Είμαι στο λεωφορείο με τα ακουστικά. Κάθομαι δυστυχώς διπλά σε μία μαμά με το μικρό της. Κλαίει το άτιμο και δυναμώνω τη μουσική. Έχω βγάλει το αγαπημένο μου μολύβι και ασυναίσθητα σκιτσάρω, όπως πάντα. Μια υπέρ ηρωίδα να ρίχνει μία δυνατή μπούνια σε ένα τεράστιο δεινόσαυρο. Σκιτσογραφώ με τόση μανία που το παιδάκι δίπλα μου παρατηρεί τι κάνω. Σηκώνει το δάκτυλο του και δείχνει το σκίτσο μου. Τα δάκρυα σταμάτησαν. Του το χάρισα. Παράξενο.
Φτάνω στην παραλία, βγάζω τα ρούχα μου, κάνω μια βουτιά και μετά πίνω μπύρες, πολλές μπύρες. Ο ήλιος πέφτει χαμηλά και κοκκινίζει η πλάση από ντροπή. Τον κοιτάω και ηρεμώ κάπως, εκείνος δεν μου έχει μιλήσει όλο το απόγευμα γιατί με ξέρει όταν έχω νεύρα. Το μόνο που έκανε ήταν να καθήσει χάμω και δίπλα μου, χάμω αλλά δίπλα μου. Σήμερα έχασα την υποτροφία. Κοιμάμαι με βαρύ κεφάλι, αύριο πρέπει να πάω για δουλειά. Πρέπει.
Καφές με γάλα, πουκάμισο με τακούνι, γυαλιά ηλίου με μαύρους κύκλους. Αφήνω την τσάντα μου και τρέχω στο διευθυντή να τον ρωτήσω κάτι ανούσιο. Το μόνο που θέλω είναι να δει ότι ήρθα στην ώρα μου, γιατί οι ρουφιάνοι του θα του πούνε άλλα πάλι. Με κοιτάζει, με καλοκοιτάζει, κάνω τη χαζή ξανά, φεύγω. Καθ’ οδών για το γραφείο μου τρακάρω την «κυρία» Μανειώτη. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Δεν γυρίζω καν να την κοιτάξω σε αντίθεση με εκείνη που θέλει να το παίξει υπεράνω αλλά οι πλάγιες, κοφτές ματιές της διαπερνούν άγρια το κορμί σου αφήνοντας ένα ρίγος. Γέλασα. Το είδε. Σήκωσε τη μύτη ψηλά και επιτάχυνε το βήμα της. Παλιότερα τσαντιζόμουν, πλέον γελάω απροκάλυπτα με κάτι τέτοιες συναντήσεις. Όλοι μου λένε ότι είναι καλύτερο εγώ όμως δεν νιώθω έτσι. Φτάνω στο γραφείο ανοίγω τον υπολογιστή, χτυπάνε τα τηλέφωνα, ο καθένας αρχίζει να λέει τα δικά του. Η καθημερινή ζούγκλα σε όλο της το μεγαλείο. Κάπου στις 11:00 πμ έχω ηρεμήσει και ακούγεται ένα «μπαμ». Κάποιος εισβάλει βιαίως στο γραφείο. Είναι η «κυρία» Μανειώτη.
Γιατί δεν έχω πάρει τις καινούργιες προσφορές; Γιατί εχθές φύγατε χωρίς να συμπληρώσετε την ημερήσια αναφορά σας; Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Της απαντάω αλλά στο βασικό ερώτημα, που προφανώς δεν διατυπώθηκε ποτέ, πάλι σιώπησα. Αν και απάντηση θα ήταν κάπως έτσι:
«Ξέρεις πως έχω αποδείξει πολλές φόρες πως είσαι ανίκανη, ξέρεις πως ο λόγος που κάθεσαι στην καρέκλα σου είναι ένα βύσμα και ένα κολλητό τζιν, ξέρεις πως υπόλογος σου, δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου, να γίνει ποτέ και αυτό σε τρομάζει. Γιατί πολύ απλά σημαίνει πως κάποια μέρα πιθανόν να γίνεις εσύ. Ξέρεις ότι ξέρω πως νιώθεις λίγη».
