Ξημερώνει Κυριακή στο Κέντρο...Σαν ανοιχτό θέατρο στην πλατεία, και στο γύρω οικοδομικό τετράγωνο εξελίσσονται ευτυχίες, δράματα, αισθήματα και υποχρεώσεις.
Οι πρωταγωνιστές ήρωες και κομπάρσοι από το μικρού μήκους σενάριο της ζωής σου, από τον ήχο του αναστεναγμού και την μυρωδιά της ανάσας τους αναγνωρίζεις. Σου φαίνονται οικείοι γνώριμοι..
Οι Κυριακές είναι sold out, καλοφωτισμένο το σκηνικό, συνδυασμένα, από τις λάμψεις στις όψεις βιτρινών, το φεγγάρι που φεύγει και τον ήλιο που σκάει πονηρό γεμάτο νόημα χαμόγελο σιγά-σιγά.
Το αισθητικό, ηθικό και συναισθηματικό περιβάλλον της πόλης, διαφορετικό, από τις προηγούμενες ζωντανές παραστάσεις, το σενάριο τη σεζόν αυτή. Εμφανώς λιγότερα τα ξενυχτισμένα πρόσωπα με μεθυσμένη όψη, που ξεβράζει η νύχτα του Σαββάτου.
Περισσότερα τα νυσταγμένα, με το βαρύ ρουχισμό και το ταχύ βήμα για το κυριακάτικο μεροκάματο. Κοντράστ.
Από το θηριώδες Καγιέν αποβιβάζεται 35 άχρονος στην τρίχα ντυμένος, με βλέμμα αποφασισμένο και πρόθυμες διαθέσεις. Με δυσκολία υποβασταζόμενη και παραπατούσα με χαμηλωμένο βλέμμα, η υπέρλαμπρη ξανθιά συνοδός με τις αισθήσεις να πηγαινοέρχονται.
Απέναντι πλάνο, αφετηρία Σύνταγμα –Πετρούπολη: 25χρονη φρεσκοξυπνημένη υπάλληλος ταχυφαγείου , με μοντγκόμερι, τζιν , πλαστική σακούλα-πρόγευμα και καφέ σε φελιζόλ, αρκούντως προετοιμασμένη για ένα δωδεκάωρο πίσω από το πάγκο.
Λίγα βηματα πιο δίπλα της η μισοκοιμισμένη 45χρονη αποκλειστική του Λαϊκού, κολλά το πρόσωπο της στο τζάμι του λεωφορείου χαζεύοντας περαστικούς και πρωινούς που με ταχύ βήμα απομακρύνονται σε διάφορες κατευθύνσεις και από τα ακουστικά να ακούει την Χαρούλα να της τραγουδάει το "Μη σε νοιάζει, πάντα γκάζι"...
Στον παράλληλο δρόμο, 55 χρόνος ιδιοκτήτης εμπορικού, ανεβάζοντας ρολά χαμογελά σχεδόν συναινετικά , έχοντας γερά καρφωμένο στο μυαλό του το σ' αγαπώ και να προσεχείς που του ψιθύρισε για ακόμη ένα πρωινό η γυναίκα του παίρνοντας δύναμη να μην λυγίζει άπο ότι συναντά στον δρόμο του. .
Από το γωνιακό ημιπολυτελές ξενοδοχείο, βγαίνει συνοφρυωμένος, άγρυπνος και ο τριανταπεντάχρονος επαρχιώτης, που βλέπει να τελειώνει η διήμερη εκδρομή άδοξα και ναυαγισμένα, μετρώντας ήττες και αποτυχίες. Σε αυτόν δεν του βγήκε το σενάριο, δεν έκατσε από το πουθενά η περιπέτεια. Εκλείπουν τελευταία οι εκπλήξεις.
Μα να δεις στο απέναντι στενό ξεπροβάλει πελαγωμένα ευτυχής 40χρονος, που φεύγει γκαζωμένος κραυγάζοντας αυτοπεποίθηση από το διανυκτερεύων μπαρ, γιατί του έκατσε η νύχτα και έβγαλε καινούρια γνωριμία μέσα στην κρίση.
