Μόλις είχα ξυπνήσει... είχε σχεδόν μεσημεριάσει... είχα ανάγκη και άλλον ύπνο καθώς το προηγούμενο βράδυ η συναυλία κράτησε μέχρι τα ξημερώματα και την έπεσα γύρω στις 8 το πρωί αλλά ο ήλιος που μπήκε δεν μου επέτρεπε να κοιμηθώ όσο ήθελα. Ο Γ. ο κιθαρίστας μας ήταν στο διπλανό δωμάτιο... τον άκουγα μέσα στον ύπνο μου να παίζει την ώρα του stuff, είχα καταλάβει ότι είχε γίνει πάλι... μετά από την δόση πάντα τραγουδούσε αυτό το κομμάτι, σαν το δικό του ξόρκι... «μην φοβάσαι σβήστο φως, δεν υπάρχει που πότε πως.» Αλλά στον ύπνο μου ακουγόταν σαν γλυκό νανούρισμα που ώρες ώρες λόγω του τρέμουλου της φωνής του γινόταν κάπως «στοιχειωμένο.»
Σηκώθηκα να φτιάξω καφέ και τον ρώτησα αν θέλει. Δεν απάντησε. Συνέχισε να τραγουδά, είχε απίστευτη φωνή και έπαιζε απίστευτη κιθάρα και μόλις τον άκουγα πάντα τσατιζόμουν μαζί του «τον μαλάκα» σκεφτόμουν «τόσο ταλέντο να πάει χαμένο... τον μαλάκα.» Ο Γ. για μένα ήταν αδερφός, θα σκότωνα για πάρτη του, αλλά το λούκι που είχε μπλέξει όμως ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Ήμουν και σε περίεργη φάση τότε, σκαστός από το σπίτι μου, είχα τα δικά μου αλλά και πάλι κάτι έπρεπε να κάνω. Δεν τόλμησα να μπω στο δωματιάκι που καθόταν. Δεν γούσταρα να τον δω έτσι και ξέρω ότι ούτε εκείνος το γούσταρε και κλεινόταν μέσα. Προτιμούσα απλά να τον ακούω. Κάθισα στον σαλονάκι και ήπια τον καφέ μου. Πήρα και ένα χαρτί και άρχισα να γράφω στίχους. Κάπου εκεί ήρθε και ο Γ. Μου χάρισε ένα χαμόγελο σαν να του έλεγα «για πόσο ρε αδερφέ μου... για πόσο»....«δεν κοιμήθηκες καθόλου;» του είπα, «τσου» μου απάντησε. «Τέλειωνε αυτό που γράφεις να αυτοσχεδιάσουμε πάνω του» συνέχισε. Η μουσική ήταν η ζωή μας, ζούσαμε μέσα από αυτή και πεθαίναμε μέσα από αυτή.
«Θα μαγειρέψω κάτι να φάμε και θα το τελειώσω μετά» του είπα. Εκείνη την ημέρα βγήκαμε έξω για βόλτα προς παραλία. Την αράξαμε σε μία ερημική. Άνοιξη ακόμα δεν είχε κόσμο παρόλο που είχε ήλιο και πήραμε κάτι μπύρες και ξαπλάραμε στην άμμο. «Ρε φιλαράκι» μου είπε «να ξέρεις, αυτές είναι οι καλύτερες στιγμές μου.» Τον κοίταξα και γέλασα «Έτσι είναι ωραία η ζωή» θέλοντας να του πω κάτι άλλο πίσω από αυτό που του είπα. Το έπιασε. Μου χαμογέλασε και αυτός με νόημα και αράξαμε μέχρι που σουρούπωνε. Αρχίσαμε να σιγοτραγουδάμε κομμάτια μέχρι που σκοτείνιασε. Γύρω μας άδεια κουτιά μπύρας. Τα μαζέψαμε και την κάναμε γιατί άρχισε να πιάνει κρύο. Αυτά ζήσαμε. 35 μέρες πριν πεθάνεις. Πού να γυρίζεις αδερφέ μου...
σχόλια