Δύσκολα χρόνια. Δουλειές δεν υπήρχαν. Ήταν μόλις 18 χρονών. Να φτιάξει κι’ αυτός το μέλλον του ήθελε. Όχι παλάτια και χρυσάφια. Απλά μια δουλειά. Ένα μέλλον. Άκουσε ότι η εκκλησία ζητούσαν καντηλανάφτη. Το είχε μιλήσει με τον εαυτό του, αυτή η δουλειά ήταν ότι έπρεπε. Πήγε στην εκκλησία και βρήκε τον ιερέα. Ο πάτερ άρχισε να του εξηγεί τις αρμοδιότητες του. “θα πρέπει να ανάβεις τα καντήλια, να βοηθάς τον ιερέα στην λειτουργία, να καθαρίζεις την εκκλησία, την αυλή και να γράφεις τις γιορτές γιατί ο περισσότερος κόσμος είναι αγράμματος παιδί μου”. Με πόνο στην καρδιά του απάντησε “Πάτερ μου δεν ξέρω ούτε εγώ να γράφω”
Λυπήθηκε που δεν κατάφερε να πάρει την δουλειά. Δυστυχώς θα έπρεπε να ακολουθήσει και αυτός το κύμα της μετανάστευσης. Η Αγγλία ήταν ιδανικός προορισμός για την τότε εποχή. Πάντα έβρισκες ένα άνθρωπο που να γνώριζε ένα συγχωριανό σου, ένα συγγενή σου, ένα φίλο. Δούλεψε σε διάφορα μέρη και κατάφερε να πάρει κάποια λεφτά. Είπε να κάνει το βήμα και να ανοίξει κάτι δικό του. Το εστιατόριο πήγαινε πρίμα και άνοιξε και δεύτερο και τρίτο.
Πέρασαν χρόνια πολλά, τριάντα συγκεκριμένα. Είπε να γυρίσει και αυτός στον τόπο του. Εξάλλου σαν τον τόπο σου δεν έχει, τον κόσμο να γυρίσεις. Έφερε πάρα πολλά λεφτά μαζί του. Η πρώτη του δουλειά, ήταν να τα καταθέσει στην τράπεζα. Η κοπέλα στην εξυπηρέτηση τον ρώτησε ευγενικά. “Τι θα θέλατε κύριε;”. Αυτός της απάντησε πως θέλει να ανοίξει ένα λογαριασμό, να καταθέσει κάποια λεφτά. “Πόσα θα καταθέσετε κύριε;”. “Δύο εκατομμύρια κοπέλα μου”. Ο μορφασμός του προσώπου της άλλαξε αμέσως. Έφυγε για το γραφείο του διευθυντή να του εξηγήσει την κατάσταση. Αυτός τον κάλεσε αμέσως στο γραφείο του. Του πρόσφερε καφέ και από τα πιο ακριβά πούρα της αγοράς. Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων μέχρι που του έφερε μια κόλλα μπροστά του. “Τελειώσαμε κύριε μου. Το λεφτά σου πλέον είναι σε ασφαλή χώρο. Το μόνο που θέλω από σένα είναι την υπογραφή σου και να γράψεις το όνομα σου από κάτω”. Με χιούμορ του λέει “δεν ξέρω να γράφω”. “Τι; Αλήθεια; Φαντάζομαι λεφτά που θα έκανες αν ήξερες να γράφεις και να διαβάζεις” Του αποκρίθηκε με ύφος περίεργο “Αν ήξερα να γράφω θα ήμουν καντηλανάφτης”...
Μια ανέκδοτη ιστορία που λέγεται από στόμα σε στόμα, για χρόνια.