Το μάτι της χελώνας

Το μάτι της χελώνας Facebook Twitter
0

Εκείνο το πρωί δίπλα στα σκουπίδια βρισκόταν ένα μαύρο καφασάκι πλαστικό, σαν αυτά που χρησιμοποιούν στα μανάβικα. Πάντα ψυχαναγκαστική κι ενώ έχω καθυστερήσει στη δουλειά μου, κάνω να το μαζέψω για να το πετάξω στον κάδο της ανακύκλωσης. Σκύβοντας κοκάλωσα βλέποντάς το. Μέσα σ' αυτό το ανοιχτό καφασάκι ήταν μια χελώνα, με λίγα χορταράκια. Λέω θα έχει εγκλωβιστεί. Πλησιάζοντας είδα ότι το κεφάλι της ήταν έξω δίχως να αντιδρά καθώς την πλησίαζα. Μια ζωντανή χελώνα θα έκρυβε αμέσως το κεφάλι στη θέα ενός μεγάλου ανθρώπινου τέρατος από πάνω της. Εκείνη έμεινε ασάλευτη. Την ακούμπησα με το χέρι μου αλλά ήταν μαρμαρωμένη. Αυτό το πανέμορφο πλάσμα με το μεγάλο καβούκι, μια μεγάλη, σοφή χελώνα, ήταν νεκρό. Κυρίαρχοι της φύσης τα μυρμήγκια είχαν περιδρομιάσει το κορμί της.


Σε απόλυτη σύγχυση, με κυρίευσε ένα μεγάλο «γιατί;». Πώς γίνεται να θανατώνει κάποιος το Απόλυτο; Το Θεό; Να καταστρέφει την Ουσία; Αυτό που προϋπάρχει της ύπαρξης.

Η χελώνα μου έμοιαζε σαν έκθετο μωρό, που άμα πλησίαζες έβλεπες ότι ήταν νεκρό. Ένα νεκρό παιδί! Μια συμπυκνωμένη σοφία ζωής, με τεράστια προοπτική μπροστά της, νεκρή. Ποιος το έκανε αυτό; Τη σκότωσαν γιατί τους έτρωγε, λέει, το γκαζόν.


Η χελώνα μου έμοιαζε σαν έκθετο μωρό, που άμα πλησίαζες έβλεπες ότι ήταν νεκρό. Ένα νεκρό παιδί! Μια συμπυκνωμένη σοφία ζωής, με τεράστια προοπτική μπροστά της, νεκρή. Ποιος το έκανε αυτό; Τη σκότωσαν γιατί τους έτρωγε, λέει, το γκαζόν. Το παιδάκι την είδε και για να μην στενοχωρηθεί το παραμύθιασαν ότι κοιμάται κι ότι θα έρθει να την πάρει η μαμά της, όποτε εκείνο, για να μην πεινάσει μέχρι να έρθει εκείνη, της έβαλε και λίγα χόρτα. Μια χελώνα νεκρή με συνταράσσει εκείνο το πρωινό και σχεδόν μουδιάζουν τα χέρια μου. Έχω δει διάφορα φρικαλέα πράγματα να κάνουν οι άνθρωποι στα ζώα, από δειλία να τα κάνουν στους ανθρώπους, και ίσως γιατί φοβούνται την τιμωρία. Όμως τη χελώνα; Αυτή ούτε γαυγίζει, ούτε ενοχλεί κανέναν. Τώρα τι σκέφτομαι κι εγώ; Η άλλη σκοτώνει το νεογέννητο παιδί της και μετά τη βγάζει καθαρή επικαλούμενη επιλόχεια κατάθλιψη. Το έγκλημα, όμως, είναι έγκλημα! Αυτός που σκοτώνει ένα ζώο, μπορεί να σκοτώσει άνετα και άνθρωπο. Αν υπάρχει αυτό το πνιγμένο από τη μάνα του και πεταμένο στον φωταγωγό μωρό, γιατί να μην υπάρχει μια φαρμακωμένη χελώνα, ένας πυροβολημένος σκύλος, άπειρα φολιασμένα γατιά;. Έτσι, για να τα περιμαζεύω κλαίγοντας ή βρίζοντας μέσα στα χρόνια και να τα πετάω στα σκουπίδια. Πού να θάψεις τόσα πτώματα και ποιος ο λόγος; Ας κάνει και αυτό το κουφάρι παρέα με τα πεταμένα στους κάδους άλλα ρούχα ή πράγματα άχρηστα πια για αυτή τη ζωή.


