Γεια σου τέλειε κόσμε, είμαι εγώ που σου χαλάω την τελειότητα. Λυπάμαι. Το βλέπω πόσο σε ενοχλώ. Το βλέπω κάθε μέρα, στους δρόμους, στα επικριτικά μάτια των τέλειων ομοιόμορφων ανθρώπων. Ελπίζω μια μέρα να φανώ αντάξια τους.
Εσύ πόσες δικαιολογίες μπορείς να σκεφτείς γιατί είσαι χοντρός;
-Εντάξει κουκλίτσα μου, για τα πάχη σου θα μας μιλήσεις; Εδώ ο κόσμος καίγεται.-
Όλα ξεκίνησαν ένα πρωί. Ένα μεσημέρι. Ένα βράδυ. Δεν ξέρω. Απλά ξεκίνησα να τρώω και δεν σταμάτησα ποτέ. Μ' άρεζε.
-Αφού σ' άρεζε μη μας κλαίγεσαι τώρα. Τα 'θελες και τα 'παθες.-
Μ' άρεζε. Ήταν έρωτας. Έγινε πάθος. Με τύφλωσε. Δεν καταλάβαινα τι έκανα. Απλά έτρωγα. Ήθελα μόνο να φάω. Έπρεπε μόνο να τρώω.
-Γιατί δεν το έραβες κουκλίτσα μου;-
Δεν μπορούσα να σταματήσω. Είναι σαν το ποτό, σαν τη κόκα, σαν τον αυνανισμό. Εθίστηκα. Όποτε έτρωγα δεν σκεφτόμουν ούτε συνέπειες, ούτε κιλά, ούτε καν την υγεία μου. Ενδορφίνες εκκρίνονταν και κατέκλυζαν το μυαλό μου μπερδεμένα με πατάτες, μαγιονέζες, πίτσες, λιωμένα τυριά, σοκολάτες, παγωτά.
-Αυτοέλεγχος κοπέλα μου, δεν τη ξέρεις αυτή τη λέξη-
Τίποτα δε με σταματούσε. Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο τέλειος κόσμος είναι ότι η παχυσαρκία είναι κάτι το παθολογικό και από πίσω του κρύβονται ψυχολογικοί και οργανικοί παράγοντες.
-Θα μας το παίξει και ιατρόεπιστήμονας-
Μπα. Όχι δικαιολογίες. Τα πράγματα είναι απλά: έτρωγα τόσο που ξεχείλωσα το στομάχι μου και έπρεπε να το γεμίζω συνέχεια γιατί -πολύ απλά- πεινούσα.
-Ωραία. Και που θέλεις να καταλήξεις;-
Με ενοχλούσε. Έκανα κακό στον εαυτό μου και δεν μπορούσα να το σταματήσω. Αυτοκαταστρεφόμουν. Είχα απαρνηθεί τον κόσμο και προτιμούσα το φαγητό. Δεν μπορούσα πια να κάνω πράγματα που μου άρεζαν. Δεν μπορούσα να βγω έξω, να περπατήσω. Ξεχώριζα και όχι με ωραίο τρόπο.
-Πρόβλημα σου-
Ήταν.
σχόλια