Τέλειωσε και το σήμερα. Σπασμωδικά. Άτσαλα. Μη παραγωγικά. Άχρωμα. Η παραπάνω πράξη του έργου «Η δουλειά μου ένας οίκος ανοχής» έχει ανέβει πολλές φορές. Ανοχή σε κόμπλεξ, ανασφάλειες, ημιμάθειες και βιτρίνες της «κυρίας» Μανειώτη. Ανοχή σε υποκειμενικές αποφάσεις του διευθυντή προς την πλευρά της. Ανοχή σε οποιαδήποτε κίνηση ή προσπάθεια, τέλος πάντων, μείωσης της Μάνιας. Κουράστηκα. Βλέπω το παράθυρο κάθε μέρα να μικραίνει όλο και πιο πολύ. Θα κλείσει. Και αν όχι θα μπει η κρίση από αυτό να μας θερίσει σαν αγιάζι. Τέλμα.
Σαν αυτό που φτάνει κάθε καλοκαίρι, όταν βλέπεις τη θάλασσα να μην σε καλοδέχεται με θέρμη και να σου λέει με τον τρόπο της άσε με να κοιμηθώ, έστω και αν έχω εφιάλτες. Πέρασε και αυτό το καλοκαίρι και όλα έχουν γίνει μαρμάρινα αγάλματα. Δεν αλλάζουν, δεν σου μιλάνε, απλά ξεθωριάζουν στο χρόνο. Ο ίδιος ανθρώπινος εξευτελισμός στο γραφείο, η ίδια δεύτερη δουλειά, η ίδια «οικονομική στενώτης», που λέει και η γιαγιά μου, οι ίδιες τύψεις που την Αρχιτεκτονική την ψευτοδιαβάζω, η ίδια γκριμάτσα στα πρόσωπα πολλών φίλων μου που τους λέω πως θα παραιτηθώ από τη δουλειά γιατί δεν αντέχω άλλο. Το ξέρω ότι θα πεινάσω.
Καλά είσαι τρελή; Εν μέσω κρίσης θα παραιτηθείς; Βρες κάτι άλλο και μετά.
Είσαι αχάριστη άλλοι δεν έχουν δουλειά και εσύ παραπονιέσαι.
Κάνε λίγο υπομονή, μπορεί να φτιάξουν τα πράγματα.
Και εκεί είναι που τρελαίνομαι, εκεί είναι που νιώθω λεπρή. Μόνο εγώ σκέφτομαι έτσι; Και επειδή έχουμε κρίση; Δεν θα προσπαθήσουμε ξανά για τίποτα; Δεν θα ευχηθούμε ξανά τίποτα; Δεν θα ξημερώσει αύριο για τίποτα; Δεν θα ξαναγελάσουμε με τίποτα; Δεν θα ξαναζητήσουμε τίποτα;
Δεν ξέρω. Το μόνο για το οποίο μέχρι στιγμής είμαι σίγουρη είναι πως ο άνθρωπος από τη φύση του έχει τάση προς τον πεσιμισμό γιατί η αισιοδοξία ως βίωμα προφανώς θέλει πολύ πιο μεγάλο ποσοστό αυταπάρνησης για να επιτευχθεί. 8:00 μμ, στο φθινοπωρινό μου μπαλκόνι .
Πήγε 11:00 πμ, χωρίς καφέ. Χτες δούλευα στο μαγαζί μέχρι το πρωί, άργησα να ξυπνήσω και έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Έχω φορτωθεί πολλά και μέσα σε όλα πρέπει να συνεργαστώ με τον «Παρά του διευθυντή». Ατυχία. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο με τόση μεγάλη ροπή στο γλείψιμο. Είναι τόσο ανασφαλής και παντογνώστης που, ενώ έχει το υπόβαθρο να σταθεί αξιοπρεπώς στο χώρο εργασίας του, με τις κινήσεις του υποβιβάζει αυτόματα τον εαυτό του.
Οι φράσεις «Κατίνα της γειτονιάς», «κολλημένος σαν βδέλλα», «ρουφάνιος του αφεντικού» και «αγενής χωρίς τρόπους» ωχριούν μπροστά στο ρόλο που αυτοκαλείται κάθε μέρα να ενσαρκώσει. Η κινησιολογία του είναι ένα ποίημα που τρέχει αβίαστα στο χώρο για όλους και στοχεύει μόνο στο να δείξει στον Αγαπημένο του διευθυντή πως είναι εδώ και δουλεύει, και κοπιάζει, και αντέχει και αγχώνεται για το μέλλον της εταιρείας. Μπαρούφες δηλαδή. Απλά φοβάται μην το διώξει και κάνει τον καραγκιόζη. Μεταξύ μας είναι ο τελευταίος που θα έφευγε από τη δουλειά γιατί όντως είναι εργατικός και αποτελεσματικός, δεν είναι σαν την «κυρία» Μανειώτη, αλλά αυτοδιοπομπεύεται. Πράξη που αυτόματα από αποτελεσματικό σαν εργαζόμενο σε κάνει προβληματικό σαν προσωπικότητα. Και αυτά τα δύο δεν συμβαδίζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Κ. Πέττα σας έδειξα το πρωτόκολλο, μέχρι την Παρασκευή τα θέλω στο γραφείο μου.