Τη χελώνα δεν μπορούσα να την αγγίξω. Δεν μπορούσα να την πετάξω. Η εικόνα της με ακύρωνε. Η ταφή της δεν είχε κανένα νόημα καθώς είχαν ήδη αρχίσει τα μυρμήγκια να την «περιποιούνται».


Έφυγα για ταξίδι, ήμουν πλασιέ βιβλίων και κατευθύνθηκα προς την Πελοπόννησο. Έχω και κάποιους γνωστούς εκεί και πήγα μήπως μπορέσω να προωθήσω μια σειρά νέων λεξικών μαζί με το cd τους.


Πήγα στην Κορινθία και την Αρκαδία. Το βράδυ κοιμήθηκα στο παλιότερο ξενοδοχείο της πόλης, με παλιά έπιπλα, μεγάλα δωμάτια, ξεφτισμένους τοίχους, κιτρινισμένες πόρτες και όλο είχε μια οσμή τσιγάρου, λες και είχαν ποτίσει οι κουρτίνες τα κλινοσκεπάσματα και οι τοίχοι.


Πήγα στο κοντινό παλιό καφενείο. Όλοι γέροι. Παρήγγειλα έναν ελληνικό καφέ και κονιάκ, περιεργάστηκα τους μεγάλους ξύλινους καθρέφτες, το πιάνο, τα φωτιστικά, τα μικρά ξύλινα τραπέζια με λεπτεπίλεπτες καρέκλες, τα σταχτοδοχεία, τα κηροπήγια. Ήταν όλα παλιά με μια ιστορία γραμμένη επάνω τους. Τον καφέ μου τον ήπια σε μικρό φλιτζάνι με χοντρό χείλος, όπως μ΄αρέσει. Παραδοσιακά το κονιάκ σε ποτήρι τουλίπας, κοντό και ταγιαρισμένο.
Ήμουν ξεθεωμένη, ανέβηκα στο δωμάτιό μου, έκανα ένα ζεστό ντους και ξάπλωσα. Ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος καθώς έβλεπα τη χελώνα να χαροπαλεύει μέσα στο καφάσι, να την έχουν ταΐσει δηλητηριασμένα χόρτα και να βγάζει μικρούς σπαρακτικούς ήχους έτσι όπως η ψυχή έφευγε από το κορμί της και λυπόταν γιατί είχε ακόμα διαδρομές να διανύσει και να μάθει και το ήξερε, το καταλάβαινε ότι ήταν πολύ νωρίς. Μου θύμισε εκείνο το νεογέννητο γατάκι, που χωρούσε σε μια χούφτα παιδική, που κάποιος διαταραγμένος το είχε ακουμπήσει νεκρό μέσα σ' ένα καλαθάκι, δίπλα σε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι νερό. Νερό; Δηλητήριο;. Σαν τους τάφους των αρχαίων, μήπως ο νεκρός διψάσει να έχει να πίνει; Μήπως το γατάκι πριν πεθάνει διψούσε οπότε θα άνοιγε να πιει; Μήπως όποιος το λυπηθεί και το πάρει να έχει να του δώσει σε πρώτη φάση λίγο νερό;


Η χελώνα μου στοίχειωσε τον ύπνο. Την άλλη μέρα συνέχισα το ταξίδι μου για την ορεινή Αρκαδία. Εξακολουθούσα να βλέπω τη χελώνα μπροστά μου. Εκείνο το υπέροχο κεφάλι που είχε βγει απ΄ το καβούκι στην προσπάθεια της να πάρει ανάσα και το διεσταλμένο μάτι της, απεγνωσμένο. Άκουσα την ανάσα της, το ρόγχο της καθώς οδηγούσα στην εθνική. Μόνο εκείνη σκεπτόμουν και μαζί μ΄εκείνη και τον μοχθηρό εκείνον άνθρωπο που μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Την περισυνέλεξαν τη χελώνα από κάποια εξοχή. Την είδε η μικρούλα τους και της έκαναν το χατίρι. Στο σπίτι τα πράγματα ήταν αλλιώς. Η χελώνα μπαινόβγαινε γιατί την ήθελε η μικρή, εκείνη μαζί της. Η χελώνα λέρωνε μέσα και έξω και σε έναν καυγά των γονιών, της σκάει μια κλωτσιά εκείνος και τα βλέπει όλα η χελώνα. Η κουκλίτσα τους έβαλε τα κλάματα. Έτσι την έπεισαν ότι μπορεί να μην κινείται, αλλά είναι καλά. Απλά κοιμάται. Έτσι την παράτησαν εκεί στην άκρη του δρόμου με λίγο χορταράκι για να περιμένει να την πάρει η μαμά της. Κάποια χρόνια ή μπορεί και όχι χρόνια, λέρωνε η χελώνα το μπαλκόνι, έτρωγε το γκαζόν και ήρθε η ώρα να την ξεφορτωθούν. Πού να πας στο κοντινό δάσος να την αφήσεις, σκέφτηκαν; Η συνείδηση τους θα είναι καθαρή και όταν θα ερωτηθούν αν έχουν κατοικίδιο θα εντυπωσιάζουν λέγοντας ότι είχαν χελώνα και όταν πια μεγάλωσε την άφησαν ελεύθερη στο δάσος.


