Η πορσελάνινη κούκλα****

Η πορσελάνινη κούκλα**** Facebook Twitter
0


Aυτή η πόλη είναι γεμάτη μαγαζάκια με μαριονέτες, σκέφτεται. Χαζεύει με τις ώρες εδώ και μέρες τα σχέδια, την άκαμπτη και αδιάλλακτη έκφραση που έχουν στο πρόσωπο τους. Κάτι την σταματάει από το να αγοράσει μια, ίσως να φταίει το δωμάτιο στο πατρικό της σπίτι που έχει ήδη τέσσερεις σκορπισμένες σε διάφορα σημεία. Η μάνα της αγαπούσε τις μαριονέτες και τα παραμύθια. Πως να μη μυηθεί λοιπόν από μικρή, πως να μην αγαπήσει και αυτή την παραμυθούπολη και ότι την αποτελεί; Αλανιάρα η μάνα, αδέσποτη η κόρη, περπατάει στα πλακόστρωτα και σιγοτραγουδάει Hit the road Jack κρυφογελώντας...


Είναι Κυριακή, μετά από ατελείωτο περπάτημα καταλήγει σε μια μικρή πλατεία γεμάτη κόσμο και πάγκους με λογής, λογής πραγματάκια και μπιχλιμπίδια. Φρούτα, γλυκά, ξύλινα παιχνίδια, τουριστικά είδη. Κοντοστέκεται, κάτι της τράβηξε το βλέμμα. Είναι ένας πάγκος με πορσελάνινες κούκλες. Φοράνε όμορφα ρούχα, με μικρές λεπτομέρειες. Τις κοιτάει σχεδόν μαγεμένη. Μια από δαύτες φοράει κασκέτο ασορτί με καρό παλτό. Καφετί φουστάνι με πασμίνα σε απόχρωση χρυσαφί. Δερμάτινα παπουτσάκια και τσάντα κεντημένη. Δε το πολυσκέφτεται, την αγοράζει. Με παιδικό ενθουσιασμό επιστρέφει στο ξενοδοχείο. Ανοίγει προσεκτικά το κουτί της. Είναι δική της, την κρατάει στα χέρια της ευλαβικά και ξαφνικά η χαρά σβήνει.


Γιατί θυμάται...


Τις τεράστιες κούκλες που της αγόραζε ο πατέρας της όταν ήταν μικρή. Κατέληγαν πασαλειμμένες με μπλε στυλό στο πρόσωπο και πετσοκομμένα μαλλιά. Ήταν τόσο εντυπωσιακές, τόσο εξωπραγματικές μέσα στα υπέροχα φορέματα τους και αυτή τόσο μικροσκοπική και απόκοσμη. Ζούσε σε ένα σπίτι που η λάμψη δε την ακουμπούσε, λες και ήταν σκεπασμένη με σκόνη. Υπήρχαν σύννεφα μέσα στο σπίτι, πολλά και τεράστια, χανόταν μέσα σε αυτά, γινόταν αόρατη από όλους εκεί μέσα, κανένα κλάμα πότε γοερό και πότε σιωπηλό δεν ήταν αρκετό για να την προσέξουν. Μισούσε τις κούκλες, τις σακάτευε και ήταν ο μοναδικός τρόπος διαμαρτυρίας, εξεγερσης και προσωπικής της επανάστασης. « Έλειψες καιρό πατέρα ήθελε να του πει. Δε ξέρεις τίποτα για μένα.» Περνούσε τον καιρό της κάνοντας ποδήλατο στην αυλή. Τα γόνατα της ήταν μονίμως ματωμένα, και τα σημάδια αργότερα η ζωντανή απόδειξη ότι υπήρξε παιδί και ας μη το χόρτασε όσο θα ήθελε. Στα μάτια του πατέρα φάνταζε το κορίτσι με τις κούκλες, εκείνη όμως προτιμούσε να ακούει το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια, να κολυμπάει μαζί του, να παίζουν μπάσκετ και με ιερή προσήλωση να παριστάνει τον μπαρμπέρη που τον σαπουνίζει και τον ξυρίζει με τα παιδικά της δάχτυλα.


Αγκαλιάζει την κούκλα και βουρκώνει. Βλέπει την αντακλαση της στον καθρέφτη απέναντι. « Μεγάλωσα πατέρα ψελλίζει. Τόσο ώστε να μπορώ να φεύγω μακριά με ένα σάκο στον ώμο και συντροφιά την φωτογραφική μου. Μιλάω με εικόνες πλέον, οι λέξεις όσο περνάει ο καιρός μου φαίνονται όλο και πιο φτωχιές» Για μια στιγμή, στα κρυφά, χωρίς να τη βλέπει κανείς γίνεται πάλι παιδί. Για μια στιγμή επιτρέπει στον εαυτό της να γίνει το κορίτσι με τις πορσελάνινες κούκλες. Την ακουμπάει ευγενικά στο κομοδίνο. Αρπάζει τη φωτογραφική και βγαίνει έξω. Η πόλη την περιμένει...

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