Το ημερολόγιο ενός executive της «γενιάς των 700 ευρώ».

Το ημερολόγιο ενός executive της «γενιάς των 700 ευρώ». Facebook Twitter
0



Κάπου στην Αθήνα

 

Είναι ακόμα Κυριακή. Μελαγχολία κυριακάτικη. Περίπου 3. Αυτή την ώρα αύριο, θα σβήνω το τέταρτο μετρημένο τσιγάρο.

Είναι το αύριο, είναι Δευτέρα πρωί ή Τετάρτη, μέσα του μήνα ή αρχή ή τέλος, δεν έχει πραγματικά σημασία. Είναι μια μέρα απολύτως ίδια με όσες προηγήθηκαν ή έπονται, μια μέρα που μοιάζει αιωνιότητα. Είναι οι πρώτοι μου μήνες στην πρώτη μου δουλειά. Είναι το αύριο και είμαι στο λεωφορείο. Στάση. Αποβιβάζομαι κακόκεφη.

 

Κάπου στο Χαλάνδρι. Στη «στρούγκα»


Σα στρούγκα είναι εκεί μέσα. Το ίδιο το αφεντικό τους το λέει κατάμουτρα κάθε μέρα, όχι θα ντραπεί; Μα πως δεν ντρέπεται; Κι αυτοί, μήπως οργίζονται; Δεν έχει καν φως εκεί μέσα. Η λάμπα ανάβει  πάνω από το κεφάλι τους από νωρίς το πρωί, ως την ώρα που φεύγουν, νύχτα πια. Όλες αυτές τις ώρες κάθονται και πληκτρολογούν κείμενα, μικρά, μεγάλα, ανάξια λόγου, ανάξια υπογραφής. Και κάποια στιγμή, αυτός μπαίνει, και αυτές τον νιώθουν πίσω από την πλάτη τους, μπροστά στα μάτια τους, που τα κρατούν χαμηλωμένα στην οθόνη, να έρχεται, να γεμίζει με αναίδεια τον μικρό τους χώρο- γιατί τόσο χαζές είναι, την έχουν κάνει δικό τους χώρο, αυτή τη τρύπα, αντί να παλεύουν να βγουν από κει- με καπνό, να ρωτά «πως πάμε», σαν να «πηγαίναν» όλοι μαζί, εκείνες να λένε μόνο «καλά», αφού μόνο αυτό τους επιτρέπεται, και αυτός να φεύγει, αφήνοντας πίσω του τον καπνό ενός πούρου να λιμνάζει στην ατμόσφαιρα. Έτσι τους λέει κάθε φορά πόσο μαλάκες είναι που κάθονται ακόμα, ή μάλλον απορεί, μα καλά πόσο μαλάκες είναι; Και κάθε φόρα αφού βλέπει πως είναι ακόμα στη θέση τους, είναι σαν να απαντά, καθίστε μαλάκες, αφού είστε τόσο μαλάκες. Και μετά βγαίνει χαμογελώντας. Κι αυτοί πώς δεν οργίζονται;

Εγώ

Για όλους αυτούς οργίζομαι εγώ. Δεν οργίζονται αυτοί και το κάνω εγώ. Για μένα, γι’ αυτούς, για όλους μας. Για όλους που δουλεύουν πολύ, πληρώνονται λίγο και δεν τρώνε καθόλου. Αυτό δεν μπορώ να το χωνέψω. Οι περισσότεροι είναι παχουλοί και οι υπόλοιποι παχουλοφέρνουν, κι όμως δεν τρώνε τίποτα. Αυτό πως γίνεται; Δεν έχουν χρόνο για φαγητό, δεν έχουν μυαλό για φαγητό, δεν έχουν τραπέζι για φαγητό...Δεν έχουν κανέναν να τους ετοιμάζει φαγητό; Φαίνεται δεν έχουν κανέναν να τους λέει να δουλεύουν λιγότερο και να τρώνε περισσότερο. Κι αυτοί από μόνοι τους το έχουν ξεχάσει...


 

Το γνώρισμα

Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών που έχουν θεωρητικά τη θέση του αφεντικού, αυτών που νομίζουν ότι είναι κάποιου είδους αφεντικά, είναι ότι τη στιγμή που εσύ έχεις αποφασίσει ότι σου είναι αντιπαθητικοί, έχεις ησυχάσει και πάει και τελείωσε, τη στιγμή που τους έχεις βρίσει μέσα σου με τον χειρότερο τρόπο, αυτοί διαλέγουν αυτήν ακριβώς τη στιγμή για να σου φερθούν με τους στοιχειώδεις καλούς τρόπους που περίμενες τόσο καιρό, τότε που ήταν απλά κτήνη. Τότε η στοιχειώδης αυτή καλή συμπεριφορά παίρνει διαστάσεις επικές, γίνεται καλοσύνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο σε τραβούν απ’ το μανίκι την τελευταία στιγμή, τότε που έχεις σχεδόν φύγει και σε ξανακαθίζουν στην καρέκλα. Και μετά από μια μικρή περίοδο «χάριτος», όλα γίνονται όπως πριν. Και φτου κι απ’ την αρχή...


