Νότια Καρολίνα, σε κοιτάζω σαν μια φέτα καρπούζι που χαμογελάει. Τα καραβάκια το απομεσήμερο σημαιοστολίζονται και τα παγωτά αχνίζουν από τη ζέστη. Ο Κλάρκ και ο Πουχόν ο Γάλλος ρίχνουν βουτιές πηδώντας από την προβλήτα. Ο Γάλλος πηδώντας κλείνει τη μύτη με τα χέρια του. Εσύ στέκεσαι στο προαύλιο του σπιτιού, είναι ένα αποικιακό σπίτι, η γιαγιά Μπέρτα το προστάτεψε κάποτε από μια εξαντλητική δημοπρασία. Τα γαβγίσματα των σκύλων, οι στρατιώτες που γυρίζουν από τον Κόλπο - με τις φανέλες του ριγμένες στους ώμους, κάτω από τον ήλιο-, όσοι ήρθαν σώοι και αβλαβείς, για τους άλλους η υπόθεση τους στάλθηκε χαραγμένη σε ένα γράμμα με μελάνι από τη Ν. Ορλεάνη - κουβαλούν μαζί τους καβούρια, όλα δίνουν μια αίσθηση οικειότητας.
Όλη η γειτονιά μαζεύτηκε περιμένοντας τους στρατιώτες, είχε διαδοθεί μια φήμη πως θα γυρνούσαν όλοι μαζί, πιασμένοι χέρι χέρι, κάτι σαν τις αδερφές Gumm στο Οriental Theater πριν σαράντα χρόνια. Δεν έγινε ποτέ. Τελικά γύρισαν καθένας τους μονάχος, όπου οι δικοί του πήδησαν απάνω τους λιγωμένοι από αναφιλητά, και γέλασαν και έκλαψαν ξανά όλοι μαζί, ώσπου κάτσανε να σκάσουν από το φαγητό ως θεία ή ευλογημένη οικογένεια.
Τις ημέρες, με το φως του ήλιου, μπορούσες να δεις τα πλαταγισμένα πρόσωπα (των στρατιωτών) να είναι ευχαριστημένα και κεφάτα, ανακουφισμένα και ευτυχισμένα, γεμάτα χαρμολύπη. Όμως, κάτι έλειπε: Τα βράδια όταν δεν τους έβλεπε κανείς έξυναν τα κεφάλια τους- ένα μάλλον νευρικό τικ- κλαίγοντας σιωπηρά στο μαξιλάρι τους, γιατί ένιωθαν πως γερνούσαν και το κακό που έπραξαν δεν είχε ανάλογη τιμωρία σε τούτο τον κόσμο.
Ένα όμοιο μεσημέρι έφτασε και ο Τόμας, είχε αφήσει ένα ακανόνιστο μουστάκι που θα μπορούσες να συναντήσεις μόνο στο Ντένβερ. Περπάτησε όλη την ανατολική ακτή στο Georgetown ξυπόλητος, (αν είχε το θεό του) την ώρα που η φλογισμένη άμμος τσουρούφλιζε ακόμα και τα μυρμήγκια. Είχε κρεμάσει στο λαιμό του τέσσερα μεγάλα καβούρια όταν έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς Μπέρτα. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας τρεις φορές απανωτά σαν τρελός, άλλωστε ο πόλεμος του είχε αφήσει μια μικρή κώφωση στο αριστερό του αυτί. Εκείνη έκανε λίγη ώρα να ανοίξει, και θεέ..πόσο σιχαινόταν αυτούς τους πλανόδιους πωλητές κατσαρολικών ή κατοικίδιων ζώων, τους αγύρτες που προέβλεπαν την μοίρα και το πεπρωμένο από την θέαση και μόνο της αριστερής παλάμης, ή τους χίπηδες που ζητιάνευαν και χτυπιόνταν με μουσικές που έφραξαν και το τελευταίο ραδιόφωνο της Αμερικής.
Σκούπισε τα χέρια πάνω στην ποδιά της κι άνοιξε αποκαρδιωμένη την πόρτα. Για μια στιγμή σάστισε κι έπειτα έκρωξε: "Τόμας!" Εκείνος σαν να μην ήταν άλλος (και άλλος της είχε έρθει), είπε:
"Καλημέρα κυρία. Έχω γυρίσει από τον πόλεμο, είμαι ένας ταλαιπωρημένος..ένας ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος στρατιώτης."
Η γιαγιά Μπέρτα για ένα λεπτό γλίστρησε στην διπλανή κουνιστή πολυθρόνα, κι έπειτα ζήτησε ένα ποτήρι νερό αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί να της το δώσει. Ύστερα σηκώθηκε αστραπιαία με ορμή εφήβου και χώθηκε στην αγκαλιά του Τόμας, γιατί τον είχε μεγαλώσει, κι ότι μεγάλωνε η γιαγιά Μπέρτα ήταν δικό της, μια και για πάντα.
"Ήσουν πολύ κακό αγόρι Τόμας Λόγκφέλλοου." Του είπε με την ανήλεη οικειότητα των Γράκχων.
Ο Τόμας δεν της είχε γράψει ούτε ένα γράμμα.
Όμως εκείνος της είπε πως ήταν καλά, παρά μονάχα που είχε αποκτήσει εκείνη την ελαφριά κώφωση στο αριστερό του αυτί, και πως είχε φέρει εκείνα τα καβούρια για να αποδείξει πως ήταν ο ίδιος Τόμας, πριν από τον πόλεμο, που ψάρευε γυμνός και κατουρούσε στο ποτάμι.
Τότε η γιαγιά Μπέρτα τον έβαλε μέσα στο σπίτι και συζήτησαν για όλα:
Για την Τζουλί που αποφάσισε να παντρευτεί έναν κτηνοτρόφο έμπορα στo Sandhills, για τον Κλαρκ που μεγάλωνε κάθε μέρα όλο περισσότερο και του έμοιαζε σαν πραγματικό του παιδί, για τον χαμό του Τζος και για την Πρόνοια που προσπάθησε να αρπάξει το σπίτι που είχε αναθρέψει τους προγόνους του για έναν αιώνα. Και είπαν πολλά, τόσα πολλά που δεν χωρούν μέσα σε μια και μόνο ιστορία.
Έπειτα, κανένας δεν έμαθε νέα του. Η γιαγιά Μπέρτα είπε πως εξαφανίστηκε μια ημέρα όπως εκείνη που έφτασε. Κανένας δεν θυμάται περισσότερα, κανένας δεν θυμάται περισσότερα για τον Τόμας που έγερνε στη σοφίτα του κι άκουγε πυροβολισμούς και ποδοβολητά και το χειρότερο τις νύχτες έκλαιγε κι ένιωθε πως γερνούσε.
σχόλια