Είναι εξαιρετικά αστείο να με βλέπεις το πρωί. Μάτι γαρίδα, φρύδια σμιγμένα, βαρύμαγκας. Περπατώ τόσο άνετα, τόσο αεράτα, είμαι άρχοντας, φραπαδούρα, 7.30 το πρωί πρώτος πελάτης στο φούρνο. Πετυχαίνω τα φραντζολάκια στα κασόνια, τα πεϊνιρλί ακόμα αχνιστά, χαζολογώ με τη φουρνάρισσα, τα ξανθά μαλλιά της ανεμίζουν όλο νεύρο και τσαχπινιά πάνω από τα τσουρέκια, την βλέπω να κουβαλά τα ολικής άλεσης, μετά τα χωριάτικα, τα πολύσπορα, τα σικάλεως, αυτά με προζύμι και αυτά με σουσάμι, τα σταφιδόψωμα και τις μπαγκέτες. Δεν βιάζομαι, κοντοστέκομαι πάνω από τις καυτές ζαμπονοτυρόπιτες και τα κουλούρια που δεν πρόλαβαν να γίνουν πέτρα και αν έχω όρεξη μετρώ και τα κοκάκια πίσω από το τζάμι, μπας και τα βρω λιγότερα και επιβεβαιώσω την παραίτηση των γειτόνων μου από την εξεταστική και τη σιλουέτα τους.
Βγαίνω από τον φούρνο με την τυροπιτούλα μου και το χυμό σανγκουίνι μανταρίνι στη σακούλα, μία γαλλική φραντζόλα ψωμί καρφωμένη σαν σημαία εξέχει τυλιγμένη στο χαρτί. Στον δρόμο κοντοστέκομαι στο μανάβικο, όχι το μεγάλο, το καπιταλιστικό, το άλλο το γωνιακό, το εναλλακτικό, με τις φωτογραφίες της Άντζελας πριν τις πλαστικές πλακωμένες από το τζάμι του γραφείου, δίπλα από εκείνες του μανάβη όταν ακόμα ήταν νέος και έπαιζε στην Παναχαϊκή, πριν τα αρθριτικά, πριν την μέση ηλικία, το τσιγάρο, την απόσυρση και τελικά το μανάβικο.
Παίρνω μπανάνες.
Όλο νάζι και χάρη περπατώ στο δρόμο, οι γριούλες προχωράνε σαν τα σαλιγκαράκια φορτωμένες σακούλες, ζευγαράκια τσουλάνε βαλίτσες αποχαιρετισμού μέχρι τα ΚΤΕΛ και η κυρά Άννα απέναντι μόλις άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε με την νυχτικιά να κρεμάσει τα φλοράλ χαβαζένικα πουκάμισα και τις υπερμεγέθεις γραβάτες του συζύγου, του πρώην ταρίφα με το χρυσό δαχτυλίδι και την μπάσα φωνή που την εξασκεί στους μετανάστες αλλά μόνο από ψηλά από το μπαλκόνι του πρώτου. Γιατί μπορεί ο μαυρούλης να πεινά και να σέρνεται με πέντε burberry στον ώμο όλη μέρα αλλά και πάλι σε σαπίζει οπότε το νου σου.
Κάθομαι στο μπαλκόνι και ο ήλιος σέρνεται νωχελικά να ζεστάνει τα κάγκελα μου, μα είναι 8, εγώ είμαι άρχοντας, νέος προς μίμηση, σηκώθηκα νωρίς, που να με φοβίσει ο ήλιος. Και κάθομαι με την πρωινή ψύχρα να υποχωρεί δίνοντας τη θέση της στην ηχορύπανση των αμαξιών και την θλίψη των 9χρονων που σέρνουν τα πόδια τους να προλάβουν την πρώτη ώρα.
Και εκείνες οι μανάδες-γραμματείς που τα ξύπνησαν, τα έπλυναν, τα έντυσαν, τα τάισαν, τους έφτιαξαν τη σάκα και μετά την φορτώθηκαν οι ίδιες, κοιτάνε πάνω στο μπαλκόνι και βλέπουν τον γαμάτο τον φοιτητή, τον πολυτεχνίτη, τον πεμπτοετή, τον ομορφούλη με τα ρουχαλάκια του στην απλώστρα και τα παράθυρα του σπιτιού διάπλατα, να τρώει την τυροπιτούλα (ας επιμείνουμε στα υποκοριστικά παρακαλώ). Και σκέφτονται "να παιδί, να πράμα, σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, πήρε το πρωινό του και μόλις στρίψω στην γωνία θα πάει μέσα να φέρει τα βιβλία του να διαβάσει στο μπαλκόνι."
Πουλάω λοιπόν γαμώ τις μούρες και όλοι νομίζουν πως ξύπνησα νωρίς και άδραξα τη μέρα, ενώ στην πραγματικότητα απλά ξενύχτησα παίζοντας LoL, βγήκα να προλάβω κάνα ψωμί της προκοπής πριν ο φούρνος αδειάσει και γυρίζοντας ταβλιάζομαι για να ξυπνήσω στις 4 το μεσημέρι.
Να φοιτητής.
Να πράμα.
Φτου φτου φτου το παιδί.
σχόλια