Θεός, αν υπάρχει σίγουρα δεν μας είναι αρκετός. Παιδιά κατώτερα απο εμένα που έλαχα να έχω μία καλύτερη μοίρα, μια ζωή πιο εύλογη. Όχι πως εγώ έχω όλα όσα θέλω και χρειάζομαι μα σίγουρα έχω περισσότερα απο εκείνους. Εκείνους τους οποίους τα συμφέροντα των ολίγων δεν τους αφήνουν να ζούν μια ζωή αξιοπρεπή. Ζωή πότε ευχάριστη και πότε δυσάρεστη, ζωή σαν την δική μας έστω και με λίγα να περνάς. Μια ζωή στις εμπόλεμες ζώνες, στις νάρκες να πατούν και τις βόμβες να ακούν. Να θες να την σιωπάσεις και να μην μπορείς. Να γίνεσαι έρμαιο των μεγάλων. Εκεινοί να αποφασίζουν πως, που και αν θα ζεις. Εκείνοι να σου δίνουν το ζωνάρι να σε αλυσοδέσουν κι εσύ να θαρρείς πως είναι σκοινί για να πιαστείς και να σωθείς. Είναι εκείνοι που δεν σέβονται εσένα, τα παιδιά σου, είναι εκείνοι που σου λεηλατούν το σπίτι και τη ζωή σου ολάκερη. Είναι εκείνοι που σε βάζουν στο δουλεμπορικό γιατί η γειτόνια σου όχι μόνο δεν είναι ασφαλής , είναι βομβαρδισμένη. Είναι εκείνοι που σε οδηγούν να τσαλαβουτάς στα κρύα νέρα χωρίς να νοιάζονται για την ζωή σου και το μέλλον σου. Για χάρη εκείνων εσύ αψηφάς κίνδυνο και φόβο, στριμώχνεσαι στα σαπιοκάραβα,κρατάς παιδί στην αγκάλια σου και εν τέλει κάθεσαι σε ενα ξέμπαρκο λιμάνι στην καλύτερη ή πεθαίνεις μεσοπέλαγα στην έσχατη των περιπτώσεων.
Δεν ξέρω τα γιατί και απορώ, απορώ τόσο που σιχαίνομαι. Σιχάθηκα τους επιφανειακούς καλοθελητές να προσπαθούν για παγκόσμια ειρήνη. Σιχάθηκα τους Βόρειους, τους Νότιους, τους Δυτικούς και τους Ανατολικούς γιατί δεν νοιάστηκαν ποτέ για εμένα και έσενα.
Όπως εκείνοι οι μικροί, οι άτυχοι. Όπως εκείνοι κι άλλοι τόσοι που χάρην στο Θεό τους πνίγονται. Που χάρην στα λεφτά των ολίγων χάνουν τις ζωές τους μέχρι και σημερα. Που χάρην στους ρατσιστές συμπατριώτες μου δέχονται βία καθημερινά και βλέπουν το σαρκίο τους να μαραγκιάζει. Παιδιά, νέοι και γέροντες που δεν έφταιξαν σε τίποτα κλαίνε μοναχοί, αλαφιάζει η συνείδηση τους, κοχλάζει η θλίψη μα συνάμα και η οργή τους για το πελώριο προσβλητικό δράμα που περνούν. Παιδιά που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, να γευτούν, να σφάλλουν και να μάθουν βρέθηκαν να κείτονται άτυχα. Δίχως όνομα και ταυτότητα. Δίχως κανένα στοιχείο ζωής. Μόνο νεκρώσιμα. Μόνο θανατικό. Μόνο πολιτικοί, οικονομικοί και θρησκευτικοί θάνατοι. Μόνο άτυχα θύματα πολέμου. Νεκρά κορμιά, νεκρές ψυχές. Ή ακόμα και ζωντανά κορμιά με νεκρές ψυχές. Τι να το κάνεις. Κορμιά