Oι φλόγες έχουν αρχίσει να φουντώνουν,να θεριεύουν. Γιά κάποιο ανεξήγητο λόγο έχω ακινητοποιηθεί. Παρατηρώ τις κοκκινοπορτοκαλί φλόγες να τυλίγουν ολόσωμο το δέντρο. Ακούω το τσιρτσίρισμα της φωτιάς να το κατασπαράζει. Είναι απόκοσμο να νιώθω την ζέστη αυτή μόνον στην μπροστινή μεριά του σώματος μου. Τα μάτια μου δακρύζουν από την αρχικά συγκινητική ζεστασιά που με τυλίγει. Κλάματα αβίαστα με κυριεύουν. Και γω εκεί ακίνητη να παρακολουθώ το κυπαρίσσι να'χει γίνει ολόκληρο μιά κοκκινοπορτοκαλί φλόγα. Μιά κοκκινοπορτοκαλί φλόγα με κάποια κενά που δημιουργούνται από τα αποκαμένα μέρη του.Πέφτουν καταγής,πάνω στο πέτρινο χώμα,πεθαμένα,ανήμπορα, κομμάτια,στάχτες.
Ξαφνικές εκρήξεις από τα φλεγόμενα κυπαρισσόμηλα μου υπενθυμίζουν ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να προστατευτώ. Εκτινάσσονται σε απόσταση μεγάλη, μέχρι και δεκαπέντε μέτρων από το πορτοκαλί δέντρο. Μοιάζουν σαν μικρές,σε μέγεθος μπάλας του γκολφ, πυρακτωμένες οβίδες. Λαμπυρίζουν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Είναι σαν να βλέπω μικρές οβίδες πολέμου να εκτοξεύονται από ελεύθερους σκοπευτές χωρίς συγκεκριμένο στόχο μα με απώτερο σκοπό τον θάνατο. Παρόλα αυτά εγώ εκεί ακίνητη και αυτοκτονικά σχεδόν άφοβη, εφτά περίπου μέτρα σε απόσταση από το κυπαρισσάκι,να στέκω και να το παρακολουθώ . Σαν να μην πιστεύω ότι αυτή η κολασμένη ζέστη είναι μιά πραγματικότητα. Σαν να παρακολουθώ μιά ταινία. Ακίνητη παρατηρώ με τον νου μου την απόλυτη και συνδυαστικά τέλεια συμμετοχή και των πέντε αισθήσεων μου. Περνούν δίπλα μου οι φλεγόμενες μικρές πυρακτωμένες οβίδες. Ακούω τις εκρήξεις τους. Κάποιες από αυτές περνούν τόσο πολύ κοντά μου που άκουω το σφύριγμά τους στον αέρα.Τις μυρίζω. Ακούω το πέσιμό τους, το σημείο που καταλήγουν δημιουργώντας καινούργιες, μικρές αλλά δυνατές εστίες φωτιάς, πυρκαγιάς. Και ενώ οι μικρές αυτές πυρακτωμένες μπάλες γίνονταν όλο και πιό πολλές το κυπαρίσσι είναι μιά μπάλα καπνού. Ένας πυκνός, μαύρος, καφετίς καπνός, που είναι συνδυασμός από ένα βαρύ και καθόλου ευχάριστο, ανησυχητικό, βλαβερό,αρρωστημένο άρωμα πυρκαγιάς και από ένα δροσιστικό εσάνσς αρώματος κυπαρισσιού, γαργαλάει βασανιστικά τα ξεραμένα μου ρουθούνια. Αναπνέω με δυσκολία.
Μικρό παιδί, μικρό κοριτσάκι πεταγόμουν από τους πολύ συχνούς εφιάλτες μου. Εφτά λεπτά αργότερα και ενώ ήμουν ξύπνια μιλούσα σε μιά γλώσσα στην μάνα μου που την τρόμαζε. Χρησιμοποιούσα μιά γλώσσα και μιά άρθρωση που ήταν σίγουρα εκτός τόπου αλλά σίγουρα και εκτός χρόνου. Ένιωθα τότε ότι η πραγματικότητά μου ήταν τα όνειρά μου και ο χρόνος είχε μιά άλλη ποιότητα, σαν να μην υπήρχε πριν και μετά, σαν να ήταν όλα τώρα.