Λογικό για πολλούς. Όλα στον πλανήτη υπάρχουν για να κάνουν τη ζωή του ανθρώπου πιο εύκολη, πιο ωραία, πιο ευχάριστη. Όλα τα ζώα επίσης είναι για να εξυπηρετούν τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το ανώτατο ον στον πλανήτη, επιβλήθηκε, υποδούλωσε και κατασκότωσε. Πόση ματαιοδοξία! Ο μικρός θεός! Ας μη διαλύσουμε την αυταπάτη του!
Έβλεπα το μάτι της χελώνας πάνω στους κιτρινισμένους τοίχους. Κάποιες φορές έβλεπα να ανασηκώνονται τα λέπια του κεφαλιού της καθώς απεγνωσμένη ζήταγε βοήθεια. Μα από ποιον; Από τους δήμιούς της; Αυτοί είναι στυγνοί δολοφόνοι. Δεν ξέρουν γιατί σκοτώνουν. Το βλέμμα τους είναι γυάλινο, η γλώσσα τους ψελλίζει ψέματα και το κεφάλι τους έχει πίτουρα.


Έτσι παιχνιδάκι ήταν και η Δημητρούλα όταν ο πατέρας της την έκλεισε για ένα χρόνο στο σπίτι. Ούτε σχολείο, ούτε φίλους. Σαν εκείνη την κοπέλα από το Κωσταλέξι.


Μούρχεται δυνατή φωνή οργής. «Τι νομίζετε ρε! Παιχνίδι είναι η ζωή; Παίζεις με τον άλλο ρε ανεγκέφαλε; Με τον αδύναμο, με την γυναίκα, με τον άμοιρο μετανάστη, με τα παιδιά, με τα ζώα και μετά μου κάνεις τους μεγαλόσταυρους και ζητάς συγχώρεση που σταυρώνεις το Χριστό; Μα τον σταυρώνεις κάθε ώρα και λεπτό, στα μάτια του αδύναμου που κακοποιείς, που προσβάλεις, στα μάτια εκείνου του παιδιού, της χελώνας, όλων των ζώων.


Εξοικειωθήκαμε πια με το τέρας μέσα μας. Κι αν χάθηκε αυτό το χελωνάκι, θα βρεθεί κάποιο άλλο! Κι αν σκότωσες αυτά τα γατάκια, αυτός που τα κλαίει, θα πάρει άλλα, κι αν σκότωσες παιδιά, θα γεννηθούν άλλα, κι αν σκότωσες ανθρώπους θα έρθουν άλλοι στη θέση τους. Το Σύμπαν δέχεται και απορροφά τα χτυπήματα και επιβιώνει όπως και νάναι.


Κάθε φορά όμως, που συμβαίνει αυτό η πτώση του ανθρώπου γίνεται βαθιά αντιληπτή απ' όλους. Δε ξεχρεώνουμε ποτέ το προπατορικό αμάρτημα! Νομίζεις ότι ξεχρεώνουμε μ΄ αυτό το έγκλημα; Νομίζεις ότι ξεχρεώνουμε ποτέ;


Ξεχρεώνουμε από τον εαυτό μας; Η απάντηση είναι Ποτέ! Πόσοι δε σκοτώθηκαν για να απελευθερωθούν από τον κατατρεγμό του εαυτού τους.


