Ήταν Δευτέρα μεσημέρι όταν κατηφορίζοντας την Ερμού, λίγο μετά την Ευαγγελίστριας άκουσα μία μελωδία που με συνεπήρε, σιγοτραγούδησα και για κλάσματα του δευτερολέπτου έφυγα από τη βαβούρα του πιο πολυσύχναστου δρόμου της πόλης, έκλεισα τα μάτια και μεταφέρθηκα σε μια άλλη εποχή.
Ένας ήχος βγαλμένος από παλιά ελληνική ταινία, με οδήγησε μπροστά σε έναν μποέμ, χαμογελαστό, αγέρωχο κύριο που κουβαλούσε μία αύρα μυστηρίου. Ευθυτενής, με μία γενειάδα χαρακτηριστική, φορούσε μαύρη καπαρντίνα, άσπρο πουκάμισο, σκαρπίνι και ένα μαύρο καπέλο.
Η γνώριμη μελωδία, προερχόταν από τα σπλάχνα της λατέρνας του Γιώργου Κιζιλή, ενός 55χρονου που δεν αυτοαποκαλείται επαγγελματίας λατερνατζής, πλην όμως τα τελευταία δύο χρόνια ζει μαγεύοντας περαστικούς καθημερινά στο γνωστό σημείο στην Ερμού όπου μπορείς να τον συναντήσεις εφτά ημέρες την εβδομάδα από το πρωί μέχρι τις 5-6 το απόγευμα.
Η λατέρνα του Γιώργου Κιζιλή είναι μία από τις τρεις που κυκλοφορούν σήμερα στους δρόμους της Αθήνας, είναι μαύρου χρώματος, έχει σταμπαρισμένα εννέα τραγούδια και απεικονίζει τη Μαρία Πενταγιώτισσα.
Η πρώτη λατέρνα στην Ελλάδα δημιουργήθηκε γύρω στο 1880 και υπολογίζεται ότι την περίοδο πριν τον πόλεμο του 1940 υπήρξαν στην Αθήνα και τον Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και άλλα τόσα µόνο στη Θεσσαλονίκη.
Στο πάνω μέρος της λατέρνας βρίσκονται οι χορδές και το ηχείο και στο κάτω βρίσκεται το κιβώτιο που περιλαμβάνει τον κύλινδρο και τους μηχανισμούς του.
Ο κύλινδρος έχει πάνω του καρφωμένα καρφιά , το λεγόμενο σταμπάρισμα, και γυρνώντας τη μανιβέλα, περιστρέφεται και μέσω ενός μηχανισμού προσκρούει στις χορδές.
Ο Γιώργος είχε την καλοσύνη να μου ανοίξει τη λατέρνα και μου εξήγησε ότι για να διακρίνεις εάν η λατέρνα έχει κασέτα μπορείς να παρατηρήσεις εάν το τραγούδι αλλάζει αυτόματα και όχι χειροκίνητα από το κιβώτιο.
Η συγκεκριμένη λατέρνα ανήκε στον προπάππου του πεθερού του, ο οποίος τη φύλλασσε σπίτι, έχει κατασκευαστεί το 1894 και δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ μέχρι το 2015 όταν ο Γιώργος, άνεργος ηλεκτρολόγος του εμπορικού ναυτικού στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα, αποφάσισε να την αναβιώσει για να μπορέσει να βιοποριστεί.
Η λατέρνα αποτελεί για τον ίδιο τη μοναδική πηγή εσόδων, γι' αυτό και συνεχίζει φιλότιμα την προσπάθειά του αν και τα μεροκάματα είναι χαμηλά.
Εξαιρετικά ευγενής δέχτηκε να συζητήσει μαζί μου και μου διηγήθηκε ιστορίες για τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις που βιώνει καθημερινά από ανθρώπους που περνούν από μπροστά του και που η μελωδία της λατέρνας του , αγγίζει άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει βιώσει την απαξίωση, όπως τότε που ένας νεαρός μικρότερος από τον γιο του που είναι σήμερα 27, του είπε χαρακτηριστικά «είναι τιμή σου που σε έχω στο κινητό μου ρε». Γυρνώντας τη μανιβέλα, μου εξέφρασε το παράπονό του. Τον ενοχλεί όταν κάποιος κοντοστέκεται μπροστά του, τον φωτογραφίζει και δεν κάνει έστω μία μικρή κίνηση ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού.
Δεν επιζητά κάποιος να του ρίξει 20 λεπτά από λύπηση, αρνείται τον τίτλο της επαιτείας είναι περήφανος για αυτό που κάνει, το αγαπά και το κάνει με μεράκι.
Ο Γιώργος δεν είναι ο παραδοσιακός λατερνατζής που θα συναντήσεις, η κλασική εκδοχή αυτού που έχουμε συνηθίσει να γυρνά τη μανιβέλα. Είναι δημιούργημα της κρίσης, που όμως αποδεικνύει ότι ακόμη και σε δύσκολες περιόδους ανεργίας, υπάρχει ελπίδα αλλά και ότι η στροφή στη λαϊκή παράδοση μπορεί να δώσει τη λύση. Την επόμενη φορά που θα βρεθείς στην Ερμού, αναζήτησέ τον και το σίγουρο είναι ότι θα σου φτιάξει τη μέρα με το χαμόγελο και την ευγένειά του.
σχόλια