Βλέπω το μυαλό μου να κατρακυλάει στην Τριπτολέμου και καταλαβαίνω ότι είναι ελαφρώς κατηφορική. Η πρώτη σκέψη δεν είναι πάντα η καλύτερη.
Συνεχίζω κι ακούω «Ερωτεύομαι τον εαυτό μου» κάπου στο Bορρά της γης. Με παγώνει η ιδέα της μόνιμης εσωτερικής κατανάλωσης, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Από πότε ο έρωτας έγινε προσωπική υπόθεση; Λίγο πριν το μετρό Κεραμεικού στροφή 180 μοίρες και πορεία προς Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μιλώντας για έρωτα, συνειδητοποιώ πως απέχω μόλις δυο παράλληλους από καυτά Ιρακινάκια που ικανοποιούν όλα τα γούστα για δεκαπέντε ευρώ. Αυτή η σκέψη με αποσυντονίζει.
Ακούω πως η ζωή είναι μικρή κι όμως μέχρι τώρα μου φαίνεται έχω ζήσει τέσσερις και το μόνο που χρειάζομαι είναι κάποιος να διαβάσει τη σκέψη μου για να με λυτρώσει από τις γαμημένες τις λέξεις.
Στην Πειραιώς σε βλέπω να θέλεις το ίδιο. Αλλιώς πώς βαράς ντάγκλα στη μέση του δρόμου; Βγαίνει η μαμά από μέσα μου. Δε σε νοιάζει και μπορεί και να το θες να σε πατήσουνε αλλά φιλαράκι μου, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του θανάτου σου. Δεν ξέρω αν η εικόνα της παράκαμψής σου είναι καλύτερη από μια ενδεχόμενη σύγκρουση. Φοβάμαι. Τις ασφάλειες να κλείσω.
Αναστροφή και πάλι πίσω. Δεν θέλω να σε παρακάμψω και επιλέγω να μη σε βλέπω.
Θυμάμαι την τελευταία ερώτηση που μ' έκανε να δακρύσω.. «έχεις ξαπλώσει τώρα τελευταία στην αγκαλιά της μαμάς σου;»
Παρκάρω. Μετά από λίγο είμαι μεταξύ φθοράς και μπύρας. Κάνω τον μποέμ καλλιτέχνη. Γελάω και πίνω στα στενά της Αθήνας σαν να μην υπάρχει αύριο. Φωνούλα επαναφοράς «Ποτέ δεν ήσουν μποεμ και τον τελευταίο καιρό δεν μοιάζεις ούτε με καλλιτέχνη. Ούτε λίγο». Όλοι γύρω μου φαίνονται καλά. Κι εγώ πριν από λίγο. Μας κοιτάω από ψηλά και η μόνη εξήγηση που δίνω είναι η λοβοτομή. Το κεφάλι μου θα εκραγεί. Ο Ζενίστας φίλος, μου το κάνει χειρότερο.. Ανοίγει το ευαγγέλιο του θετικιστή και αρχίζει «χαλάρωσε και σκέψου θετικά. Στο σύμπαν υπάρχει αφθονία. Το ηλιακό σου πλέγμα πρέπει να ξεμπλοκαριστεί». Μετά από αυτά που ακούω θυμάμαι το φίλο μου στην Πειραιώς και η πρέζα μου φαίνεται καλή ιδέα. Μπορεί και όχι. Παρά είμαι χέστης.
Τρέχω πίσω στον πύργο μου. Εκεί που τίποτα κακό δεν μπορεί να μου συμβεί. Μένω στην ψευδαίσθηση για τέσσερις περίπου ανάσες. Θυμάμαι ότι ο πύργος μου γκρεμίστηκε αντάμα με την κατάρρευση της θεωρίας περί ασφάλειας στο σπίτι την προηγούμενη εβδομάδα. Σιχτιρίζω και φεύγω. Κάποιος μου τραγουδάει «μη φοβάσαι τίποτα , είμαι εδώ να μπω μπροστά απ' τη σφαίρα». Το ξαναλέει. Ρεφραινάκι. Δεν νιώθω καλύτερα. Ξέρω, αυτοί οι στίχοι δε γράφτηκαν για μένα. Προς Μοναστηράκι τώρα.
Στον πεζοδρόμο κάνουν swing party. Αν κάτσω ακόμα λίγο θα νομίζω πως κατάπια χρονοκάψουλα. Λίγο ο Django, λίγο τα ρούχα...έχω μπερδευτεί. Διασχίζω το πάρτυ και κατευθύνομαι προς την πλατεία. Με σταματάει το όχημα του δήμου κι εκεί με βρίσκει το κακό. Πρώτα βλέπω εκείνη. Μια ηλικιωμένη έχει καρφώσει το βλέμμα της κάτω αριστερά. Ακολουθώ την πορεία των ματιών της. Από εκεί που είμαι φαίνεται μόνο ένα χέρι.