Όσο περνάει η ώρα το ψηλό δέντρο κονταίνει και τα κομμάτια του, νεκρές στάχτες, πέφτουν στο χώμα. Η ζέστη γίνεται όλο και πιό ανυπόφορη. Και γω εκεί να στέκω σαν το μικρό κοριτσάκι που δεν πιστεύει ότι ο πατέρας του πέθανε. Τα ξεραμένα πλέον από το κλάμα μάτια μου λαμπυρίζουν και το πρόσωπό μου από την φλόγα καίγεται. Νιώθω τα πρώτα εγκαύματα να ξεραίνουν, να αφυδατώνουν, να λιώνουν το δέρμα του προσώπου μου. Η μύτη μου έχει ξεραθεί. Αναπνέω τόσο λίγο οξυγόνο,ίσα γιά να επιβιώνω, όχι όμως γιά πολύ. Τα μαλλιά μου καίγονται. Μιά πρώτη έντονη μυρωδιά σάρκας μου υπενθυμίζει τις γαστριμαργικές μου προτιμήσεις. Οι τρίχες από τα χέρια μου έχουν όλες ολοσκαιρώς καεί. Το κυπαρίσσι έχει κοντύνει. Έχει φτάσει στο ύψος μου και έχει γίνει μιά τεράστια μπάλα φωτός. Εκπέμπει την πιό δυνατή φλόγα που θα μπορούσα να αντέξω. Παρακολουθώ το θέαμα της καταστροφής,το θέαμα του θανάτου,ενός θανάτου που με προκαλεί, με προσκαλεί να συμμετάσχω. Το οξυγόνο που αναπνέω είναι ελάχιστο. Τα μάτια μου πλέον δεν διακρίνουν τίποτα άλλο εκτος από κοκκινοπορτοκαλί χρώματα,ένα κοκκινοπορτοκαλί ορίζοντα. Ακούω μόνον τις ανάσες ,τις φωνές και τις εκρηκτικές κραυγές της φωτιάς. Νιώθω μόνον την ζέστη της. Το σώμα μου,το πρόσωπό μου δεν υπάρχει πιά. Ναι το πρόσωπό μου εξαυλώθηκε.Τα μαλλιά μου,τα δόντια μου δεν υπάρχουν. Παρατηρώ τα χέρια μου να κρατούν κοκκινοπορτοκαλί φλόγες. Ανεβαίνουν προς τα πάνω. Με κυριεύουν.Έχω μετατραπεί σε μιά κοκκινοπορτοκαλί φλόγα. Καίγομαι. Είμαι όλη μια κοκκινοπορτοκαλί φλόγα. Απέναντι μου οι τελευταίες στάχτες από το κυπαρίσσι αχνοφαίνονται και καπνίζουν.
Πετάχτηκα.
-Βλέπω φωτιά.Βλέπω πυρκαγιά.Καίγομαι,ούρλιαξα μέσα στην νύχτα,μέσα στο κατασκότεινο δωμάτιο μου.
-Τυφλώνομαι από την φωτιά,συνέχισα να ουρλιάζω σαν σε παραλήρημα. Έκανα μιά προσπάθεια να ανάψω το φως. Το μουδιασμένο, από τον ύπνο χέρι μου τρέμοντας γύρισε τον διακόπτη. Φως πλημμύρισε το δωμάτιο μου .Ένα όμως φως χωρίς καμμιά ποιότητα. Ένα φως που με γέμισε με περισσότερη αγωνία και ερωτηματικά. Κλείνω τα μάτια μου και τα ξανανοίγω αμέσως .Δίψαγα. Τα αριστερό μου χέρι ήταν τόσο μουδιασμένο που δεν είχε καμμιά αίσθηση ζεστού η κρύου. Άρχισα να το κινώ νευρικά, ανοιγοκλείνοντας την παλάμη μου και παίζοντας τα δάκτυλά μου. Σιγά σιγά άρχισα να νιώθω τσιμπήματα σαν από βελόνες. Συνέχισα την γυμναστική, ενώ στο μυαλό μου έρχονταν στιγμές από την φωτιά,από την πυρκαγιά. Ένιωσα στιγμιαία πάλι τον ίδιο εφιάλτη. Την πραγματικότητα σαν όνειρο και τον εφιάλτη σαν πραγματικότητα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το πού βρίσκομαι, το τί είναι ή δεν είναι πραγματικότητα. Χάθηκα. Χάνομαι. Υπήρξαν, υπάρχουν στιγμές στην ζωή μου που έχανα, που χάνω την επαφή, την σχέση μου με τον χρόνο ,αλλά και με τον τόπο. Μικρό παιδί, μικρό κοριτσάκι πεταγόμουν από τους πολύ συχνούς εφιάλτες μου. Εφτά λεπτά αργότερα και ενώ ήμουν ξύπνια μιλούσα σε μιά γλώσσα στην μάνα μου που την τρόμαζε. Χρησιμοποιούσα μιά γλώσσα και μιά άρθρωση που ήταν σίγουρα εκτός τόπου αλλά σίγουρα και εκτός χρόνου. Ένιωθα τότε ότι η πραγματικότητά μου ήταν τα όνειρά μου και ο χρόνος είχε μιά άλλη ποιότητα, σαν να μην υπήρχε πριν και μετά, σαν να ήταν όλα τώρα.
Κλείνω το φως. Καλύτερα έτσι, σκέφτομαι.Το δωμάτιο μου είναι καλύτερο σκοτεινό. Κλείνω τα μάτια μου. Σκέφτομαι ότι διψώ. Βαριέμαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δειλιάζω να πάω να πιώ νερό.Παραμένω με κλειστά τα μάτια μου. Φως άρχιζει να κατακλύζει το απόλυτο σκοτάδι των κλειστών μου βλέφαρων. Παραμένω με κλειστά τα μάτια. Ένα φώς παίρνει την μορφή της φλόγας, της φωτιάς. Δυναμώνει και όσο δυναμώνει με παίρνει μέσα της. Αποκοιμιέμαι. Βλέπω φωτιά. Βλέπω φωτιά να έρχεται. Κατακλύζει τα πάντα. Ζέστη, συγκινητικά αφόρητη ζέστη με κατακλύζει. Όλα είναι φωτιά, όλα είναι φως. Βλέπω φωτιά. Φωτιά κατακλύζει τα πάντα.