μπρούμυτα που δεν κοιτάζουν του ανθρώπους ούτε τον Θεό γιατί τους παραμέλησαν και τους αδίκησαν και τώρα πια είναι μάταιο. Κοιτάνε κάτω στην θάλασσα εκεί που όλα ησυχάζουν και φαίνονται μαύρα, άψυχα, κενά και νεκρά. Αυτό δεν ήθελαν άλλωστε (;). Όλα στο βωμό των ολίγων. Μια ζωή δικής τους ίσον αναρίθμητοι νεκροι δικοί μας. Νεκροί επιλαχόντες που τους παίρνεις δίπλα σου Θεέ. Που τους επιλέγεις δίχως να κοιτάς Θεέ. Τους θέλεις κοντά σου γιατί; Γιατί μόνον τους εμπόλεμους; Γιατί μόνον τους πολλούς; Γιατί πάντα τους ευάλωτους; Δεν ξέρω τα γιατί και απορώ, απορώ τόσο που σιχαίνομαι. Σιχάθηκα τους επιφανειακούς καλοθελητές να προσπαθούν για παγκόσμια ειρήνη. Σιχάθηκα τους Βόρειους, τους Νότιους, τους Δυτικούς και τους Ανατολικούς γιατί δεν νοιάστηκαν ποτέ για εμένα και έσενα.
Δεν ξέρω Θεέ εσύ να μην λυπάσαι για αυτές τις ειδεχθείς εικόνες; Να μην σε ντροπιάζει και να μην σε συνεπαίρνει η πνιγμένη του εικόνα; Εσύ που επιβλέπεις τα πάντα; Ο Μέγας όλων να αφήνει τους ανθρώπους στο έλεος τους. Οι άνθρωποι να πεθαίνουν μόνοι απο ασφυξία, από τυχαίες σφαίρες, από πνιγμό. Πεθαίνουν δίχως να πουν αντίο σε κανέναν. Που είσαι Θεέ όταν σε αναζητούν; Που είσαι όταν προσεύχονται για σένα και σου αφιερώνουν την ζωή τους; Τι κάνεις για αυτούς Θεέ; Γυρνάς το βλέμμα σου αλλού και κλείνεις καλά τα αφτιά σου στις μάταιες προσεύχες τους, Θεέ. Πού είσαι για όλους εκείνους Θεέ; Όπως ξεβράζονται τα φύκια, ξεβράζονται κι εκείνοι. Νεκροί ή ζωντανοί δεν έχει σημασία. Εκείνοι φιλούν την γή πίστευοντας πως η γη της Επαγγελίας τους περιμένει, ειδάλλως ξέρουμε πως η Μεσόγειος αποτελέσε για μερικούς εναν υδάτινο τάφο που εγκλωβίζει μέσα του τόσα δάκρυα και αίματα. Είναι εκείνοι που στοιβάστηκαν σε μία βάρκα, ξεχνώντας πως για κάποιες βάρκες δεν υπάρχει λιμάνι. Τι κάνεις για όλους αυτούς Θεέ ;
Δεν υπάρχεις Θεέ. Υπάρχω εγώ όμως. Εγώ που σιχαίνομαι, εγώ που νευριάζω, εγώ που κλαίω, εγώ που λυπάμαι, εγώ που θέλω, εγώ που προσπαθώ, εγώ που ενώ μπορώ δεν με αφήνουν, εγώ που αισχύνομαι για τις αθλιότητες που δεν δημιούργησα, εγώ που διαμαρτύρομαι σε δρόμους ή ψυχικά μοναχή μου. Εγώ είμαι ο θεός. Εγώ κρύβω θεοποίηση. Εγώ και άλλοι τόσοι απο γωνιά σε γωνιά του κόσμου όλου. Εγώ που σκέφτομαι εκείνους και πονάω γιατί ξέρω πως θα μπορούσα να έχω την ίδια μοίρα με την δική τους. Εγώ κι όλοι οι θεοί σαν εμένα. Μόνον εμείς. Εσύ Θεέ δεν υπάρχεις, κι αν υπάρχεις σίγουρα δεν μας είσαι αρκετός.