Στις περισσότερες μάχες που δίνουμε αποβλέπουμε στη νίκη, στη βεβαίωση της αρτιότητας μας. Ακόμα και στην τόσο ξεχωριστή για τον καθένα μας μάχη με τον εαυτό του αποβλέπουμε στη νίκη. Στη νίκη του εαυτού που θαυμάζουμε και στην ήττα του εαυτού που ξορκίζουμε. Τι συμβαίνει όμως όταν έρχονται περίοδοι στη ζωή μας που ο εαυτός που τρέμαμε στη σκέψη ότι θα αναδυθεί όχι απλά εμφανίζεται αλλά κάθεται σαν ένα σύννεφο πάνω από το κεφάλι μας;
Στο σημείο αυτό και ανακαλώντας την ταινία «Ο βασιλιάς των λιονταριών» δε θα ξεχάσω τα λόγια του Μουφάσα στο γιο του Σίμπα. Λόγια που μου είχαν φανεί περίεργα ως παιδί αλλά ουσιαστικά μέσα στην όλη τους σκληρότητα ως ενήλικη. Όταν λοιπόν ο Σίμπα έτρεξε μακριά από τη ζωή του επειδή τη φοβήθηκε, φοβήθηκε να διώξει το σκοτάδι, φοβήθηκε πως θα χάσει, ο Μουφάσα του είπε το εξής: «Κοίτα τον εαυτό σου, ένα τίποτα. Θυμήσου ποιος είσαι.»
Η οικειότητα που νιώθουμε για μία δυσάρεστη κατάσταση δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την ανάγκη μας να συμφιλιωθούμε με το κακό με σκοπό να μη μας τρομάζει τόσο. Το σύμφωνο ανακωχής μεταξύ μας. Η βεβαίωση να μην ενοχλεί ο ένας τον άλλον. Έτσι, αργά ή γρήγορα η οικειότητα γίνεται κανονικότητα και οι σκιές απλώνονται παντού ντυμένες το ειρηνιστικό τους πέπλο, την τέλεια απόκρυψη. Και κάπου εκεί οι στιγμές που αποζητούσαμε την καθαρότητα της λιακάδας μοιάζουν μία σκέψη τόσο μακρινή και δύσκολη. Όταν συνηθίζεις το σκοτάδι εξάλλου το φως σε τυφλώνει.
Ζώντας στο άλλοθι της παραίτησης που έχεις κατασκευάσει αφήνεις αυτή τη συννεφιά που έχει δημιουργηθεί να γίνει καταιγίδα. Αν παλέψεις να τη διώξεις θα δεις πως ο ήλιος τελικά δε τυφλώνει, αλλά ζεσταίνει. Ζεσταίνει το μέσα σου, τις σκέψεις σου. Θυμήσου ποιος είσαι. Ποιος θα ήθελες να είσαι. Ποιον εαυτό -αν τον αντιμετώπιζες ως αντίπαλο- δε θα τον υποτιμούσες αλλά θα τον κοίταζες με δέος και θαυμασμό. Μία μάχη έχει νόημα όταν αξίζει και ο αντίπαλος, σωστά; Κάνε τον να αξίζει. Κάνε σε να αξίζεις.
σχόλια