«Η αγάπη όλα τα νικά» της είπε. «Δεν θέλω να φοβάσαι.» Τον κοίταξε θλιμμένη. Δεν ήξερε από ευτυχία. Μόνο το «δυσ-» ήταν για 'κείνη. Το «δυσ-» και το «όχι». «Δεν ξέρω» του απάντησε κι έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Τίποτε δεν ξέρω.» «Μη φοβάσαι» της είπε. «Δεν θέλω να φοβάσαι.» «Αύριο φεύγω» του'πε και βούρκωσε. «Πώς;» «Η αγάπη θα το βρει το πώς. Πάντα το βρίσκει» της είπε κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
«Όλα θέλω να στα δώσω» του'πε ένα βράδυ Αύγουστο μήνα στο τηλέφωνο. «Μόνο δεν ξέρω πώς...» «Θα΄ρθεις να σε δω;» τη ρώτησε. «Θα'ρθω Σεπτέμβρη. Στο υπόσχομαι.» Πέρασε ο καιρός, άδειασε το νησί, μα 'κείνη δε φάνηκε. Της τηλεφώνησε ξανά. Με παράπονο στη φωνή και ζαρωμένα χείλη. Κι ας μην τα'βλεπε 'κείνη. Εκείνος τα'χε ζαρώσει για να μην καταπιεί την πίκρα απ'τα δάκρυα που ροβολούσαν απ'τα μάτια του. «Θα΄ρθεις να σε δω;» τη ρώτησε κι έτρεμε η φωνή του. «Δεν μπορώ» του'πε ξερά και'κλεισε το τηλέφωνο.
Κάθισε και της έγραψε ένα γράμμα. Δεν ήταν σίγουρος αν θα το στείλει μα το'γραψε. Για να βγάλει το γαμώτο από μέσα του και να βάλει στο χαρτί τον πόνο. 'Κείνον τον πόνο τον παράλογο, τον «που δεν πρέπει να υπάρχει», τον αυθάδη και θρασύ που έρχεται όποτε του γουστάρει και στρογγυλοκάθεται μέσα σου και πίνει ποτά, καπνίζει τσιγάρα, κλαίει, φωνάζει, ρωτάει «γιατί», χαρακώνεται και χτυπιέται μέχρι να σε ξεκάνει και να μη νιώθεις πια. Αυτό ήθελε. Να μη νιώθει πια. Όλα να γίνουν καπνός. Σαν τα λόγια της.
«Σ'αγαπώ πολύ» του'χε γράψει ένα βράδυ σε μια χαρτοπετσέτα στο μπαρ. «Θέλω να πετάξουμε μαζί.» Την είχε ακόμα φυλαγμένη σ'ένα κουτί γαλάζιο μαζί μ'ενα κοχύλι και λίγη άμμο από την παραλία που πρωτοκάναν έρωτα. Σ'εκείνη την παραλία έγιναν ένα, απο'κείνα τα ένα που δεν χωρίζουν όσος καιρός κι αν περάσει. Έτσι πίστεψε 'κείνος. Μα έκανε λάθος.
Έγραψε το γράμμα και το'στειλε. Μετά δέκα μέρες άκουσε τη φωνή της οργισμένη στο τηλέφωνο. «Πώς τολμάς;» «Σ'αγαπάω» της είπε. «Τίποτε δεν είχαμε, μια περιπέτεια καλοκαιρινή!» του φώναξε. «Σ' αγαπάω, καταλαβαίνεις;» «Μα δεν γίνεται να μ'αγαπάς! Πώς γίνεται;» «Δεν με νοιάζει πώς γίνεται. Το μόνο που ξέρω είσαι εσύ. Σ'αγαπάω...» Κρατούσε το ακουστικό και την άκουγε να του φωνάζει ένα σωρό λόγια πικρά. Αυτή δεν ήταν η μικρή του αγάπη. Ήταν μια ξένη, αλλόκοτη που πάλευε με τα θέλω της. Πάλευε με δαίμονες και ψέματα. Έβαλε το ακουστικό στ'αυτί του και της φώναξε. «Φτάνει! Άκουσε με ένα λεπτό κι έπειτα αν θέλεις φύγε! Μα άκουσε με πρώτα!» Τρόμαξε εκείνη. Πρώτη φορά της μίλησε έτσι. «Σ'ακούω» του'πε κι η φωνή της σα να'σπασε λίγο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσει. Από 'κείνες τις ανάσες που ανοίγουν δρόμο, που δίνουν κουράγιο. Τη χρειαζόταν την ανάσα. Πώς να νικήσεις το φόβο;
«Όσο και να προσπαθείς, δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο που να σε κάνει να ξεχάσεις. Κανείς και τίποτα. Ούτε η πάλη με τον εαυτό σου, ούτε καν εγώ με τη χειρότερη συμπεριφορά μου. Αυτό που είσαι είμαι εγώ κι αυτό που είμαι εγώ είσαι εσύ. Από την πρώτη στιγμή. Με κουβαλάς μέσα σου. Είμαι μέσα σου. Κι αυτό σε τρομάζει. Τιμωρείσαι. Παραφρονείς. Παραφέρεσαι. Μα εγώ, όσες φορές κι αν με πετάξεις στα σκουπίδια, θα ζω εκεί. Και θα ξέρω πως κάθε μου πρόταση θα σε καίει. Βαθιά...»
«Σταμάτα!» του φώναξε. «Δεν θέλω να σ'ακούσω άλλο! Σταμάτα!»
Την άκουγε να βασανίζεται στην άλλη άκρη της γραμμής, να προσπαθεί να ξεφύγει απ'τον εαυτό της. Λυπήθηκε. Μα πιότερο λυπήθηκε τη μικρή του αγάπη. Εκείνη την κοπέλα που'χε αγαπήσει το προηγούμενο καλοκαίρι και του'χε δώσει ζωή. Μα δε σταμάτησε.
«Παγώνουν οι νύχτες. Αυτό ξέρω εγώ. Αν εσένα σου φτάνει να αγαπάς κάποιον από μακριά, δικαίωμα σου. Αλλά μην περιμένεις να συμφωνήσω στην παράνοια αυτή. Γιατί όταν πέφτεις θέλω να σε σηκώνω. Κι όταν γελάς, θέλω να γελάμε μαζί. Κι όταν σκέφτεσαι, θέλω να βλέπω τη λάμψη στα μάτια σου. Γιατί αυτό είναι αγάπη. Μαζί. Όχι πνιγηρά. Όχι άρρωστα. Αλλά μαζί.»
«Με πονάς!» του φώναξε και έχανε τα λόγια της. «Η αγάπη σου με πονάει!»
«Η αγάπη δεν πονάει, οι άνθρωποι πονάνε» της είπε και χαμογέλασε. Μα εκείνη δεν τον είδε. Ποτέ της δεν τον έβλεπε. Ούτε καν όταν τον κοιτούσε.
«Με πονάς, καταλαβαίνεις;»
«Εγώ δεν ξέρω να υποφέρω όμορφα, βουβά και πολιτισμένα... Ξέρω μόνο να ουρλιάζω, να ξεσκίζω σάρκες και να χτυπιέμαι.... Έτσι ξέρω.» της είπε.
«Μου'χες πει πως η αγάπη όλα τα νικά! Έτσι μου είπες!» ούρλιαζε στην άλλη άκρη της γραμμής.
Έκανε μια παύση κι έπειτα οι λέξεις βγήκαν αργά από το στόμα του.
«Η αγάπη όλα τα νικά. Τώρα, νίκησε και μένα...»
Το κλικ του ακουστικού ακούστηκε σαν πιστολιά.
σχόλια