Πετάγομαι και πάω πιο κοντά. Ένας χοντρούλης μελαμψούλης κυριούλης μέσα σε μια κούτα. Κοιμάται. Εγώ και η κυρία τον κοιτάμε για λίγο σαν έργο τέχνης , μετά κοιταζόμαστε και κάνουμε σαν κοσμικές κυρίες σε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Καταλαβαίνω ότι κάνω ψέμματα. Ντροπή βαθιά. Φεύγω σα να με τσίμπησε μύγα. Με πιάνει μανία επιβίωσης. Κυρίως από συμφέρον. Δεν θέλω να μπω κι εγώ στην κούτα. «Δεν έχει σημασία πόσο αργά πηγαίνει, σημασία έχει να μην σταματάς». Παρ' ότι κουρέλι το ακολουθώ κατά γράμμα. Για λίγο λειτουργεί. Έτσι για να ξέρεις. Και για να μη λες ότι δε στο 'πα.
Ανακατεύομαι στην ιδέα ότι η ζωή είναι δουλειά (χωρίς τόνο , για το κλισέ). Να και τα «παιδιά». Δεν έχουν ανάγκη..Καμία κρίση. Δύο εισιτήρια μακριά απ' την ευτυχία. Με φέρνουν μια στάση πιο κοντά στην απόγνωση και λέω να κατέβω απ το λεωφορείο. Σκάει η φωνή της λογικής κλασσικά πιο δυνατή από μένα και μου σκάει χαστουκάκι για να μην ξεχαστώ. Προληπτικά. Μην κάνω καμιά μαλακία.
Συνέρχομαι απ' το χαστούκι και έρχεται δεύτερο. Δύο εβδομάδες σπίτι. Δεν ψάχνω πως θα γεμίσω τις μέρες μου.. και δε γεμίζουν. Πότε σταμάτησε να προκύπτει η ζωή; Η πρώτη βδομάδα με βρίσκει σε νοερές βόλτες μέσα στο καροτσάκι του φίλου πακιστανού avec les παλιοσίδερα. Κακήν κακώς έρχεται η δεύτερη. Σχεδόν δε με βρίσκει. Είμαι στο τούνελ. Μαύρα σκοτάδια. Ανακαλύπτω το παιδί έξω μου. Ενοχλητικό. Γυρνάω πλευρό και του κουνάω το μαντίλι. ΟΧΙ ΠΑΛΙ ΕΣΥ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ. Πάντα κοντά στο ξημέρωμα για να θυμάμαι. Ότι υπάρχει κι άλλη οδός;
Ο φόβος μεγάλωσε τόσο πολύ που πήγε στο πανεπιστήμιο. Κάθε που ο φόβος πηγαίνει για σπουδές θυμάμαι τη χριστιανική μου φύση. Αισθάνομαι ότι ο πάτος έχει απομακρυνθεί απ' την τελευταία φορά που τον είδα.
Εσωτερικός διάλογος λίγο πριν την κατάρρευση.
Εγώ: Κι αν χάσω τον έλεγχο και πέσω από πουθενά;
Εγώ: Μπορείς να πέσεις. Είναι σχεδόν τάση της εποχής. Ανέβα στο «Α for Athens» και γίνε πολτός στην Ερμού. Η πράξη σου θα σοκάρει, αλλά μόνο λίγο και μόνο για λίγο. Για τη μάνα σου ο πόνος θα είναι αβάσταχτος όμως στο τέλος για όλους εμάς, που δεν σε γνωρίζουμε, θα είσαι αντικείμενο φιλοσοφικής συζήτησης του κώλου για τις επόμενες 15 ημέρες και ένα ακόμα περιστατικό αυτοκτονίας που καταγράφηκε και καταχωρήθηκε στα στατιστικά στοιχεία της ψυχιατρικής εταιρίας.
Τέλος εσωτερικού διαλόγου
Εγώ-Εγώ 0-1
Ο πιο μεγάλος απ' όλους τους φόβους είναι μη συνηθίσω. Μην έρθει η στιγμή που θα νομίσω ότι αυτή είναι η αλήθεια. Φοβάμαι μη σε συνηθίσω στο μοναστηράκι μές στην κούτα , στην Πειραιώς να αργοσβήνεις , στη Λεωνίδου να ψωνίζεσαι. Φοβάμαι μη συνηθίσω να κάνω ψέμματα. Φοβάμαι τη συνήθεια γιατί όλα τα συνηθίζεις στο τέλος κι αυτό είναι το επικίνδυνο.
σχόλια