Είναι περίεργο αυτό που μας δένει με τους καλλιτέχνες. Μια περίεργη δύναμη, σε κάνει να αγαπάς τον άνθρωπο πίσω από το έργο. Κι όταν κάποιος πολύ αγαπημένος καλλιτέχνης χαθεί, έρχεται ένα αμήχανο συναίσθημα. Κενό, σα να χάνεις κάτι δικό σου. Κάτι μέσα σου αδειάζει πραγματικά. Μα δεν τον ήξερες προσωπικά, δεν είχατε ανταλλάξει ποτέ κουβέντα. Μα πώς γεννιέται τόσο βάρος για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισες ποτέ, πέρα από το έργο του;
Δύσκολη τέχνη το θέατρο και απαιτητική για όλους. Και γι α όσους είναι πάνω στη σκηνή και για όσους είναι πίσω. Μα δύσκολη και για τους κάτω. Σε δένει με τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη το κείμενο, σε δένει η κοινή όσμωση των συναισθημάτων την ίδια στιγμή, η ενέργεια που δημιουργείται από εκείνον και από εσένα τη στιγμή που παίζει, που δημιουργεί. Δενόμαστε με τον χώρο, με τα καθίσματά του, με τον κόσμο του, με τη σκηνή που την έχεις δει απ' όλες τις πλευρές της. Να γιατί μπορείς να αγαπήσεις έναν καλλιτέχνη τόσο πολύ. Γιατί έχετε ζήσει μαζί.
Η νεαρή μου ηλικία δεν με βοήθησε να ζήσω τον Λευτέρη Βογιατζή στις περισσότερες δουλειές του. Όσα είδα και όσα μπόρεσα να μάθω για αυτά που δεν πρόλαβα να δω όμως, έσκαψαν μέσα μου και καλλιέργησαν αγάπη. Πραγματική αγάπη για την τέχνη και για τον άνθρωπο πίσω από την τέχνη.
Όταν έμαθα για την αρρώστια, δεν πίστεψα ούτε ένα λεπτό πως δεν θα τα καταφέρει. Περνούσε ο καιρός, έβλεπα πως δουλεύει ακόμη και ένιωθα καλύτερα.
Θα ήθελα να είχα προλάβει να τον ζήσω περισσότερο τον Λευτέρη. Θα ήθελα να μεγάλωνα με το θέατρό του, να τον βλέπαμε με τους φίλους μου και να συζητούσαμε μετά τις παραστάσεις, πόσο απόλυτα μετρημένα και κανονισμένα είναι όλα, με πόση ενέργεια παίζει πάνω στη σκηνή, να εντυπωσιάζομαι από τον τρόπο που δουλεύει και να προσπαθώ από κάθε παράσταση να κρατήσω όσο πιο πολλά μπορώ. Θα ήθελα να ξαναμπώ στο θέατρο της οδού Κυκλάδων και να είναι εκεί. Θα ήθελα να ξαναπάω στο Φεστιβάλ Αθηνών και να κάθεται σε διπλανά καθίσματα.
Θυμάμαι το τελευταίο χειροκρότημα το καλοκαίρι, στον Αμφιτρύωνα. Ένα θέατρο όρθιο και ο Λευτέρης στη μέση, δίπλα του οι ηθοποιοί του. Χαιρόμουν τόσο που ήταν εκεί, που φαινόταν καλά και που εισέπραττε όλα όσα ήθελε ο κόσμος να του δώσει εκείνο το βράδυ. Κοίταζα γύρω μου και έβλεπα ανθρώπους να τον χειροκροτούν ζεστά με πρόσωπα ευχαριστημένα.
Επέλεξε την τελευταία μέρα να μείνει στο θέατρο πριν την κηδεία. Φορούσε το κοστούμι του Τίνκερ, κρατούσε το πρόγραμμα του «Καθαροί πια», ακουγόταν από το καμαρίνι Μπαχ. Δεν ήταν απλά εκεί. Υπήρχε.
Τον ακούς να τραγουδά «Θ' αφήσω εγώ κληρονομιά το λίπασμά μου/ την δίψα μου/ την πείνα μου», συγκεντρώνεσαι να ακούς τις ανάσες του ανάμεσα στους στίχους, έτσι έστω και λίγο νιώθεις ότι ζει. Βουρκώνεις.
Εάν ήξερε πόση αγάπη γέννησε το έργο του, ίσως αυτή τη στιγμή να χαμογελούσε.
Λείπει ήδη.