 


Η συσσώρευση

Παρατηρώ μέσα μου μια συσσώρευση θυμού. Ή μήπως είναι οργή;

 

Πρωί πρωί

Πρωί πρωί, οι περισσότεροι έρχονται σχετικά καλά. Ανάλογα και με τη μέρα. Είναι μέρες που έρχονται σα να ήρθαν σε γιορτή και είναι άλλες μέρες που έρχονται σα να ήρθαν σε πόλεμο. Τα πρωινά συνήθως είναι καλά. Μπαίνεις καθαρός, πλυμένος, του κουτιού. Βγαίνεις βρώμικος, κουρασμένος, παλιός. Και δεν είναι πια πρωί.

 

Στο λεωφορείο

Στο λεωφορείο μου αρέσει να παρατηρώ τους άλλους. Το βλέμμα μου κολλάει σε χαμογελαστές φιλιππινέζες, σε ώριμους κυρίους με νευρικά τικ, σε νέα παιδιά, νεότερα από μένα ή στην ηλικία μου, για τα οποία αναρωτιέμαι πού πάνε τέτοια ώρα, τί κάνουν, αν δουλεύουν και άλλα τέτοια πολλά. Κάθε φόρα κάποιον βρίσκω να μου τραβήξει την προσοχή. Και καμιά φορά, απορροφημένη στις σκέψεις που κάνω γι’ αυτούς, τους κοιτάζω τόσο απροκάλυπτα, τόσο έντονα που χρειάζεται να πιέσω τον εαυτό μου να στρέψει το βλέμμα του μια γύρα ανέμελα για να δείξω πως τάχα τυχαία η ματιά μου έπεσε πάνω τους, πως δεν είναι τίποτα εξωγήινοι, να μην τρομάξουν κιόλας, πως εγώ απλά παραείμαι...σκεφτική;

Όταν μπαίνω στο λεωφορείο μετά τη δουλειά, νιώθω πραγματικός εργαζόμενος. Μετά από τις οχτώ εργατοώρες στο γραφείο, τα μαλλιά μου είναι λίγο αχτένιστα, τα μάτια μου κάπως κουρασμένα, τα χέρια μου βρόμικα, από τι δεν ξέρω, από τον «εργατοαέρα» έχω καταλήξει, και η διάθεση μου κάπως πεσμένη, με εξάψεις χαράς που έχω τελειώσει. «Για σήμερα». Το δαμάσανε το λιοντάρι...Αυτά τα 40 έως 60 λεπτά της επιστροφής, αν στριμωχτώ δεν με πειράζει, αν με πατήσουν σχεδόν δεν με νοιάζει, αν με σπρώξουν δεν τους σπρώχνω. Απόλυτα ενταγμένη στο «λεωφορειακό περιβάλλον», μαζί με πολλά άλλα δαμασμένα λιοντάρια, περιμένω με καρτερικότητα την στάση που θα κατέβω. Με το βλέμμα στραμμένο προς τα αριστερά παράθυρα χαιρετώ τα σημάδια που οδηγούν στο δρόμο για το σπίτι. Μετά το Internet café κατεβαίνω.

Έπειτα το μόνο που θέλω είναι να βρω τα τρία φανάρια που πρέπει να περάσω πράσινα. Η παραμικρή καθυστέρηση μπορεί να με κάνει έξαλλη. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι σχεδόν τρέχω.

 

 

 

 

 

Μεγαλώνω, ωριμάζω και εκεί που πάω να συνηθίσω, επαναστατώ.

Με τη συνήθεια, έρχεται και η αποδοχή. Αλλιώς είναι να το ακούς έτσι ξερά πάντως  κι αλλιώς είναι να το βιώνεις. Ή μάλλον, να συνειδητοποιήσεις κάποια στιγμή, ότι το βιώνεις. Η αποδοχή, όπως και η συνήθεια, έρχονται ύπουλα, αρκετές φορές θυμίζουν μάλιστα ευτυχία ή ικανοποίηση. Καμιά φορά, τρομάζω λίγο γιατί καταλαβαίνω πως συνηθίζω. Τι; Τα πάντα. Την Αθήνα που ποτέ δεν μου άρεσε και, κυρίως, τη δουλειά. Το καταλαβαίνω, όταν πράγματα που στην αρχή με φόβιζαν ή με άγχωναν ή με έβγαζαν εκτός εαυτού, τώρα με αφήνουν σχετικά αδιάφορη.

