Μαμά, άναψε το φως, φοβάμαι...

Μαμά, άναψε το φως, φοβάμαι... Facebook Twitter
0
Μαμά, άναψε το φως, φοβάμαι... Facebook Twitter

Ήταν κάποτε οι μέρες που ήμασταν παιδιά. Η τόσο μακρινή εκείνη εποχή. Φοβόμασταν, αλλά μπορούσαμε να τρυπώσουμε όσο πιο βαθιά γινότανε κάτω απ'το κρεβάτι. Εκεί ήμασταν ασφαλείς. Τρέμαμε τη νύχτα μες στο σκοτάδι του δωματίου και τις σκιές που παίζανε με τα μάτια μας και την καρδιά μας. «Μαμαααά, φοβάμαι». Και ερχόταν η μητέρα μας, η τόσο άγια εκείνη μορφή. Και το φως άναβε. Με μια αγκαλιά κι ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο όλα τα φαντάσματα είχαν εξαφανιστεί.

Μα και για τους πιο μικρούς και τους πιο ευαίσθητους που ακόμη κι έτσι δεν ηρεμούσαν, πάλι υπήρχε λύση. Θα κοιμόντουσαν στο κρεβάτι των γονιών, ανάμεσα στους ήρωές τους, τους καλύτερους γονείς του κόσμου.

Μα και για τους πιο μικρούς και τους πιο ευαίσθητους που ακόμη κι έτσι δεν ηρεμούσαν, πάλι υπήρχε λύση. Θα κοιμόντουσαν στο κρεβάτι των γονιών, ανάμεσα στους ήρωές τους, τους καλύτερους γονείς του κόσμου. (Έτσι δεν λέγαμε με έπαρση στα άλλα παιδάκια; «Οι δικοί μου γονείς είναι οι καλύτεροι του κόσμου».)

Άλλοτε πάλι ήμασταν στεναχωρημένοι, νιώθαμε μοναξιά ή αρνιόμασταν πεισματικά να μιλήσουμε στα αδέρφια μας ή τους γονείς μας. Μας χάλασαν το χατίρι, μας πλήγωσαν. «Μαμά, ο Γιαννάκης δεν μου δίνει το αυτοκινητάκι του». Μα η μαμά είχε δουλειές, ο Γιωργάκης ήταν μικρός, κι εμείς για λίγα λεπτά ήμασταν ένα απίστευτα εγωιστικό και κακομαθημένο παιδάκι. Και τότε θυμώναμε και με τους δυο.

Να ζητήσουμε το δίκιο μας απ' τον μπαμπά; Μάλλον όχι, αφού κι εκείνος δεν είχε χρόνο για τα δικά μας πείσματα. Και βρισκόμασταν μόνοι, στο ίδιο μας το σπίτι. Αλλά και τότε υπήρχε λύση! Το αρκουδάκι μας. Το χνουδωτό, λούτρινο ζωάκι που απ' την κούνια ακόμη μας κρατούσε συντροφιά. Το κρατούσαμε στην αγκαλιά μας. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Το πείσμα σιγά σιγά έσβηνε. «Γιαννάκη, θες να πάμε έξω να παίξουμε;»

Παιδιά, μικρές αθώες ψυχούλες. Κλάματα, γέλια και πείσματα και γκρίνια, και ξανά γέλια. Τότε υπήρχε λύση για όλα. Το γέλιο επέστρεφε πάντα κοντά μας. Το φως άναβε. Η μαμά μας καθησύχαζε. Ο μπαμπάς, ακόμη κι αν δεν είχε χρόνο, κάποτε θα έβρισκε δυο ώρες για να πάμε βόλτα στο πάρκο. Ο Γιαννάκης και τα άλλα μας αδέρφια, όσο κι αν μας στεναχωρούσαν, ήταν οι καλύτεροί μας φίλοι, κάναμε τα καλύτερα παιχνίδια μαζί.

Και τώρα; Μες στο σκοτάδι της εποχής που άλλαξε και της παιδική ηλικίας που τόσο γρήγορα έφυγε, ψελλίζω σιγανά και φοβισμένα. «Μαμά, άναψε το φως. Μαμά, τριγύρω υπάρχουν σκιές και φοβάμαι». Μα δεν είμαστε πλέον παιδιά.

Ξένια Τσαράια

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