Μουσική υπόκρουση καλύπτει το τετράγωνο από την καφεγκρίζα, αγέρωχη πολυκατοικία του 50...Από το ανοιχτό παράθυρο στο νοικιασμένο δυάρι της, η εξηντάχρονη χήρα, με το ραδιόφωνο στη διαπασών καρφωμένο στην αρχιεπισκοπή, ετοιμάζεται στεγνά και αμίλητα για το πρωινό εξάμηνο μνημόσυνο του εκλιπών συζύγου της.
Στην πιάτσα ανάστατος και θυμωμένος τα βάζει με την τύχη του ο μελών συνταξιούχος ταξιτζής, γιατί κουβάλησε σχεδόν δωρεάν μπατάρικο ζευγάρι Βούλα –Σύνταγμα, που τον έλουσε χαμογελώντας στα ψιλά. Μετά από λίγο χαμόγελα, και ησυχάζει ύστερα από τις παραινέσεις και τα πειράγματα των συναδέλφων του ότι "τελευταίες κούρσες είναι, σαράντα χρόνια τόσα είδαν τα μάτια του σε αυτή την πλατεία;"
Ένα βλέμμα πιο πέρα η χαμογελαστή 30χρονη Βουλγάρα εργάτρια του συνεργείου καθαρισμού, που κλέβει χρόνο για τσιγάρο και στο σκαλοπάτι της πλατείας διηγείται μέσα στα γέλια και τα επιφωνήματα στις φίλες της, την προηγούμενη νύχτα αρραβώνα και γλεντιού που πέρασε σε ομοεθνείς καφενείο.
Στην πόρτα του μεγάρου, ο 28χρονος αστυνομικός ίσα που στέκεται στα πόδια του, έβγαλε βλέπεις μια ακόμη δύσκολη νύχτα στο άγριο λούνα Παρκ του κέντρου, συναισθηματικά αφυδατωμένος και εξαντλημένος, αφηγείται στους διπλανούς του, στην κλούβα, τις γιορτές στην πόλη του πριν δέκα χρόνια.
Στο λεωφορείο για το κτελ επιβιβάζεται φορτωμένο με ένα νοικοκυριό πράγματα, ένα ζευγάρι Κινέζων που κρυφοχαμογελά ικανοποιημένο με όσα είδε και άκουσε στην πρωινή πρεμιέρα καθήμενο στα πρώτα καθίσματα της αφετηρίας.
Στο πίσω κάθισμα, αμίλητη μια 23χρονη, στρίβει νευρικά τσιγάρο, με το καστανόξανθο κατσαρό μαλλί της εγκλωβισμένο σε ένα μάλλινο σκούφο, περνάει σαν τρέιλερ από ταινία από μπροστά της η τριετία στην Αθήνα: Κάτι βαριά και ασήκωτα πρωινά στην σχολή φορτωμένα από ατέλειωτα αναίτια ξενύχτια , αγχώδεις ατέλειωτες νύχτες που εφημέρευε μονή σκοπός στην δουλειά της , κάποια φευγαλέα φλερτ τριών ημερών και ορισμένοι έρωτες ανομολόγητοι , μια συμβίωση που παίρνει μαζί της, όλα στοιβαγμένα σε δυο βαλίτσες μπροστά στα πόδια της, σε μια φορτωτική, στην τσέπη της και ένα εισιτήριο που κρατά σφιχτά στο χέρι της μισοσκισμένο δίχως επιστροφή Αθήνα-Αγρίνιο...
Χορωδία οι ανάσες, τα γέλια και τα κλάματα, οι ευχές και επιθυμίες, σιγόντο ψιθυρίζει ο καθένας τον προσωπικό του ύμνο.
Για άλλους κοστίζεις μια ζωή και για άλλους μια δραχμή.Το θέμα είναι ότι, ακόμη αναγνωρίζουν τον ήχο της φωνής τους , το χρώμα και το ύφος της , δεν χάραξε όσο και να προσπάθησε η εποχή το πρόσωπό τους, δε φίμωσε τα γέλια και τα κλάματα τους .
Δεν κλείδωσαν οι επιθυμίες.
ΥΓ: Κοντά σου αισθάνομαι τεράστιος , δεν με χωράει ο τόπος...Μακριά σου ελάχιστος , ψάχνω γωνιά να κρυφτώ...