O Kurt Hummel δοκίμασε για τρίτη φορά να βάλει μπροστά το κυπαρισσί Trabant του. «Γαμώ το φελέκι σου!», είπε στα Γερμανικά. Τελικά με την τέταρτη πήρε μπρος. Βγήκε στην κεντρική λεωφόρο του Κέμιντς και κατευθύνθηκε προς το εργοστάσιο συναρμολόγησης τρακτέρ όπου δούλευε. Χτύπησε την κάρτα του, φόρεσε βαρύθυμα τη φόρμα εργασίας του και πήγε στο πόστο του. Σιχαινόταν τη δουλειά του, «Εγώ ήμουν φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα», σκέφτηκε, «ανάθεμα τον Σοσιαλισμό που δεν είχα «μέσον» να πάω στο Πανεπιστήμιο και με έριξαν στα Τ.Ε.Ι». Δουλειά του ήταν να βιδώνει την κυλινδροκεφαλή στον κινητήρα. Υπεύθυνη εργασία αλλά τόσα χρόνια είχε μάθει να την εκτελεί με κλειστά τα μάτια. «Το Κράτος κάνει ότι μας πληρώνει κι εμείς κάνουμε ότι δουλεύουμε», μονολόγησε. Στο διάλειμμα έφαγε το λουκάνικο με το brezel του και διάβασε βαριεστημένα στην εφημερίδα για τα εγκαίνια ενός σχολείου από τον Σύντροφο Χόνεκερ.
Γύρισε σπίτι του κι έφαγε σχεδόν αμίλητος το μεσημεριανό μαζί με τη γυναίκα του. Ύστερα χώθηκε στο μπάνιο, κλείδωσε την πόρτα κι έβγαλε ένα πορνοπεριοδικό που του είχε φέρει κρυφά ένας συνάδελφος από τη Δύση. Αυνανίστηκε με μανία κοιτώντας τα σιλικονάτα στήθη του μοντέλου με αστεράκια στη θέση των θηλών. Σκουπίστηκε, βγήκε από το μπάνιο και ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του. «Αυτές είναι γυναίκες, όχι σαν τις δικές μας τις φακλάνες!», σκέφτηκε. Έπειτα στριφογύρισε για αρκετή ώρα στο κρεβάτι προσπαθώντας να κοιμηθεί αλλά το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι οδηγούσε μια απαστράπτουσα μαύρη BMW 318 injection ενώ έκανε διακοπές σε κάποιο ελληνικό νησί. Εν τέλει αποκοιμήθηκε.
Την ίδια μέρα, στην ίδια πόλη, ο Felix Holzer ξύπνησε κεφάτος και πήγε τον γιο του στο σχολείο με τα πόδια. Έπειτα κατευθύνθηκε προς το τραμ και κατέβηκε στη στάση του Δημοτικού Καταστήματος όπου δούλευε. Καλημερίστηκε με την κλητήρα στην είσοδο και ανέβηκε με τις σκάλες στον δεύτερο όροφο όπου βρισκόταν το Ληξιαρχείο που δούλευε. Η διαχυτική συμπεριφορά του δε θεωρούταν πια απρεπής από τους συναδέλφους του που την είχαν συνηθίσει και την απέδιδαν στη Μεσογειακή του καταγωγή από την πλευρά της Καταλανής μητέρας του. Για δέκατη έκτη συνεχόμενη χρονιά συνέχιζε να απευθύνεται με ευπρέπεια και συγκρατημένη εγκαρδιότητα στους κατοίκους της πόλης που έρχονταν για να δηλώσουν τη γέννηση του παιδιού τους –οι θάνατοι ήταν στη διπλανή θυρίδα. Έβλεπε τη δουλειά του σαν κοινωνική αποστολή και προσπαθούσε να την κάνει καλά. Δεν είναι και λίγο να καταγράφεις την αρχή μιας ζωής! Έφαγε το μεσημεριανό κολατσιό του, σάντουιτς με ξινολάχανο και πικάντικο κιμά, δούλεψε άλλες δυο ώρες και ξαναπήρε το τραμ.
Μπήκε στο σπίτι του, ένα διαμέρισμα εξηνταπέντε τετραγωνικών στον δωδέκατο όροφο μιας γκρίζας πολυκατοικίας σοβιετικής αισθητικής. Φίλησε στο κεφάλι τον γιο του και τον ρώτησε πώς πήγε το σχολείο. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει στο σχολείο να μιλήσει στον διευθυντή γι' αυτόν τον ψευτονταή που βασάνιζε το βλαστάρι του ή να τον άφηνε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Έπειτα βοήθησε τη γυναίκα του στο πλύσιμο των πιάτων, κλείδωσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και κάνανε έρωτα. Το στήθος της ήταν πεσμένο αλλά ο κώλος της συναγωνίζονταν εικοσάρες. Άλλωστε την αγαπούσε, όχι, λάθος λέξη, την νοιαζόταν. Εκσπερμάτωσε και κοιμήθηκε σαν πουλάκι.
«Ωραία που είναι η ζωή!», σκέφτηκε.
Ήταν Τρίτη, 9 Απριλίου 1988.
σχόλια