«Μείνε λίγο παραπάνω σήμερα και αύριο αν μπορείς...» Με τρεις τελείες στο τέλος, όχι με μία, για να σε πιάσουν στο φιλότιμο να μην μπορείς ν’ αρνηθείς.

Δεν μπορώ, δεν μπορώ ούτε ένα λεπτό από τη ζωή μου να δώσω παραπάνω, αλλά ενώ παλιότερα κοκκίνιζα ως τ’ αυτιά απ’ τα νεύρα μου όταν μου έλεγαν κάτι τέτοιο, σαν παιδάκι που θέλουν να το βάλουν αναγκαστικά για ύπνο μεσημεριάτικα, τώρα το ακούω σχεδόν φυσικά και καμιά φορά μένω πραγματικά λίγο παραπάνω. Συχνά, αυτές τις φορές είμαι μάλιστα και περήφανη, ως ευσυνείδητη εργαζόμενη. Άλλες, πάλι, είμαι περήφανη για τον αντίθετο λόγο. Σαν σκυλί πεισματωμένο, σφίγγω τα δόντια και λέω μέσα μου: Ε όχι... (κι άλλα που μου φαίνεται καλύτερο να τα κρατήσω για τον εαυτό μου, άλλωστε δεν είναι και ιδιαίτερα ευφάνταστα). Απολύστε με αν θέλετε, καρφί δεν μου καίγεται......... Τότε, ίσως με τη συνοδεία κάποιων ελάχιστων τύψεων, αδιαφορώ στ’ αλήθεια και φεύγω νωρίτερα. Κάτι τέτοιες μέρες φτάνω ως τη στάση σε στυλ Ποπολόνε και επισφραγίζω το θρίαμβο με ένα τσιγάρο καθώς περιμένω το λεωφορείο.

 

 



 
Οι τρόποι

Ό,τι δεν κατάφερε να μου μάθει η μάνα μου τόσα χρόνια, μου το έμαθε η δουλειά σε λίγους μήνες. Να το βουλώνω. Να απαντώ ευγενικά σε ότι μου ζητείται ή να σιωπώ όταν νιώθω ότι δεν θα καταφέρω ν’ απαντήσω ευγενικά.

 

   



Οι διαφημιστές

Οι διαφημιστές είναι ίσως το χειρότερο είδος ανθρώπου που έχω γνωρίσει.

Αν το επάγγελμα μας αντανακλά πτυχές του χαρακτήρα μας και είναι πια το βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση μας ως άτομα, τόσο ώστε να υποσκιάζει άλλα ενδιαφέροντα ή δεξιότητες που ενδεχομένως έχουμε (βλέπε «Βιογραφικό Σημείωμα»), τότε έχω δίκιο να μιλώ για «ανθρώπινα είδη» με βάση την επαγγελματική τους ιδιότητα. Με την έννοια αυτή, οι διαφημιστές είναι «το χειρότερο είδος ανθρώπου που έχω γνωρίσει».

Μιλούν με όρους όπως «πελατάκια» και «αγάπη μου» , ενώ πίνουν μόνο freddo ή ό,τι ρευστό πουλιέται στα Starbucks που ρουφιέται σε ΧL ντιζαϊνάτο ποτήρι (από ανακυκλωμένο χαρτί). Προσπαθώντας να είναι κομψοί, καθώς η εξωτερική εμφάνιση είναι το σημαντικότερο γι’ αυτούς, τρώνε μόνο σαλάτες με κιτρινοειδείς σως από deliverαδικα με ξένο όνομα ή από γνωστές αλυσίδες fast food. Έχουν πάντα τα καλύτερα γραφεία- γιατί άραγε; - τα μεγαλύτερα με τα μεγαλύτερα παράθυρα και δεν κάνουν τίποτα άλλο όλη μέρα εκτός από το να μιλούν στο τηλέφωνο. Αυτοί το λένε «κλείνω πελάτη».

