Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Cursor του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας του Eindhoven (TU/e) της Ολλανδίας κοσμεί το οπισθόφυλλό του με την εν λόγω γελοιογραφία, φιλοξενώντας παράλληλα εκτενή συνέντευξη Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών επάνω στην Οικονομική Κρίση στη χώρα μας και την απόφασή τους να μεταβούν στο εξωτερικό. Το άρθρο, που τιτλοφορείται ως «αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης», παρατίθεται εξ αφορμής της σημαντικής αύξησης των Ελλήνων σπουδαστών στο TU/e - 49 μέλη το φετινό ακαδημαϊκό έτος, έναντι 27 του αντίστοιχου περυσινού - όντας στον απόηχο της ανέλιξης της Ελληνικής φοιτητικής κοινότητας σε τρίτη μεγαλύτερη στην χώρα για το 2013.
Το οπισθόφυλλο βρίθει στερεοτύπων, μουστακαλήδες Έλληνες με φουστανέλα και τσαρούχια πηδούν μαζικά από αεροσκάφη της Ολυμπιακής (όταν μάλιστα η εν λόγω αεροπορική έχει περικόψει δραστικά τις πτήσεις εξωτερικού) και προσγειώνονται στην αυλή του TU/e, ενίοτε και στα σιντριβάνια του. Η γελοιογραφία προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα σε πολλά μέλη της ελληνικής κοινότητας, αρκετοί την υποδέχθηκαν με μειδίαμα ή απάθεια, ενώ υπήρξαν και αρκετοί που την βρήκαν προσβλητική, μια πράξη που θίγει την εθνική μας αξιοπρέπεια. Προσωπικά την βρήκα σαχλή, σε αναντιστοιχία με το κείμενο της συνέντευξης, ωστόσο σε καμία περίπτωση ως ατελέσφορη προσπάθεια να πληγεί το αγέρωχο ηθικό ανάστημα του αδάμαστου Ελληνισμού. Καταλαβαίνω, ωστόσο, τους συμπατριώτες μου που ενοχλήθηκαν, τα τελευταία χρόνια ειδικά έχουμε δεχθεί άδικες και περιφρονητικές αναφορές στον Δυτικό Τύπο που δεν τιμούν την σκληρή προσπάθεια που κάνουμε ως λαός να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Αδικούμε όμως και εμείς τους εαυτούς μας ως Έλληνες, όταν μετουσιώνουμε την πικρία μας σε απαξίωση των ανθρώπων που μας υποδέχθηκαν στην χώρα τους.
Ελλάδα και Ολλανδία είναι δυο εντελώς διαφορετικές χώρες. Είμαι από τους ανθρώπους που έζησαν και τις δύο πριν και μετά την Οικονομική Κρίση, κάνοντας τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα ως μηχανικός λογισμικού στην Philips Research το 2006, κάτι που αποδείχθηκε ευχή και κατάρα μαζί. Συγκεντρώνοντας τα πρώτα μου ένσημα σε ένα αξιοκρατικό περιβάλλον με ίσες ευκαιρίες, επίπεδη (flat) ιεραρχία, ορθή οργάνωση και έμφαση στην σεμιναριακή εκπαίδευση (training), δυσκολεύθηκα σημαντικά να προσαρμοστώ στην ελληνική εργασιακή πραγματικότητα του 2010, όταν και εκπλήρωσα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις. Αν και ευτύχησα να εργαστώ για δυόμισι χρόνια ως μηχανικός συστημάτων στη Διεύθυνση Πληροφορικής μεγάλης Τράπεζας στην Ελλάδα (που όμως σήμερα δεν υφίσταται ως νομικό πρόσωπο), η έλλειψη αξιόλογης προοπτικής επαγγελματικής ανέλιξης σε συνδυασμό με τις εκβιαστικές πολιτικές περικοπών στις αποδοχές με έφεραν για ακόμα μια φορά τον Δεκέμβριο του 2012 στην εταιρεία που πρώτη εμπιστεύτηκε τις ικανότητές μου, όταν το μελάνι στο πτυχίο του TU/e δεν είχε καν στεγνώσει. Ζώντας στην βροχερή Ολλανδία ως φοιτητής με υποτροφία, η Ελλάδα φάνταζε πάντοτε ιδανική, καφέ με τον αδερφό στην Αριστοτέλους, ρακόμελα με φίλους στο Θησείο, νυχτερινές φωτιές με όμορφη παρέα στην παραλία της Καψόχωρας, στιγμές που ακόμα αναπολώ με ζέση. Όταν όμως εργάστηκα στην Ελλάδα διαφάνηκε η παράνοια με την γραφειοκρατία του ΤΣΜΕΔΕ, η μάχη με την πολυνομία του Ελληνικού Δημοσίου, η ανελέητη τυπολατρία στο εργασιακό περιβάλλον. Έχοντας ζήσει και τις δυο χώρες επαγγελματικά, έμαθα τελικά να εκτιμώ καλύτερα τα όσα μου προσφέρουν στην εξέλιξη της καριέρας μου και την ποιότητα της ζωής μου.
