Αυτή τη φορά τα ψέματα τελείωσαν. Δεν γίνεται να ζω άλλο μέσα σε αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα που με περιβάλει. Δεν κάνω πίσω. Θα κάνω το επόμενο βήμα. Δεν αντέχω να λέω, άλλο ψέματα στον εαυτό μου. Κάθε φορά το ίδιο σκηνικό. Η μορφή μου με μια βαλίτσα στην άκρη της πόρτας ως την τελευταία στιγμή, εκείνη που με κάνει και διστάζω να ανοίξω αυτή την πόρτα. Μα ποιον προσπαθώ να πείσω; Εγώ είμαι αυτή που φοβάμαι. Εγώ είμαι αυτή που νιώθω εγκλωβισμένη μέσα σε μια ζωή, που δεν διάλεξα να εξελιχθεί έτσι όπως εν τέλει εξελίχθηκε. Εγώ η δειλή.
Είναι φορές που τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένεις στην ζωή. Φταίνε οι καταστάσεις και κάποια ''πρέπει'' που έχεις ως αρχή καθώς μεγαλώνεις. Γιατί να πρέπει να υπομένω; Γιατί να μοιράζομαι μια ζωή με έναν άντρα, που δεν αγγίζει την ψυχή μου και ούτε καν την σάρκα μου με πόθο; Αυτός ο ''άντρας '', ο υποτιθέμενα δικός μου άντρας... Αυτός που αγνοεί τα λόγια μου, που δεν εννοεί να δώσει αξία σε αυτά που επιθυμώ. Αυτός. Ναι αυτός μάλιστα. Αυτός που δεν νιώθει, που πέφτει πάνω μου και εκμηδενίζει τον ανύπαρκτο πλέον έρωτα μας, ξεμπερδεύοντας μαζί μου, μόλις σε 21 δευτερόλεπτα. Αυτός... Αυτός λοιπόν είναι ο άντρας μου. Εκείνος που για χάρη του αισθάνομαι άδεια, σαν ένα ακατοίκητο παγωμένο σπίτι.
Όλη αυτή η αποπνικτική κατάσταση χτες το βράδυ με οδήγησε σε ένα από τα συνηθισμένα μαγαζιά, κοντά στο γραφείο που δουλεύω. Καθισμένη ολομόναχη στο μπάρ, άρχισα να κοπανάω το ένα κονιακ μετά το άλλο. Σε λίγη μόλις ώρα ένιωθα να με ζαλίζουν όλα τα ανείπωτα λόγια και αισθήματα που βρισκόταν εγκλωβισμένα μέσα μου. Ώρα να φύγω σκέφτηκα και με μια απότομη κίνηση προχώρησα βιαστικά προς την έξοδο. Τα φώτα της πόλης έμοιαζαν να αναβοσβήνουν ασταμάτητα και να με ζαλίζουν ακόμη πιο πολύ. Αχ επιτέλους το σπίτι αχνοφαίνεται από μακριά σκέφτηκα. Λίγο ακόμη θέλω. Ορίστε έφτασα.
Πόσο εξαντλημένη αισθανόμουν θεέ μου. Ούτε που έβλεπα μπροστά μου. Ευτυχώς που ξάπλωσα απευθείας. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Λίγο μετά άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Ποιος είναι, αναρωτήθηκα. Μα ποιος άλλος, ο άντρας μου φυσικά. Τα βήματα ερχόταν ολοένα και πιο κοντά σε εμένα. Μια φιγούρα από μακριά σιγά σιγά έφτανε προς το μέρος μου. Σε πολύ λίγο ένιωσα ένα άγγιγμα στα μαλλιά μου. ''Μα που είχες πάει'' τον άκουσα να μου γνέφει. ''Σε ένα μπαρ κοντά στο γραφείο μου'' του απαντάω. Από εκεί που βρισκόταν καθιστός δίπλα μου, βρέθηκε να είναι κολλημένος πάνω μου. Μα τι έχει γίνει; Νιώθω τόσο όμορφα. Έμοιαζε να είναι διαφορετικός .Όλο μου το κορμί αφέθηκε στο κάλεσμα του, και εκείνος με φίλαγε παντού και μου ψιθύριζε λόγια στο αυτί. Λόγια που είχα καιρό να ακούσω από το στόμα του. Όλα τα τσάκρα μου είχαν ανατριχιάσει. ''Πόσο μου είχες λείψει'' του ψιθύρισα.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα σε ένα σπίτι που δεν γνώριζα. ''Που βρίσκομαι;'' συλλογιστικά. Στο μέσα δωμάτιο ακουγόταν φωνές. Διστακτικά άνοιξα την πόρτα και αντίκρισα έναν άντρα, δύο παιδιά και μια γυναίκα, που πρώτη φορά έβλεπα στην ζωή μου. Με κοιτούσαν όλοι σαν χάνοι. Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα ανοίγει. Ήταν μια γυναίκα. Τα παιδιά τρέχουν καταπάνω της και την αγκαλιάζουν. Εγώ με μια απότομη κίνηση πήρα τη βαλίτσα μου και το παλτό μου και στράφηκα προς την έξοδο. Με κοίταξαν πάλι όλοι τους. ''Με συγχωρείτε, κάποιο λάθος έχει γίνει'' τους λέω και ανοίγω την πόρτα για να φύγω. Ίσως όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο, που απλά δίσταζα να δω καθαρά. Αντίο σας...
σχόλια