 

 



 

Η «προαγωγή»

Ήρθε και η προαγωγή. Και ήθελα και δεν ήθελα.  Ήθελα δεν ήθελα. Με το μαχαίρι στο λαιμό. Πολύ γρήγορα κατά τη γνώμη μου, όπως όλα άλλωστε στην εποχή μας. Το επόμενο βήμα έρχεται αναγκαστικά πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε, να χωνέψουμε το προηγούμενο. Ο μήνας φτάνει στο τέλος του στις 15, όταν οι μέρες για την επόμενη πληρωμή είναι πια μετρημένες. Θέλω χρόνο και χώρο. Δεν μου δίνουν τίποτα από τα δύο. Πρέπει να παλέψω γι’ αυτά λες και ζητάω τον ουρανό με τ’ άστρα.

Είμαι το μοναδικό άτομο που γνωρίζω που λυπάται τόσο για την «προαγωγή» του.   



 
Η ανεργία

Ήρθε κι αυτή τελικά. Ήρθε self service. Τουτέστιν παραιτήθηκα. Αναμενόμενο μετά από όλα τα παραπάνω. Ή πάλι μπορεί και όχι, άλλωστε γνωρίζω χιλιάδες άτομα με διαφορετική ή παρόμοια με την δική μου δουλειά και ακριβώς τα ίδια συναισθήματα. Να είναι άραγε τυχαίο; Δεν θέλω να φανώ ξερόλας, αλλά ειλικρινά δεν το νομίζω.

Στην αρχή είναι απελευθέρωση. Περηφάνια υπό τις παρούσες συνθήκες εργασίας που επικρατούν σ’ αυτή τη «χώρα της Δημοκρατίας».

Θυμάσαι μετά από καιρό και με ηδονική ευχαρίστηση πως είναι να μοιάζει Σάββατο η Δευτέρα, να κάνεις βόλτες το πρωί, να βλέπεις ταινίες νωρίς το μεσημέρι ξαπλωμένος στον καναπέ, να μαγειρεύεις, να τρως σπίτι σου, να βλέπεις τους φίλους σου- αυτό το τελευταίο εννοείται με κάποιους περιορισμούς, αφού εκείνοι συνεχίζουν να δουλεύουν.

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα το σαράκι του ανταγωνισμού σου χτυπάει τη πόρτα. Σκέψεις που νόμιζες πως ποτέ δε θα έκανες, τριβελίζουν το μυαλό σου.

Α ναι, σε προσέλαβαν τελικά; Α, με συμβόλαιο και με ΙΚΑ; Πολύ καλά,μπράβο. – χωρίς θαυμαστικό, εννοείται. Σκοτοδίνη.

Οχτώ με τέσσερις; Τέλεια, έχεις όλο το απόγευμα ελεύθερο. Κατάθλιψη.

Εννοείται ότι ζηλεύεις. Στην αρχή σε ζήλευαν εκείνοι, ήσουν κάτι σαν ο προσωπικός τους ήρωας. Διεκδίκησες την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σου, τα απογεύματα σου, τα ένσημα σου (αυτά τα τελευταία δεν στα έδωσαν ποτέ). Όσο περνούν οι μήνες ο ηρωισμός σου σκορπίζεται σαν ένα μάτσο εικοσάευρα. Είσαι απλώς άνεργος.



Η ανεργία ΙΙ

«Άνευ έργου». Δεν ακούγεται ούτε όμορφο, ούτε ηρωικό. Το χειρότερο είναι ότι προκαθορίζει όλες τις συζητήσεις. Εσύ απαντάς πια κυρίως στο ερώτημα «βρήκες δουλειά;» και εκείνοι αναλαμβάνουν να σε παρηγορήσουν με μια κρυφή, ηδονική ευχαρίστηση. Γιατί στα μάτια σου και στα μάτια τους η μέχρι πρότινος άνευ σημασίας εργασία τους, μοιάζει τώρα πολύτιμη. Μια απάντηση σανίδα- σωτηρίας στην πιο ψυχοβγαλτική ερώτηση «τι κάνεις/ με τι ασχολείσαι;», ένας θησαυρός που πρέπει να διαφυλάξουν στους «δύσκολους καιρούς κρίσης που διανύουμε».



Η ανεργία ΙΙΙ

Νόμιζες ότι θα ήταν εύκολο. Ή ότι θα έβρισκες σύντομα δουλειά. Δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο. Ο χρόνος είναι ένα ναρκωτικό. Σου περισσεύει τώρα και βαριέσαι αφόρητα. Από την άλλη, είναι τόσο απολαυστικό να βαριέσαι μερικές φορές. Και στην πραγματικότητα ο νεοαποκτηθέν ελεύθερος σου χρόνος είναι το μεγαλύτερο σου προνόμιο, μια πολυτέλεια από αυτές που «επιτρέπουμε στον εαυτό μας», όπως το φρέσκο βούτυρο στο ψωμί. Όταν το συνηθίσεις δε θες με τίποτα να το αντικαταστήσεις με μαργαρίνη.



