Είχε ωραία μέρα το Σάββατο που μας πέρασε και αποφάσισα να πάω μια βόλτα με τη καινούργια μου δεκαπεντάχρονη Φορντ να ξεσκάσουμε.
Πήρα λοιπόν την Παλαιά Εθνική οδό προς Κόρινθο. Ήταν ωραία, ό ήλιος μου έκαιγε το πρόσωπο, ο Εν-Λευκώ έπαιζε θαυμάσια και η θέα της θάλασσας μαγευτική, μου έπαιρνε μακριά τη πίεση της εβδομάδας.
Πέρασα τη Κόρινθο και ακολούθησα το δρόμο προς την Επίδαυρο, έφτασα στ(ρ)ίβωντας μέχρι το ψαροχώρι Κόρφος, έφαγα μια υπέρ-φανταστική, λαδο-κατεψυγμένη τυρόπιτα που μου έκατσε στο στομάχι σαν τούβλο και πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Έφτασα λοιπόν στα Ίσθμια και έστριψα προς τη παλαιά γέφυρα που μόλις άρχισε να βυθίζεται για περάσει κάποιο πλοίο.
Άναψα ένα τσιγάρο, απολαμβάνοντας τη φάση της καθυστέρησης, παρατηρώντας τη διώρυγα και τους άλλους που περίμεναν στα αυτοκίνητα τους.
Ανάμεσα στα 5-6 αυτοκίνητα είδα ένα μαύρο κουτάβι να τριγυρνά μυρίζοντας προφυλακτήρες και ρόδες, συνηθισμένο... Άλλο ένα καημένο σκυλί παρατημένο στη κακοτυχία της ζωής του ψάχνει... τι άραγε;
Μα το πιο απλό... Να επιβιώσει...
Του σφύριξα και ανταποκρίθηκε με δισταγμό, κοιτάζοντας ολόγυρα να επιβεβαιώσει το κάλεσμα.
Ξανακάλεσα, « Έλα ρε! Έλα ! Φσίτ!»
Τα μακριά υπέροχα αλογίσια πόδια του ίσα που κρατούσαν ένα σκελετωμένο μαύρο κορμάκι που το είχε καταφάει η ψώρα και η ταλαιπωρία...
Ήρθε και στάθηκε στα 2 μέτρα κοιτάζοντας με σχεδόν απολογητικό βλέμμα στα καστανά υγρά του τσιμπλιασμένα μάτια, κουνώντας το μικρό κομμάτι ουράς που κάποιο καθίκι του άφησε, γιατί έτσι είναι τα Doberman. Εύχομαι στο καθίκι τα ίδια.
Έκανα μεταβολή να πάω στο σούπερ μάρκετ που είχα δει πριν, να πάρω μια κονσέρβα.
Λύση; Όχι. Σίγουρα. Το ξέρω.
Ανακούφιση; Ναι. Σίγουρα. Το ξέρω. Προσωρινή. Ναι, το ξέρω. One step at a time που λένε...
Γύρισα σε 5' να δώσω τη κονσερβιασμένη ανακούφιση και δεν το έβλεπα πουθενά...
Τριγύρναγε ματαία γύρω από προφυλακτήρες και ρόδες. Κάνεις δεν έδινε σημασία. Ούτε καν αυτός ο γαμημένος κολώχοντρος στο λασπωμένο τζιπ με το κλουβί για τα κυνηγόσκυλα του. Μάλλον ήταν κουρασμένος, θα 'χε γυρίσει από κυνήγι... γαμώ τη ράτσα του.
Φώναξα και πριν προλάβω να σφυρίξω, το ταλαίπωρο είχε πάρει την ίδια στάση στα 2 μέτρα κοιτάζοντας τη κονσέρβα...
Πήγαμε παρέα λίγο απόμερα, άδειασα το λαχταριστό περιεχόμενο κάτω και έβαλα δίπλα νερό σε ένα πλαστικό κουτί από παγωτό...
Έγλυψε το πάτωμα και βούτηξε τη πληγιασμένη μουσούδα του στο νερό να πιει, κουνώντας τη μικρή ουρίτσα του ρυθμικά...
Γύρισα τη πλάτη και έφυγα.
Τύψεις; Ναι. Σίγουρα. Πολλές. Λύσεις; Δεν ξέρω.
Γύρισα σα φάντασμα τρέχοντας μακριά από το σκελετωμένο κουτάβι, που τώρα θα είχε πάρει μια ψευτοπαράταση και θα λιάζονταν στον μεσημεριάτικο ήλιο φουσκωμένο απ' τη κονσέρβα...