Δεν υπάρχει σκιά να ξαποστάσεις! Δεν υπάρχει πεζούλι να σταθείς, δεν υπάρχει πηγή να ξεδιψάσεις. Αυτή είναι η κόλαση, αυτή η εσωτερική! Δεν υπάρχει διαφυγή!


Το μάτι της χελώνας το βλέπω στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου μου. Γιατί; Γιατί; Γιατί;


Γυρνώ αργά στο δωμάτιο και βάζω ένα ποτήρι κρασί και μετά και άλλο, κι άλλο και ξαπλώνω και με παίρνει ύπνος γλυκός για να ξυπνήσω τα ξημερώματα μέσα στον ιδρώτα από τον επιθανάτιο ρόγχο της χελώνας.


Το οδοιπορικό μου συνεχίζεται. Φτάνω μέχρι τη Σπάρτη καθώς έχω πελάτες εκεί και μπορεί να πουλήσω κανένα λεξικό ή καμιά σειρά Ιστορίας. Πολλοί εκεί ενθουσιάζονται με μια εξιδανικευμένη ελληνικότητα. Έχω κάτι βιβλία για τον ελληνικό πολιτισμό, για του αρχαίους. Και μια σειρά να πουλήσω θα έχω ένα μικρό κέρδος.


Τώρα βέβαια με τους υπολογιστές το βιβλίο δεν έχει πέραση. Ποιος διαβάζει τη σήμερον ημέραν; Το βιβλίο δεν πουλά! Πηγαίνω ωστόσο γιατί είναι βιοπορισμός για εμένα. Στην επαρχία συνήθως μιλούν για τον ελληνισμό και την ανωτερότητα του έλληνα, σε συνδυασμό με την ανωτερότητα του ανθρώπου, όλη αυτή η ανωτερότητα για να θανατώνουμε αδιακρίτως, σκέφτομαι εγώ. Νιώθει ο άνθρωπος παντοδύναμος, εκτελεστής! Δε νιώθει καμιά απειλή από πουθενά. Κάποιοι από την άλλη αρχίζουν να φοβούνται ότι θα κυβερνήσουν τα ανθρωπόμορφα ρομπότ και θα παραμερίσουν τους ανθρώπους. Σκέφτονται τους επόμενους πολέμους με ρομπότ. Ο Πόλεμος των Άστρων δίνει άλλες διαστάσεις. Ρομπότ σαν άνθρωποι, τεχνητή συναισθηματική νοημοσύνη. Η επιστημονική φαντασία, δίνει μια άλλη διάσταση στον εκτελεστή. Το ζήτημα είναι αυτή η διαδικασία να μην σταματά ποτέ. Τότε θα τεθούν άλλα ζητήματα ηθικής βάσης από κάποιους παλαβούς σα και μένα. Μπορώ να θανατώσω το ρομπότ μου γιατί το βαρέθηκα; Μπορώ να το σπάσω στο ξύλο μέχρι να το ξεχαρβαλώσω;. Εγώ που δημιουργώ κάτι, τι περιθώρια επέμβασης έχω πάνω του; Στο Ρομπότ μου; Στο παιδί μου; Στο ζώο μου; Θα εξακολουθεί να υπάρχει η πεποίθηση ότι μόνο οι άνθρωποι έχουν ψυχή, οπότε οποιαδήποτε άλλη εκτέλεση δεν τιμωρείται γιατί όλα τα άλλα είναι άψυχα; Πως θα διαμορφωθούν οι νόμοι για να μας αφήνουν περιθώριο στο έγκλημα; Θα σκοτώσω όταν απειλούν το σπίτι μου, το παιδί μου, τη χώρα μου και τότε θα είμαι νόμιμος; Πάντα θα βρίσκω λόγους, να ξεθυμαίνω την άρρωστη ψυχή μου. Αυτός είμαι! Το «θαύμα του Θεού!» Ο άνθρωπος! Μόνος μου τα ορίζω όλα! Μόνος μοιράζω συγχωροχάρτια και τιμωρίες! Έχω την παντοδυναμία και την εξασκώ όπου με παίρνει.


Έχω πουλήσει μια μικρή εγκυκλοπαίδεια και παίρνω το δρόμο της επιστροφής.


Στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου ακόμα με κοιτούν τα μάτια της χελώνας. Δε ξέρω αν το δάκρυ που νομίζω ότι διακρίνω στο μάτι της είναι δικό της ή δικό μου...



0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