 

Κάπου στην Ευρώπη. Η «Μεγάλη Φυγή»

Κάτι σαν τη «Μεγάλη Μπόρα», το «Μεγάλο Ερωτικό» και ούτω το καθεξής. Ένας συνδυασμός λέξεων που ψαρώνει. Θα μπορούσε να ήταν απλώς «Η φυγή».

Τα μάζεψα και έφυγα λοιπόν. Πήγα «στο εξωτερικό». Κλασική περίπτωση. Δεν πήγα για Μaster ωστόσο. Ούτε κι εγώ ξέρω γιατί πήγα. Πήγα έχοντας μέσα μου πολύ θυμό και μεγάλη αγανάκτηση για τη χώρα μου. Πήγα ακολουθώντας έναν άντρα που αφού τον έφερα πρώτα στην χώρα μου τον ακολούθησα έπειτα τρέχοντας για τη δική του. Τρέχοντας φύγαμε κι οι δυο. Κι αυτός που του έλειπε το ποδήλατο του και το πράσινο και γω που μου έλειπε η ελπίδα. Τα ποδήλατα και τα πράσινα δεν ήταν ποτέ μέσα στα πράγματα που είχα συνηθίσει εγώ. Αρχίζω να τα συνηθίζω ωστόσο σιγά σιγά τώρα που μετράω τον τρίτο χρόνο εκτός. Εκτός τόπου και χρόνου. Έξω από την Ελλάδα ο χρόνος μετράει διαφορετικά, ο τόπος επίσης. Έξω από την Ελλάδα ο χρόνος μετράει είτε διπλός, όταν σου λείπει η αναθεματισμένη γη που μεγάλωσες, είτε κυλάει σαν νερό στ’ αυλάκι όταν μεθάς από την ποιότητα ζωής. Αυτός ο χιλιοειπωμένος όρος σημαίνει τώρα για μένα ότι μπορώ να περπατάω χιλιόμετρα ολόκληρα μέσα σε πλακόστρωτα καλντερίμια και καθεδρικούς ναούς και μετά να πηγαίνω σε δωρεάν ρεσιτάλ ποίησης ή σε  κινηματογραφικά φεστιβάλ (όχι εναλλακτικά, απ’ τα άλλα, τα κανονικά), να μπορώ να τακτοποιώ εκκρεμότητες μου με το δημόσιο σε δέκα λεπτά και να φεύγω ξαλαφρωμένη για να πιω ένα καφεδάκι που κοστίζει φάτσα στο μπαρόκ καμπαναριό έως 2,50€. Η νοσταλγία ωστόσο δεν καταλαβαίνει από ποιότητες ζωής. Η νοσταλγία δεν είναι απ’ αυτούς που γερνάνε και παραιτούνται. Όσο κατάφωρη ήταν για τους οικονομικούς μετανάστες του τότε, εξαθλιωμένους, αγράμματους, κλεισμένους σε φάμπρικες βιομηχανικών προαστίων, τόσο κατάφωρη είναι και τώρα για τους μετανάστες των εικοσιπέντε χρόνων και των μεταπτυχιακών. Όσα χρόνια κι αν περάσουν η νοσταλγία θα έχει πάντα την επιμονή ενός τζόβεννου. Ξέρεις τι νοσταλγείς, αλλά και σε τι δεν θέλεις να γυρίσεις. Τότε τα πράγματα περιπλέκονται άσχημα. Όλα είναι ένα κουβάρι. Τίποτα δεν είναι μαύρο ή άσπρο, μα γκρι πολλαπλών διαβαθμίσεων. Κι όπως διάβασα κάπου, το γκρι είναι η πιο επικίνδυνη απόχρωση.


Η Ανεργία ΙV

Η οικονομική κρίση πλήττει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά εσύ νιώθεις ότι η ανεργία πλήττει προσωπικά εσένα. Δεν βρίσκεις δουλειά ούτε στον πλακόστρωτο παράδεισο που διάλεξες να πας. Πρώτα δεν βρίσκεις δουλειά στα μέτρα σου κι ύστερα απλώς δεν βρίσκεις δουλειά. Νιώθεις χαμένος κι ότι κάπου δεν κατάλαβες καλά τις οδηγίες πλοήγησης στον κόσμο αυτό. Κάποια σελίδα πήδηξες, κάποια ψιλά γράμματα αγνόησες.

Είσαι εκτός.

Εκτός παιχνιδιού.

  

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