Στέκομαι όρθια στο μπαλκόνι και περιμένω να μου φωνάξει από την ταράτσα αν είναι αυτό το καλώδιο της τηλεόρασης που ψάχνουμε, έχω αφαιρεθεί και κοιτάζω αλλού ντ' αλλού και ο λογισμός μου τρέχει σε 'κείνον, σε διάφορα. Κολλημένη στο έδαφος που ο ήλιος, μετά από κάμποσες μέρες, τσουρουφλίζει την άσφαλτο. Μια γιαγιά περνάει από το δρόμο και μου φωνάζει καλημέρα. Της ανταποδίδω και με χαμόγελο μου φωνάζει πως αναρωτιόταν αν έπρεπε να μου μιλήσει γιατί από απόσταση με έβλεπε αφηρημένη. Της χαμογελάω. Ντύνομαι να φύγω, να βγω στο δρόμο, να περπατήσω. Το καλώδιο δεν βρέθηκε. Γιοκ η τηλεόραση κι απόψε. Σημάδι θα είναι από κάπου για να τελειώσω εκείνον τον Έσσε που παλεύω μέρες τώρα. Βγήκα στον κεντρικό, πέρασα απέναντι και κατέβηκα στην παραλία, περπάτησα για λίγη ώρα και η αυθεντική αλμύρα έπνιξε τα ρουθούνια μου. Κάτι βάρκες ξεχασμένες σε μια άκρη και οι παππούδες που ψαρεύουν συμπληρώνουν την εικόνα στο μυαλό μου. Ρωτάω αν έχουν καλή ψαριά και μου φωνάζουν "όχι, όχι κορίτσι μου" και την ίδια στιγμή σηκώνουν στον αέρα ένα τεράστιο ψάρι... Τι παράλογη λογική σειρά!
Συνεχίζω να περπατώ με μια αίσθηση ελευθερίας. Ο αέρας παίρνει τα μαλλιά μου και η αλμύρα δεν με αφήνει να ησυχάσω, θέλω να γδυθώ να πέσω στην αγκαλιά της θάλασσας. Άρχισα επιτέλους να βλέπω μια θετική πλευρά αυτής της πόλης, να βρίσκω ένα ρυθμό, να αποκτώ μια ρουτίνα δική μου, ολόδική μου, να ξέρω πως οι τοίχοι δεν θα με συμπήξουν σήμερα, δεν θα μικρύνει άλλο ο κόσμος. Σε σκέφτομαι,σε όλα αυτά βάζω την δική σου πινελιά. Είναι που μου λείπεις και δεν συνήθισα την απουσία σου; Είναι που ξέρω πως σε τρεις μέρες θα έρθεις; Δεν ξέρω. Ίσως φταίει που ο ήλιος ασταμάτητα βγαίνει κάθε μέρα και με σπρώχνει να σηκωθώ από το κρεβάτι και να ξεχυθώ έξω, να ψάξω μια νέα πρόκληση.
Γνώρισα ένα παιδί που περιπλανιόταν μόνος με το ποδήλατό του. Μου ζήτησε να κάνουμε λίγη παρέα, καθίσαμε σε μια άκρη και τα κύματα σκάγανε σχεδόν στα πόδια μας, οι γλάροι μας κατασκοπεύανε από ψηλά για πολλή ώρα. Μιλήσαμε για διάφορα, για παλιά, για τώρα. Πάλι για σένα ήθελα να του μιλήσω, να του πω τι όμως; Σε ανέφερα από την προσμονή και την αγωνία, ότι έρχεσαι μεθαύριο και στα μάτια μου μάλλον θα έβλεπε φλόγες. Ανυπομονησία. Χαμογέλασε. Πλάκα είχε που δύο ξένοι σε μια ξένη πόλη γίναμε γνωστοί. Έτσι απλά. "Θες να κάνουμε παρέα;" όπως στο νηπιαγωγείο, παλιά, στο χωριό μου όπως το λένε οι πρωτευουσιάνοι.
Θες η Άνοιξη που έφτασε εδώ πάνω, θες που συνήθισα τον ήχο του κρεβατιού όταν αλλάζει πλευρό η διπλανή, θες που πηγαίνω κάθε μέρα στην ίδια καφετέρια; Δεν είμαι σίγουρη τι από όλα πάντως σαν να μπαίνουν σε σειρά οι νύχτες και οι μέρες. Τα καθημερινά καθήκοντα, τα πρέπει και τα θέλω, οι ημερομηνίες στο ημερολόγιο και οι λεπτοδείκτες του ρολογιού μου.
Θέλω να έρθεις κοντά μου, να σου πω πως νιώθω και να γελάσω πολύ δυνατά όπως συνηθίζω όταν είμαι μαζί σου. Να φάμε πολύ παρ' ότι και οι δύο κάνουμε δίαιτα και να πιούμε σε μπαρ ενώ δεν πίνουμε. Θέλω να τρέξουμε στην θάλασσα με γυμνά πόδια και τα φύκια να μπερδεύονται σαν μεταξωτές κορδέλες στους αστραγάλους μας και να φωνάζεις πως θα κρυώσουμε και να μην σε ακούω. Οι μέρες θα περάσουν, οι νύχτες θα ξημερώσουν κι εγώ θα έρθω πάλι στην αγκαλιά σου να σου ψιθυρίσω.. "αγαπάκι μου, ξύπνα, τελειώνει η ταινία, είδες άραγε καθόλου;"...