Μάλιστα κ. Κάντζαρε.
Αν και λόγω του νεαρού της ηλικίας σας και δεδομένου της απειρίας σας δεν καταλαβαίνω γιατί σας ανατέθηκαν.
Εντολή του ανωτέρου κ. Κάντζαρε.
Να είστε προσεκτική.
Πάντα είμαι κ. Κάντζαρε, για αυτό άλλωστε και μου ανατέθηκαν. Πιθανόν.
Με αγριοκοίταξε για την αυθάδεια μου, του χαμογέλασα και έφυγα.
Μισογύνη. Ψιθύρισα
Ο αδελφός του είναι πρωτοπόρος στη δουλειά του και τον έχει σαν πρότυπο. Έτσι τουλάχιστον λέει γιατί υποσυνείδητα τον ανταγωνίζεται, μάλλον ήταν μια ζωή δεύτερος γιος, το δεύτερο παιδί, ο δεύτερος. Στην προσπάθεια του, λοιπόν, να αποδείξει πως είναι, έστω και για ένα λεπτό καλύτερος, αντί να προβάλει τα προσόντα του προβάλλει τα συμπλέγματα κατωτερότητας που προφανώς έχει αποκτήσει από όλη αυτή την εσωτερική και αφανή πάλη.
Ήρθε η Παρασκευή. Η δουλειά μου είναι έτοιμη, αρχειοθετημένη και καταγεγραμμένη σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Χτυπάω στο γραφείο του κ. Κάντζαρου, σιωπή. Πάω να τα αφήσω στο διευθυντή.
Ευχαριστώ Μάνια, τα ξεφυλλίζει με φωνή ικανοποίησης.
2:00 μμ, έχω πολύ καλή διάθεση! Κτυπάει το τηλέφωνο.
Μάνια έλα λίγο στο γραφείο, ο διευθυντής.
Μάλιστα. Πείτε μου, πέταξα.
Ήταν μαζί με τον κ. Κάντζαρο.
Θέλω κάποιες διορθώσεις σε αυτά τα σημεία που έχω υπογραμμίσει.
Βεβαίως.
Τα παίρνω και δεν καταλαβαίνω που είναι το πρόβλημα, έχω μια απορία στους μορφασμούς μου καθώς παρατηρώ της σημειώσεις
Δεν ακολούθησες καλά το πρωτόκολλο.
Αποκλείεται, έκανα ότι μου είπε ο κ. Κάντζαρος.
Γυρίζει και βλέπει με απορία τον κ. Κάντζαρο.
Ψεύδεστε κ. Πέττα, εγώ δεν σας καθοδήγησα με αυτόν το τρόπο, οι κόρες των ματιών του κοντεύουν να εκραγούν.
Ορίστε; Μάλλον εσείς ψεύδεστε κ. Κάντζαρε, κοκκινίζοντας από τα νεύρα μου.
Ακολουθεί τουλάχιστον ένα δίλεπτο λογομαχίας άνευ ουσίας με τον διευθυντή να κάνει το διαμεσολαβητή, χωρίς επιτυχία, μέχρι που χτυπάει η πόρτα. Ήταν η «κυρία» Μανειώτη. Απέκτησα ξαφνικά ένα σφίξιμο στο στήθος. Είχε μία έπαρση στον αέρα της και μία θανατηφόρα αύρα.
Κ. Μιχάλη, συγγνώμη για τη διακοπή αλλά άκουσα τις φωνές σας και νομίζω πως πρέπει να παρέμβω για το καλό της εταιρείας. Ο κ. Κάντζαρος είναι ήλιου φαεινότερο πως έχει δίκιο, είναι χρόνια στην εταιρεία και ξέρει πώς να διαχειριστεί τέτοια πρωτόκολλα. Από την άλλη η κ. Πέττα έχει δείξει κάποια σημάδια ανευθυνότητας που είναι άνευ προηγουμένου. Για παράδειγμα η τελευταία επένδυση που έφτασε στην εταιρεία εκ μέρους της ήταν ένα υπέρογκο ποσό, που δεν ξέρω αν και πόσο θα είναι επικερδής βραχυπρόθεσμα.