Να μπορείς να κρίνεις και να συγκρίνεις τις καταστάσεις απαιτεί σωφροσύνη. Βρίσκω πολλά νέα παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό να μιλούν απαξιωτικά για την χώρα και τους κατοίκους που τους φιλοξενεί, να μελαγχολούν για την Άνοιξη που δεν έφτασε ακόμα, για τα φαγητά που δεν τρώγονται, για την φτωχή νυχτερινή ζωή. Συγγνώμη που θα το πω, αλλά εξ όσων γνωρίζω, κανένας δεν άρπαξε κάποιον από το αυτί για να τον σύρει από τις παραλίες της Χαλκιδικής στο εξωτικό Αϊντχόβεν και να τον καταδικάσει σε κάτεργα. Αρκετοί από εμάς ηξιώθημεν να απολαμβάνουμε διόλου ευκαταφρόνητες αποδοχές σε αξιοκρατικά επαγγελματικά περιβάλλοντα της Ολλανδίας, ενώ πολλοί – και βάσει στατιστικών πλέον – φοιτούν σε αξιόλογα πανεπιστήμια επί αντικειμένων που συχνά δεν υπάρχουν καν στην Ελλάδα. Σαφώς και το γεγονός ότι μόνο τον φετινό Μάρτιο φτιάξαμε τρεις φορές χιονάνθρωπο είναι ικανό να σε μελαγχολήσει, ωστόσο ας μην ξεχνάμε τον λόγο που μπήκαμε στο αεροπλάνο εξαρχής: επειδή η ίδια μας η πατρίδα αδυνατούσε να μας κρατήσει κοντά της.
Η ζωή στο εξωτερικό δεν είναι ονειρική, όσο κι αν οι συμπατριώτες μας στην Ελλάδα σπεύδουν να συμπληρώσουν τον λόγο τους με την φράση «καλά είσαι εκεί.» Όσους βαθμούς Κελσίου και εάν δείχνει το θερμόμετρο Απρίλιο μήνα, δεν πρέπει να αφήνεις το εξωτερικό κρύο να παγώνει την ψυχή σου. Σκέφτομαι πως όπου κι αν καταλήξεις, δεν (πρέπει να) παύεις να είσαι Έλληνας, ένας άνθρωπος κιμπάρης, φιλότιμος, πολυμήχανος, ευγενής και φιλόξενος, ένας πραγματικός πολίτης του κόσμου. Στις σαχλές γελοιογραφίες και τα άνοστα αστεία των ξένων συναδέλφων σου οφείλεις να δείξεις ανωτερότητα, να αντικρούσεις την σοφιστεία περί τζιτζικιών του Ευρωπαϊκού Νότου με την στατιστικά αποδεδειγμένη εργατικότητα του λαού σου, και να σταθείς ευγνώμων που μια ξένη χώρα σου έδωσε τις ευκαιρίες που η ίδια σου η πατρίδα δεν κατάφερε να σου προσφέρει.
Όταν μελαγχολώ για τον μουντό ολλανδικό καιρό, προσπαθώ να σκέφτομαι τα λόγια της γιαγιάς μου Αθηνάς: «Τι να σου πω, παιδί μου, δόξα τω Θεώ να λέμε που για άλλη μια μέρα έχουμε την υγειά μας καλή και το τραπέζι μας γεμάτο.» Και αυτό με βοηθάει να κοιμάμαι καλύτερα τα βράδια.
Χαράλαμπος Ξανθοπουλάκης PDEng
Αρχιτέκτων Λογισμικού, Κάτω Χώρες