Έκανα τη vodafone λίγο πλουσιότερη, οι φίλοι δεν μπορούσαν –το περίμενα όμως- και φαινόταν πως η μόνη λύση ήταν η αναμονή και ο ταλαίπωρος μαύρος φτωχότερος σε ζωή...
Ξανά σήμερα, Κυριακή ξαναπήγα. Πήρα και το κορίτσι μου, που μαζί ψάχναμε λύση μέχρι αργά το βράδυ.
Ήταν εκεί. Κονσέρβα και νερό ξανά. Μικρή ουρά ρυθμικά...
Τελικά είναι κοριτσάκι... ο Μαύρος, είναι Μαύρη τελικά.
Ο Γιώργος, από το www.stray.gr, ήταν ο Άνθρωπος που ανταποκρίθηκε. Είδε λέει το post στο Facebook και κινήθηκε. Άμεσα. Απλά και χωρίς σάλτσες. To the point.
Ξημέρωσε Δευτέρα και τα facebook, mail, κτλ, δεν είχαν φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Στη δουλειά, το γραφείο ακόμα και μέσα ήταν κρύο, τα air-condition σχεδόν στο full, ο χειμώνας είχε έρθει... Η Μαύρη θα ξύλιαζε κάπου.
Αρκετά. Παίρνω Εύη και μετά από μια στάση σ' ένα φίλο που μας έδωσε ένα σκυλόσπιτο, πήραμε το δρόμο για τη Κόρινθο.
Το τηλέφωνο της Εύης χτυπάει.
"Παρακαλώ;"
"Α μάλιστα, ναι από το Facebook...ναι... αλήθεια; Που;... Πότε... Ναι ναι... Τώρα πάμε στη Κόρινθο, αλλά δε ξέρω αν θα τη βρούμε... Ναι ναι... Εντάξει Γιώργο, έγινε... Ναι, να αφήσουμε τον πληθυντικό, εγώ είμαι η Εύη και μόλις –και αν τη βρω θα σε πάρω να κανονίσουμε τους γιατρούς και τα λοιπά, εντάξει;... Ναι ναι Γιώργο, σε ευχαριστώ πολύ! Έγινε! Μιλάμε μετά!"
Το δεύτερο στάδιο είχε βρεθεί! Μας έλειπε το πρώτο, να βρούμε τη Μαύρη.
Ο Γιώργος, από το www.stray.gr, ήταν ο Άνθρωπος που ανταποκρίθηκε. Είδε λέει το post στο Facebook και κινήθηκε. Άμεσα. Απλά και χωρίς σάλτσες. To the point. «πάρτο, φέρτο και θα τα φτιάξουμε.» Απλά. Ωραίος.
Η 15χρονη Φόρντ, με τα 180.000 χλμ στη πλάτη, με το δεξί καθρέφτη να τρέμει, καταπίνει το δρόμο κρατώντας 160-180 χ/ω, τσιμπώντας περισσότερο λάδι απ' όσο θα ήθελα, αλλά είναι και λίγο γρια...
Είχα σοβαρές αμφιβολίες αν θα βρίσκαμε πάλι τη Μαύρη, καθώς λόγω νύχτας και κρύου μάλλον θα έχει λουφάξει κάπου...
Η εναλλακτική του «αύριο το πρωι» και το ενδεχόμενο να μη τη βρω ούτε τότε, απλά «δεν παίζει».
Ήταν σχεδόν 10 η ώρα όταν φτάσαμε. Ψοφόκρυο, σκοτάδι και ούτε ένα αυτοκίνητο να περνάει. Μόνο ένα κουρασμένο τρεμουλιαστό κίτρινο φως από μια κολώνα της ΔΕΗ. Απόλυτη ησυχία και μόνο τα μέταλλα της Φορντ ακούγονταν να κρυώνουν.
Αρχίσαμε να σφυρίζουμε και να καλούμε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ξαφνικά ακούμε γαυγίσματα και μια πελώρια σκυλίσια φιγούρα να τρέχει προς το μέρος μας. Αυτή σίγουρα δεν είναι η Μαύρη. Ήταν ένας καλοθρεμμένος γιγαντόσωμος κόπράκος που κατέφθασε ατσούμπαλα κάνοντας χαρές και με διάθεση να παίξει... υπέροχος!
