Κάποτε θυμάμαι σαν έφηβη ακόμα στα δύσκολα τα χρόνια της αλλαγής, της συνειδητοποίησης με ρώτησαν τι είναι αγάπη. Και υποστήριξα φανατικά ότι δεν υπάρχει πραγματική αγάπη. Όλα είναι θέμα συμφερόντων, προσωπικής ευχαρίστησης, ικανοποίησης του Εγώ μας (σκοπίμως με κεφαλαίο γραμμένο). Είναι έννοια αφηρημένη είχα πει που χρησιμοποιούν οι μπερδεμένοι, οι καλλιτέχνες, οι ονειροπόλοι. Από τη γέννηση ακόμα, που η μάνα θέλει ''να ολοκληρωθεί σαν γυναίκα'', που ''χτυπάει το βιολογικό της ρολόι'' και ο πατέρας που ''επιτέλους αποφάσισε να σοβαρευτεί και να κάνει οικογένεια''.
Μετά στη φιλία που κρατάει για όσο υπάρχει η ανάγκη να βγεις, να μιλήσεις, να πεις τα δικά σου. Μέχρι να αρχίσουν οι υποχρεώσεις. Μειώνονται οι έξοδοι, πολλές οι δουλειές, λίγος ο χρόνος. Αρχίζουν και οι σταθερές οι σχέσεις που ζητάν αποκλειστικότητα και που διάθεση για να κρατήσεις ζωντανή μια φιλία. Και ο έρωτας με τη σειρά του εγωιστικός. Ανάγκη επιβεβαίωσης, κατεστραμμένες νοσηρές σχέσεις, συνήθεια, βόλεμα, ψέματα, απαγορευμένα πάθη.
Κι όλες οι μορφές αγάπης κάπως έτσι φάνταζαν στα μάτια μου. Κι ο άνθρωπος μου φαινόταν ένα αχόρταγο ον με όλα τα ζωώδη του ένστικτα που προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει και όταν δε μπορούσε τα έκρυβε για να τα βγάλει πάλι σε περίπτωση ανάγκης. Αλλά όλες αυτές ήταν σκέψεις μαύρες. Πολύ μαύρες.
Καθώς άρχισα να μεγαλώνω (δεν είμαι και πολύ μεγάλη φυσικά) η αγάπη πλέον πήρε τη θέση της πανάκειας για κάθε είδους πρόβλημα για μένα. Είδα τους γονείς μου να με στηρίζουν να κοπιάζουν για να με στείλουν να σπουδάσω, να πονάνε με τον πόνο μου, να ακούνε το πρόβλημά μου. Και τον αδερφό μου να μου κάνει το κλάμα γέλιο σπαστικό. Και έπειτα είδα τους φίλους μου ''να σκίζονται για μένα''. Να μου δείχνουν ενδιαφέρον να κάθονται μέχρι το πρωί να συζητήσουμε τα θέματά μου να με γυρνάνε μεθυσμένη στο σπίτι και να ξενυχτάνε στο προσκεφάλι μου. Κι έπειτα ερωτεύτηκα παρέα με τον Aλκίνοο, τους Πυξ Λαξ, τον Θηβαίο. Και πόνεσα και χάρηκα και έκλαψα από πόθο.
Κι είδα στις τηλεοράσεις φιλανθρωπίες, και ζωάκια να υιοθετούνται, και όργανα να δωρίζονται, και δέντρα να φυτεύονται, και ποιήματα να γράφονται, κι όλη η τέχνη να απλώνεται μπροστά μου σαν ένας χάρτης με χιλιάδες προορισμούς και ταξίδια. Και το κυριότερο ένιωσα κι εγώ πως αγαπώ. Αγάπησα τους ανθρώπους μου, τον κόσμο γύρω μου, τη φύση, την αλήθεια, τον εαυτό μου. Ένιωσα την ανάγκη να δώσω αγάπη χωρίς να θέλω αντάλλαγμα έτσι απλά γιατί μου περισσεύει, γιατί δεν είναι μονοπώλιο, γιατί δε μπορώ να την κρατάω άλλο μέσα μου. Κάπου εκεί πίστεψα πραγματικά στην αγάπη. Και ο άνθρωπος μου φαινόταν ένα πνευματικό ον που έχει τόση δύναμη μέσα του και φως που αν τα ανακαλύψει μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ολόκληρο μέσα σε ένα βράδυ. Αλλά αυτές ήταν σκέψεις άσπρες. Πολύ άσπρες.
Και τώρα ναι ξέρω πως έχω άτομα που με αγαπούν κοντά μου. Αναμφίβολα αγαπώ κι εγώ τους ανθρώπους μου και τους το δείχνω ή έτσι θέλω να πιστεύω. Κι όμως αυτόν τον καιρό, μετά από πολλαπλές απογοητεύσεις και ατυχίες, έχω τόση ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Μια αγκαλιά, δε με νοιάζει τι είδους αγάπη, απλά μια αγκαλιά πραγματικής αγάπης. Δεν έχω κανέναν απολύτως. Όλοι έχουν τις ζωές τους τα προβλήματά τους ή και τις χαρές τους. Αυτό το βράδυ υποθέτω πως η αγάπη δεν είναι ούτε μαύρη ούτε άσπρη. Η αγάπη είναι γκρι.
Τώρα θα μου πείτε η αγάπη έχει το χρώμα που ο καθένας της βάζει. Με παλέτα τα συναισθήματα ο καθένας βουτάει τα χέρια του και τη βάφει τσαπατσούλικα ό,τι χρώμα του καπνίσει.
Για μένα αυτά τα χρώματα υπήρχαν από πάντα, αυτές οι αποχρώσεις. Επιτρέψτε μου λοιπόν για σήμερα να βάψω λίγο γκρι την αγάπη.