Κλειδώνεις την πόρτα του δωματίου, φοβάσαι να μην σου κλέψει κάποιος τις σκέψεις, τα όνειρα, την ζωή που ζεις, αυτήν που κατάφερες με τόσο κόπο να κρατήσεις ζωντανή , όση ζωή μπόρεσες. Στριφογυρνάς στο κρεβάτι κάνεις τον απολογισμό σου κοιτάς τα λάθη σου μόνο αυτά . χάνεσαι . βουρκώνεις . Σηκώνεσαι το πρωί, νιώθοντας ένα βάρος μέσα σου κάτι σε κρατάει, κάτι δεν σε αφήνει να σηκωθείς, να περπατήσεις, να ανασάνεις, να ζήσεις.
Νιώθεις πως κάπου έχεις χαθεί. Νομίζεις πως ξεχάστηκες και δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Απομακρύνεσαι από τους φίλους σου, δεν απαντάς σε τηλέφωνα χάνεσαι σε σκέψεις, κοιτάς το παρελθόν σου και λυγίζεις , ο θυμός σε κατακλύζει. Άλλαξες. Προχωράς, χωρίς να διαχειρίζεσαι το σώμα σου. Το βλέμμα σου ναρκωμένο, κενό.
Μπαίνεις στο μετρό κοιτάς για λίγο γύρω σου, σταματάς να σκέφτεσαι φοβάσαι πως κάποιος θα ακούσει τις πιο κρυφές σου σκέψεις, τις ενοχές σου. Επικρατεί ησυχία, κανείς δεν μιλά, κανείς δεν σε κοιτάει στα μάτια όλοι είναι σκυθρωποί , μόνοι, σκέφτονται, δεν χαμογελούν και όταν κάποιος μιλήσει όλοι κοιτούν σαστισμένοι «κάποιος μίλησε κάποιος έσπασε την σιωπή» δεν δίνουν σημασία στο τι λέει, δεν ενδιαφέρονται πια, απλά κοιτούν τα χείλη που κινούνται με ορμή σκίζοντας την σιωπή. Νιώθεις μουδιασμένος, πνίγεσαι βγαίνεις βιαστικά, τρέχεις όσο πιο γρήγορα γίνεται στην πιο κοντινή έξοδο. Κοιτάς ψηλά. εισπνέεις βάναυσα όσο οξυγόνο μπορείς . Το μούδιασμα δεν έχει φύγει, αισθάνεσαι κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, αδύναμος. Αποφασίζεις να γυρίσεις πίσω στο σπίτι να κλειδωθείς στον εαυτό σου, να χαθείς στις σκέψεις σου, να μην νιώθεις πόνο, να μην βλέπεις, να μην ακούς, να μην αισθάνεσαι τίποτα, μόνο την θλίψη που ζεις.
Και εκεί που είσαι ναρκωμένος, απαθής, έτοιμος να τα παρατήσεις, κάτι σε κάνει να θέλεις να τα αλλάξεις όλα ,να παλέψεις για εσένα, γι' αυτούς που έχασες, γι' αυτούς που κέρδισες, γι' αυτούς που αγάπησες , που πλήγωσες, γοήτευσες και απογοήτευσες, να παλέψεις για την ζωή , αυτήν , που έχασες, που ξέχασες που δεν άφησες να ζήσεις.