Η Μαύρη όμως πουθενά.
Όσο ο κοπράκος έπαιζε λίγο μόνος του και λίγο μαζί μας τσιμπώντας -χωρίς πολύ να τον ενδιαφέρουν- λίγες κροκέτες που αφήσαμε στο πεζοδρόμιο, η κοκκαλιάρικη φιγούρα της Μαύρης φάνηκε κάτω απ' το κιτρινιάρικο φως της κολώνας. Για πρώτη φορά έκανε και αυτή χαρές καλπάζοντας στα ψιλόλιγνα εύθραυστα πόδια της.
Έχωσε τη μουσούδα της στις κροκέτες που μασούλαγε ο πελώριος κοπράκος παραμερίζοντας τον άγαρμπα. Έτρεμε, δεν ξέρω αν ήταν εξάντληση ή το κρύο, μάλλον και τα δυο.
Έβαλα λίγες κροκέτες στη χούφτα μου να τη δελεάσω προς το αυτοκίνητο. Ακολούθησε και με μια κίνηση σχεδόν ελληνορωμαϊκής πάλης που αποδείχτηκε περιττή, την έβαλα στο σκυλόσπιτο χωρίς αυτή να αντιδρά αλλά ούτε να διαμαρτύρεται. Ούτε ένα γαύγισμα, ούτε ένα τόσο δα κλαματάκι σκυλίσιο.
Έκλεισα τη πόρτα με ανακούφιση. Απίστευτο, όχι μόνο τη βρήκαμε αλλά την έχουμε μαζί μας!
Η Φόρντ πήρε μπροστά και ήσυχα πλέον πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Ήμασταν τόσο χαρούμενοι που τη βρήκαμε.
"Έλα Γιώργο! Η Εύη είμαι που μιλήσαμε προηγουμένως! Τη βρήκαμε και ερχόμαστε! Ναι... ΟΚ... Που; Στο Περιστέρι; Οκ! Οπότε μιλάμε το πρωί! Τι; Όχι, δεν έχω καμία σχέση με τη Κόρινθο! Ναι. Α! Οk, μιλάμε το πρωί! Γιώργο σε ευχαριστώ πολύ! Καληνύχτα."
Από το σκυλόσπιτο δεν ακουγόταν τίποτα, η Φόρντ τσούλαγε ήσυχα και σταθερά όπως της αρέσει, 110-130 χ/ω και το δεξι καθρέφτη να τρέμει...
Κοιταχτήκαμε με την Εύη χαμογελώντας από ικανοποίηση.
Black Betty! Αυτό θα είναι το όνομα της! Ναι! Απ' το τραγούδι!
Όταν φτάσαμε στο Π.Φάληρο, η Betty κοιμόταν στο ζεστό sleeping bag στο σκυλόσπιτο και μόνο οι κροκέτες στη χούφτα την έκαναν να βγει απ' τη Φόρντ και να μπει στο σπίτι.
Μια λαχταριστή κονσέρβα ήταν η επιβράβευση της, την οποία μόλις καταβρόχθισε μπήκε στο ζεστό σκυλόσπιτο της για τη πρώτη ασφαλή της νύχτα στο μικρό μπαλκόνι του Π.Φαλήρου.
Το πρωί μίλησα εγώ με το Γιώργο για πρώτη φορά και ήταν όπως μου είχε πει η Εύη το προηγούμενο βράδυ. To the point. Ευθύς και με λύσεις. "Θα έρθεις στο Περιστέρι, θα τη δει κτηνίατρος και ο σκοπός είναι να γίνει καλά και να της βρούμε σπίτι."
Απλά. Direct. Γιώργος ο Ντιρέκτ.
Η Betty είχε φάει πρωινό την υπόλοιπη μισή κονσέρβα, και χουζούρευε στο sleeping bag του σκυλόσπιτου της.
Μπήκε εύκολα στη Φόρντ, που πλέον είχε και το άρωμα της και ξεκίνήσαμε για τη κτηνίατρο.
5' λεπτα αφού φτάσαμε, ήρθε ο Γιώργος και οι λύσεις πήραν το δρόμο τους.
Έτσι απλά?
Όχι.
Το ξέρεις.
Έμπα στο www.stray.gr να πάρεις «μυρωδιά».
Κάνε κάτι.
Μη κλείνεις τα μάτια.
Γίνε Γιώργος.
Άντε κουνήσου.
Ή
Άντε γαμήσου.
Απλά.
σχόλια