Η ιστορία που θα σας περιγράψω είναι πραγματική και συνέβη πριν ενάμιση χρόνο στο κέντρο της Αθήνας. Ουσιαστικά αναζητώ τον έτερο πρωταγωνιστή της ιστορίας και παράλληλα ζητώ, δημοσίως, συγχώρεση για την κατάπτυστη συμπεριφορά μου.
Ήταν 06/12/2013 ημέρα Παρασκευή και περίπου 23:00 το βράδυ. Επέτειος της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Δεν συμμετείχα στις διαδηλώσεις της ημέρας (όπως και σε καμία μέχρι τότε γενικά) και για εμένα ήταν ακόμα ένα Παρασκευόβραδο νυχτερινής εξόδου στην Αθήνα. Εξ 'ου και η άγνοιά μου επιστρέφοντας από ένα μπαρ στα Πατήσια, και θέλοντας να συνεχίσω την διασκέδαση μου προς Κουκάκι, επέλεξα να περάσω από το κέντρο και συγκεκριμένα την Ακαδημίας. Όλοι οι δρόμοι ήταν προφανώς ανοιχτοί (αν και κυκλοφορούσαν λίγα αυτοκίνητα ) και δεν συνέβαινε το παραμικρό. Οτιδήποτε είχε συμβεί, είχε τελειώσει από ώρες.
Φτάνοντας στο ύψος της Ιπποκράτους θέλω να στρίψω δεξιά προς Πανεπιστημίου και περιμένω στο φανάρι. Τότε παρατηρώ πως υπάρχουν αμέτρητες κλούβες της Αστυνομίας στην Νομική οι οποίες φορτώνουν νωχελικά εκατοντάδες άνδρες των ΜΑΤ. Ένα τεράστιο κορδόνι αστυνομικών των ΜΑΤ είναι απλωμένο στην Ακαδημίας και προχωρά αργά με κατεύθυνση τις κλούβες. Οι αστυνομικοί που περπατούν παράλληλα στα αυτοκίνητα δεν δίνουν καμιά σημασία στα φανάρια και δεν σταματούν για να περάσουν τα αυτοκίνητα. Κατανοώντας την κατάσταση περιμένω υπομονετικά στο φανάρι για τουλάχιστον 5 λεπτά μέχρι να μπορέσω να στρίψω. Όμως αυτοί, ατελείωτοι τελικά, εξακολουθούν να μην δίνουν σημασία και χαβαλεδιάζοντας, κάνοντας πηγαδάκια, σχεδόν παίζοντας πήγαιναν αργά αργά προς αυτές.
Τότε (αντιλαμβανόμενος πως υπάρχει «χαλαρό» κλίμα) αποφασίζω διακριτικά να χωθώ σε κάποιο από τα κενά που άφηναν οι διμοιρίες και σιγά σιγά να περάσω. Χαμογελώντας αφήνω το fiat 500 να τσουλήσει μην περιμένοντας ποτέ αυτό που θα ακολουθήσει...
Στο πρώτο μέτρο που έκανα 2 αστυνομικοί που με είχαν προσπεράσει και ήταν ήδη 2-3 μέτρα μακριά, γυρνάνε ξαφνικά κι έρχονται κατά πάνω μου ουρλιάζοντας «τι κάνεις; Τι κάνεις;». Εγώ κοκκάλωσα και περίμενα. Κολλάνε με τα κράνη τους στο παραθυρό μου και βρίζουν. Κατεβάζω το παράθυρο να τους εξηγήσω το αυτονόητο και πριν προλάβω να πω λέξη έχουν έρθει ακόμα 2-3 και ουρλιάζουν όλοι μαζί! «Θα σε γαμήσουμε παλιόπουστα, βγάλτε τον έξω, μωρή αδερφάρα έλα να σου γυαλίσω την καράφλα, βιάζεσαι να πας να ρουφήξεις καβλιά έχουμε κι εμείς μεγαλύτερα....»
Επί 2-3-4(;) λεπτά δεχόμουν τέτοια επίθεση χυδαιότητας, σεξισμού, ρατσισμού που δεν πίστευα ποτέ πως μπορεί να ξεράσει άνθρωπος. Σχεδόν έβαλα τα κλάματα(ήμουν 42 ετών) και απλά περίμενα αποσβολωμένος...