Είχα μείνει και την κοίταζα ανέκφραστη. Είχα κολλήσει. Ευχόμουν να είμαι παρατηρητής στη ζωή μου και όχι πρωταγωνιστής. Είχε στεγνώσει ο λαιμός μου και είχα ένα κόμπο, όχι γιατί δεν ήξερα τι να πω, απλά γιατί δεν πίστευα πως το θράσος ενός ανθρώπου μπορεί να γίνει χείμαρρος και να προσπαθήσει να σε πνίξει.
Δεν σας καταλαβαίνω «κυρία» Μανειώτη, δεν εγκρίνατε προφορικά την τελευταία επένδυση πριν τη στείλω; Τι ανακρίβειες είναι αυτές;
Υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου.
Εγώ δεν την είδα λεπτομερώς, εσύ την οριστικοποίησες και είσαι υπεύθυνη και επισήμως.
Με μια ηρεμία.
Μα την αναλύσαμε μαζί βήμα βήμα και δεν εξέφρασες καμία αντίρρηση στο να προχωρήσω.
Άρχισα σιγά σιγά να σηκώνομαι από την καρέκλα μου.
Οι νέες ιδέες πρέπει να επιβραβεύονται αλλά όχι πάντα και να υλοποιούνται.
Με σοφιστικέ τόνο.
Με εμπαίζετε.
Πλέον ήμουν όρθια και είχα καρφώσει το βλέμμα μου πάνω της.
Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Απλά ας ενημερώσω το κ. Μιχάλη ενώπιων όλων σας, πως μία από τις θυγατρικές της εταιρείας, όπου επενδύσαμε, στην Πορτογαλία κήρυξε πτώχευση λόγω κρίσης. Δεν ξέρω αν θα υπάρξουν και άλλες σαν φαινόμενο ντόμινο, ας ευχηθούμε όλοι πως όχι. Και τώρα πρέπει να φύγω, με συγχωρείτε, η δουλειά στο γραφείο με περιμένει.
Δεν άκουσα πόρτα να κλείνει, είχα γυρίσει και κοίταζα το παράθυρο. Ο κ. Κάντζαρος είχε πλέον εξασφαλίσει το δίκιο του και τα μάτια του δεν έτρεμαν. Άρχισα να κάθομαι σιγά σιγά μέχρι που άκουσα:
Μάνια, δεν έγινε τίποτα. Απλά θέλω να είσαι πιο προσεκτική.
Ήταν ο διευθυντής.
Ακούγεται καθησυχαστικό αλλά δεν είναι. Δεν με κοίταζε όταν το ξεστόμιζε, μάλλον ήθελε να μας ξεφορτωθεί. Δεν ήθελε άλλες φωνές στο γραφείο του. Απομυζούσαν το χώρο σε αντίθεση με την πλούσια κόκκινη μοκέτα του.
Σηκώθηκα, πήρα το λεωφορείο, έκλαιγα στη διαδρομή, πήγα στα παιδιά να τους πω τον πόνο μου αλλά για αυτούς ήταν ένα άλλο «γράψε τους όλους κανονικά». Τόσες φορές τα έχουν ακούσει και αυτοί. Εκείνο το βράδυ ήπια πολύ. Είχα κάτσει πάνω στο μπαρ και ζωγράφιζα την «κυρία» Μανειώτη σαν μία γελοιογραφία. Ήταν αδύνατη σαν οδοντογλυφίδα και οι φωνές τις έπεφταν σαν αστραπές. Ο μπάρμαν το είδε, γέλασε και μου είπε:
Να το πάρω να το βάλω δίπλα στη γελοιογραφία της Μέρκελ, εκεί στη γωνία στο μπαρ;
Και δεν το παίρνεις.
Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα σοβαρά να φύγω έξω, οπουδήποτε είναι καλυτέρα. Πήγα σπίτι. Δεν κοιμήθηκα καλά εκείνο το βράδυ. Δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το βράδυ. Εφιάλτες, σκέψεις, όνειρα τσαλακωμένα.
(συνεχίζεται…)
σχόλια