Βιαστικός νωρίς νωρίς το πρωί για τα ψώνια της ημέρας και περνώντας έξω από ένα καφενεδάκι που ίσα που είχε δεχτεί τους δύο, άντε τρεις πρώτους ράθυμους πελάτες του, συναντήθηκα μαζί του... Εκεί δα καθιστός σε μια γωνίτσα κι ακουμπησμένος βαριά βαριά στο δράμα του ο άστεγος, μάλλον απ' αυτούς της "νέας εποχής", (πιθανότατα μέχρι πρότινος αστός που ζούσε μια χαρά το δικό του όνειρο), σήμερα όμως παρ' όλη την εμφανέστατη προσωπική του αξιοπρέπεια παρούσα στο βλέμμα του, γκρεμισμένος κι ο ίδιος όπως και όλα τα άλλα όνειρά του, έτσι... υπήρχε και κρατούσε ένα χαρτόνι κρεμασμένο μπροστά στο στήθος του.
Έγραφε: " ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΣΑΣ".
Δεν κινούνταν, δε ζητούσε ελεημοσύνη ή τίποτα άλλο, απλά υπήρχε εκεί θυμίζοντας στον κάθε πρωινό περαστικό την ύπαρξη του. Και την κραυγή του. Κι αν είχαν ελάχιστα έστω αισθήματα μέσα σου απομείνει από τον εξουθενωτικά εγωιστικό τρόπο ζωής σου, δε μπορούσε παρά να κόψει ταχύτητα το βήμα σου και να χάσει το βλέμμα σου ύψος μ'αυτό που διάβαζες. Έτσι κοντοστάθηκα κι εγώ και διάβαζα την επιγραφήν ξανά και ξανά. "ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΣΑΣ".
Σε μια κοινωνία του "σώζων εαυτόν σωθήτω", του καναπέ και των hitech τηλεκοντρόλ για ανέμελο ζάπινγκ σκεφτόμουν, ποιον να πρωτοκατηγορήσεις, ποιος θα βρεθεί να φταίει περισσότερο ή λιγότερο για όλα αυτά τα δράματα του σήμερα. Ποιοι, αυτοί που δεν έπραξαν επειδή δεν ήξεραν ή από ωχαδερφισμό; Ποιοι, αυτοί που έπραξαν λάθος γιατί αποδείχτηκαν ανίκανοι ή "λίγοι"; Αυτοί που πρόδωσαν ή αυτοί που προσπέρασαν; Μήπως όχι "εμείς" αλλά οι "άλλοι"; Μήπως όχι οι "δικοί μας" αλλά οι "δικοί τους"; Πολλά τα ερωτηματικά τα χωρίς απαντήσεις.
Κι έπειτα πέρασε η ώρα, έφτασε μεσημεράκι. Λαχανιασμένος από την τρεχάλα του πρωινού για τα ψώνια της ημέρας, τους λογαριασμούς και τις λοιπές υποχρεώσεις έφτασα στην πλατεία να πιω ένα φραπεδάκι να ξαποστάσω. Άναψα το πρώτο τσιγάρο και... ανάσανα με ανακούφιση "Ουφ, καλά είμαστε προς το παρόν. Και δουλίτσα έχω και κανα ψιλό για κανα καφεδάκι που και που και το νοίκι για την ώρα πληρωμένο. Δόξα το Θεό". Κι ήρθε η σερβιτόρα το γκομενάκι το καλό να πληρωθεί γιατί "άλλαζε βάρδια" και έλεγα μέσα μου "αχ αχ αχ..." και ψάχνοντας το πορτοφόλι έπεσε το βλέμμα μου στα τελευταία διαθέσιμα ψιλά και ψιλομελαγχόλησα που τα αναίσθητα αφεντικά και όλο το κωλοσύστημα μετά από τόσα χρόνια δουλειάς με κρατάνε καθηλωμένο σε μια δουλειά παγίδα με τρεις κι εξήντα...
Και το χαρτόνι με την επιγραφή - μαχαιριά στις συνειδήσεις ξεχάστηκε. Κι ο άστεγος ξεχάστηκε. Και το δράμα τόσων και τόσων συνανθρώπων πάλι προσπεράστηκε. Και το κοτόπουλο στο ταψί στο σπίτι περίμενε. Και το γκομενάκι έφυγε πάνω στο παπάκι ενός αχαΐρευτου μαλλιά. Και τέλος πάντων ήταν η ώρα να την κάνω. Έτσι απλά, όπως την κάνουν όλοι... στα δύσκολα. Έτσι όπως κάποιοι στην Ελλάδα της κρίσης και των αυτοκτονιών συνεχίζουν να απολαμβάνουν σολομό πάνω σε μαύρο γερμανικό ψωμί, κάποιοι δίνουν μάχες για ένα ταψί κοτόπουλο και κάποιοι συνεχίζουν κάπου κάπως να υπάρχουν κρατώντας χαρτόνια που γράφουν "ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΣΑΣ..."