Κοίταξα τη μάνα μου και ένιωσα πως είμαι παιδί.
Μεγάλωσα πια, είναι αλήθεια. Το έχω νιώσει εδώ και καιρό. Λέγομαι άντρας πια. Λεγόμουν, εδώ και καιρό.
Όταν είδα το βλέμμα της όμως κατάλαβα πως τώρα μετατρέπομαι στον άντρα που πρέπει να γίνω.
Γονείς… πόλεμος και ειρήνη μαζί… Στην αρχή πόλεμος, αντίδραση… στο διάβα της ζωής μας όμως, στα αμέτρητα λάθη μας, στις επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις μας, στα αδιάκοπα «όχι» μας, είναι πάντα ΕΔΩ. Πάντα ΕΚΕΙ.
Βράχοι ακλόνητοι, βουνά. Θηρία και πρόβατα μαζί. Είναι το χάδι και το δάκρυ.
Δε χρειάζεται να ζητήσεις συγγνώμη, δε χρειάζεται να πεις σ αγαπώ. Είναι όλα μέσα τους αποθηκευμένα. Το πρώτο σου δάκρυ, το πρώτο σου γέλιο, το πρώτο σου χάδι.
Αυτά και μόνο, είναι αγάπη και συγχώρεση μαζί. Συγχώρεση για ό,τι έκανες και ό,τι θα κάνεις.
Μεγάλωσα πια, είναι αλήθεια. Μπορώ μόνος να ορίζω τη ζωή μου. Πάντα μπορούσα, πάντα το ήθελα, πάντα το ήξερα.
Μπορώ να υπάρξω μόνος. Δε θέλω πια όμως.
Θέλω τον πατέρα μου παρέα. Να μιλάμε σαν άντρες, κι ας λέμε πράγματα που δεν έχουν καμία ουσία.
Θέλω τη μάνα συντροφιά μου. Να με κανακέψει. Να με προσέξει. Εγώ είμαι άντρας πια. Για κείνη, για εκείνους, πάντα ΠΑΙΔΙ.
Πόλεμος και ειρήνη…. Κι έφτασε η ώρα της ειρήνης. Η ώρα που καταλαβαίνεις πως ο πατέρας κι η μάνα σου, είναι απλά δυο φιγούρες. Δυο φιγούρες, γεμάτες λάθη. Δυο φιγούρες, που σου έμαθαν ό,τι ξέρεις. Που κόπιασαν για σένα, ξενύχτησαν για σένα, ένιωσαν ντροπή εξαιτίας σου, ένιωσαν υπερήφανοι για σένα.
Είναι δυο φιγούρες, που σ΄ έφεραν στον κόσμο. Είναι ΕΣΥ κι ΕΣΥ είσαι ΑΥΤΟΙ.
Μεγάλωσα πια, είμαι άντρας. Τώρα όμως που το ξέρω, το νιώθω, το αισθάνομαι, θα θελα και πάλι να είμαι παιδί, έστω για λίγο.
Να χαρίσω στη μάνα μου απλόχερα τα φιλιά μου, να δώσω τεράστιες αγκαλιές στον πατέρα μου, να φάω μαζί τους αντί να βγω με τους φίλους μου, να περάσω χρόνο μαζί τους. Να τους ακούσω χωρίς να μιλώ παράλληλα.
Μεγάλωσα πια, είμαι άντρας. Είμαι κύριος του εαυτού μου. Ορίζω λοιπόν, πως για τον πατέρα και τη μάνα, θα είμαι πάντα παιδί.