! Και τότε έγινε το κακό!
Άκουσα μια φωνή από πίσω μου: «για αυτό δεν πάει ποτέ μπροστά αυτή η χώρα, άλλος ένας νεαρός αργόσχολος. Άλλος ένας της γενιάς του φραπέ!
Ένιωσα πως σε σημάδευαν με όπλο. Αυτό ήμουν λοιπόν; Η απόφαση είχε πια παρθεί. Ένας νεαρός αργόσχολος. Ήμουν ένα τεράστιο έγκλημα και εγώ και ο καφές μου. Προσπάθησα να ψελλίσω λέξεις. Ο καφές μου και εγώ είχαμε φουντώσει από την παράφορη αδικία που γίνονταν στην γενιά μου, την γενιά μας.
Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά έφυγε. Δεν άκουσε τίποτα. Και τότε ψιθύρισα στον εαυτό μου. Τι να του έλεγα; Ότι δεν είμαι μόνο αυτό που φαίνομαι; Ότι έχω καλλιτεχνικές τάσεις που καταπιέζονται στην σκληρή πραγματικότητα; Ότι ψάχνω κάτι διαφορετικό; Ή μήπως θα μπορούσε να καταλάβει πως εκείνη τη χρονική στιγμή είχα χάσει την ελπίδα μου;
Δεν είπα τίποτα. Ήταν η σειρά του φραπέ μου να μιλήσει. Ένιωθε παραμελημένος καθώς πριν την κρίση τον είχαν απαξιώσει. Οι μοντέρνοι έπιναν φρέντο, οι παραδοσιακοί ελληνικό. Μόνο όταν πήγε στρατό τον εκτίμησαν και όλοι τον προτιμούσαν.
Ύστερα ήρθε η κρίση. Και άρχισαν να πέφτουν οι μάσκες. Πια δεν ήταν κακό το να παίρνεις φραπέ. Ήταν πιο φθηνός. Εγώ και ο καφές μου ανοίξαμε τα φτερά μας. Αρχίσαμε να κάνουμε βόλτες, να γράφουμε βιβλία, να κάνουμε φίλους και να περπατάμε καμιά φορά στην βροχή.