Πιστεύω, συνέχεια από τότε, πως δεν μας αξίζουν τέτοιοι άνθρωποι. Κι εμείς δεν αξίζουμε σε αυτούς.
Ξαφνικά ακούω από την απέναντι πλευρά (του περιπτέρου) κάποιον να φωνάζει «τι κάνετε μωρέ! Αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο!». Ένα παιδί γύρω στα 30 (δεν θα ξεχάσω ποτέ την μορφή του. Σχετικά ψηλός, αξύριστος, ευπαρουσίαστος με ευγενικό και ταυτόχρονα επιβλητικό πρόσωπο) μας πλησιάζει. Η φωνή του δυναμώνει στα αυτιά μου, εγώ κλαίω κι αυτός φλέγεται, αδυνατώ να κατανοήσω τι κάνει, οι αστυνομικοί προς στιγμήν τα χάνουν. Πίσω έχει αφήσει δύο κοπέλες που τα έχουν χαμένα κι αυτές. Ακολουθεί λεκτικός διαπληκτισμός με τα ΜΑΤ που του λένε να κοιτάξει την δουλειά του, μην μπλέκεται κτλ. Εκείνος απαντά εξαγριωμένος πως ήταν μπροστά και δεν μπορεί να κάνει το μαλάκα, τους λέει απαράδεκτους. Πριν συνειδητοποιήσω ακόμα τι συμβαίνει οι αστυνομικοί είναι τουλάχιστον δέκα εναντίον του, και ξαφνικά τον αρπάζουν και σχεδόν στον αέρα τον κολλάνε στον τοίχο του κτιρίου στην γωνία της Ιπποκράτους 15 μέτρα παραπέρα! Οι φίλες του ουρλιάζουν και τρέχουν να τον σώσουν. Έχουν πέσει πάνω του με λύσσα σχεδόν 20 από αυτούς και τον βρίζουν τον χτυπούν του τραβούν τα μαλλιά. Εκείνος ανέκφραστος με ένα βλέμμα περιφρόνησης τα υπομένει. Οι κοπέλες απωθούνται βίαια. Πανδαιμόνιο και σοκ.
Εγώ μόνος, στο πεντακοσαράκι, λίγα μέτρα πιο κάτω, σοκαρισμένος, κάνω ότι πιο φυσιολογικό πίστευα εκείνη την στιγμή. Ξεκίνησα και σαν να μην συμβαίνει τίποτα έφυγα.Την γλίτωσα σκέφτηκα...
Δεν ξέρω τι έγινε στην συνέχεια. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβη στο παιδί. Αν μόνο ξυλοκοπήθηκε ή κατέληξε σε κάποιο τμήμα και με ποιες κατηγορίες. Ούτε και προσπάθησα να μάθω ποτέ μέχρι τώρα. Το έβαλα στα πόδια. Στην αλληλεγγύη που δέχτηκα απάντησα με τον ωχ-αδερφισμό που το παιδί είχε αρνηθεί λίγο νωρίτερα. Ένας άγνωστος άνθρωπος είχε πάρει κυριολεκτικά την θέση μου στα βρώμικα μυαλά και λερωμένα χέρια εκείνων των άρρωστων «ανθρώπων».
Η ντροπή και ο φόβος που νιώθω από τότε είναι απερίγραπτοι.. Με τρομάζει εκείνη η αντίδραση μου καθημερινά, σε σημείο που αναγνωρίζω πως η καταστολή που υφίσταμαι τελικά από τον «ελεύθερο» τρόπο σκέψης- ζωής μου είναι η χειρότερη μορφή καταπίεσης. Και είναι επιλογή μου!
Πιστεύω, συνέχεια από τότε, πως δεν μας αξίζουν τέτοιοι άνθρωποι. Κι εμείς δεν αξίζουμε σε αυτούς.
Όμως, αυτή η δημόσια κοινοποίηση πέρα από τον αυτοσκοπό της συγχώρεσης και του αυτό-μαστιγώματος θέλω να πιστεύω πως είναι το πρώτο βήμα μου προς μία αλλαγή για ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο...
Αν ποτέ διαβάσεις ή σου μεταφερθεί αυτή η εξομολόγηση μου, μάθε πως το τυχαίο πέρασμα σου ισοπέδωσε την ψευδαισθηση της ευδαιμονίας μου. Νιώθω πλέον διαφορετικός άνθρωπος.
σχόλια