Ο κόσμος σπάνια περνούσε πια από 'κει. Χειμώνας, βράδυ και μόνο τα σώματα και τα μαλλιά τους αλληλεπιδρούσαν με τον αέρα σ' εκείνη την περιοχή. Έβλεπες από μακριά τα σώματά τους να αιωρούνται αριστερά-δεξιά κάπως αφημένα στη φορά του ανέμου και κάπως σαν να του επέβαλαν προς τα πού να κινείται. Τα μαλλιά τους... Ακολουθούσαν κι αυτά την κίνηση, πάντα ριγμένα στους ώμους, πάντα μαύρα και μπερδεμένα σαν νυφικό χτένισμα που κάποιος με βία κατέστρεψε. Αυτό που σ'έκανε να τις ξεχωρίζεις από μακριά μες τη νύχτα ήταν τα νυφικά τους. Σαν υπενθύμιση αυτό το φωσφορίζον λευκό έλαμπε τρομακτικά σε μεγάλη ακτίνα, τόσο που, αν βρισκόσουν μέσα της, δεν μπορούσες να στρέψεις τα μάτια σου αλλού. Κι ήταν πολλές. Σε κάθε κολώνα της πλατείας κρεμασμένη και μια νύφη.
Κανείς δεν κατάλαβε τι είχε γίνει. Μέσα σ' ένα βράδυ ο δρόμος γέμισε νεκρές γυναίκες οικειοθελώς κρεμασμένες όλες διαφορετικής ηλικίας, βιoλογικής και έγγαμης. Χωρίς να έχουν συννενοηθεί, χωρίς καν να γνωρίζονται, έφυγαν από το σπίτι τους ήρεμα κι έτσι ήρεμα πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό τους. Μόλις άφησαν την τελευταία τους πνοή, πήραν όλες την ίδια μορφή. Ξερακιανές, πασαλειμμένες με μακιγιάζ σαν να τις χαστούκισε κάποιος με χρώμα, με κατάμαυρα μαλλιά ριχτά και κουβαριασμένα και όλες με το ίδιο λευκό νυφικό. Μπροστά, στο μέρος της κοιλιάς, η καθεμιά είχε τόσες κηλίδες αίμα όσα τα παιδιά που είχε φέρει ασυνείδητα στον κόσμο.
Άκουγες το μοιρολόι τους για κάθε όνειρο που παρέδωσαν χωρίς να το καταλάβουν με αντάλλαγμα μια βέρα. Άκουγες τα θέλω τους να πνίγονται σ' ένα μπιμπερό, μέσα στο γάλα που κατάπιναν λαίμαργα τα μωρά τους. Τις άκουγες να καταπίνουν τις επιθυμίες τους για χάρη της οικογενειακής γαλήνης, στο βωμό της εικονικής τέλειας οικογένειας.
Αν περνούσες τη μέρα, τις άκουγες. Άκουγες το μοιρολόι τους για κάθε όνειρο που παρέδωσαν χωρίς να το καταλάβουν με αντάλλαγμα μια βέρα. Άκουγες τα θέλω τους να πνίγονται σ' ένα μπιμπερό, μέσα στο γάλα που κατάπιναν λαίμαργα τα μωρά τους. Τις άκουγες να καταπίνουν τις επιθυμίες τους για χάρη της οικογενειακής γαλήνης, στο βωμό της εικονικής τέλειας οικογένειας. Εμφανίζονταν στις μάνες τους με κατάρες ουρλιάζοντας: "με ξεγέλασες, μ' έπεισες πως αυτός είν' ο σκοπός μου! Πρέπει να γίνω μάνα! Ήθελες εγγόνια για να'χεις να παίζεις με τα σπλάχνα μου! Με κορόιδεψες, τ'ακούς; Μ' εκδικήθηκες που σ' έκανα μάνα. Μου 'ταξες ευτυχία, μου 'πες ότι θα τακτοποιηθώ, μ' έκλεισες σαν εκκρεμότητα σ' ένα κλουβί με κούνιες και σφουγγαρίστρες και ένα τσούρμο άλλα σκατά για να καμαρώνεσαι πως με ξεφορτώθηκες και με φορτώθηκε άλλος."
Ο κόσμος τρόμαξε. Κανείς δε μιλούσε για γάμο πια. Οι άντρες φοβόταν να το προτείνουν μην καταλήξουν έτσι οι γυναίκες τους και οι γυναίκες αγριεύονταν ν' αναφέρουν ακόμα και τη λέξη. Οι μανάδες τους όλη μέρα τις τριβέλιζαν μην τους μπει τέτοια ιδέα στο μυαλό και χτυπήσει κανένα κακό το σπίτι τους. Κι αν κάποια κοπέλα παρέβλεπε το φόβο κι ονειρευόταν το γάμο της, τα βράδια εμφανίζονταν μπροστά της οι νύφες. Την περικύκλωναν και ήχοι από κατσαρόλες και βρεφικά κλάματα μπερδεύονταν στ' αυτιά της μέχρι το πρωί, ώσπου η ιδέα του γάμου της προκαλούσε τρέμουλο, κρύο ιδρώτα και εμετό.
Κάπως έτσι, σιγά σιγά οι νύφες ερήμωσαν την πόλη όπως εκείνη είχε ερημώσει την καρδιά τους...
σχόλια