Η διήγηση, ως γνωστόν, κόβει πιο εύκολα κι από αβγολέμονο. Πώς να συγκεντρωθώ στην ιστορία μου όταν έχω να παλέψω με Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές; Κουδούνια, ελάφια με έλκηθρα, δέντρα που αναβοσβήνουν, κάνουν και το πιο στιβαρό μυαλό να χάσει τον ειρμό του. Όχι το δικό μου που βρίσκεται υπό συνεχή κατεδάφιση. Θα αφήσουμε για μια άλλη, λιγότερο φανταχτερή εποχή, το τι συνέβη με τη γατομάνα και θα ξαναγυρίσουμε στο παρόν, όπου αναρωτιέμαι αν πρέπει να είμαι ο Σκρουτζ για να με επισκεφτεί το πνεύμα των Χριστουγέννων κι όχι ηλεκτρονικές ευχές που μυρίζουν υπερθερμασμένο καλώδιο και δεν μπορούν να ζεστάνουν την καρδιά μου. Προσπαθώντας να συμμεριστώ την πρεμούρα του μικρού Ιησού να ενσαρκωθεί στον κόσμο μας, ξεφύλλισα τις καλύτερες φωτογραφίες του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, αλλά δεν σκίρτησε τίποτα μέσα μου. Τελώ υπό το κράτος εορταστικής κατάθλιψης.
Ύστερα από τα χορτοφαγικά Χριστούγεννα που είχα απλόχερα προσφέρει στις γάτες, εκείνες κύρτωσαν τη ράχη, έβγαλαν νύχια και είχαν να φανούν δυο μέρες. Ήμουν ξεχασμένη από όλους. Ή σχεδόν. Γιατί μόλις χτες χτύπησε το παράθυρό μου το Ταυρί ψέλνοντας κάτι ασυναρτησίες, τις οποίες προσποιήθηκα ότι καταλάβαινα. Το περίμενα να τελειώσει, οχτώ ολόκληρους στίχους διανθισμένους με τα παρωχημένα γκαν γκαν στάιλ και γαλοπούλα τσίου, ψάχνοντας τις τσέπες μου να του δώσω κάτι χρήσιμο. Ο χοντρός του σβέρκος παλλόταν ρυθμικά, τα ρουθούνια του έβγαζαν καπνούς, οι πατούσες του ανοιγόκλειναν μαλάζοντας το χαλάκι της Μουράγιο. Έκανε πατουσάκια; Αυτός συνήθως κυκλοφορούσε κοιτώντας πάνω από τον ώμο του, φτύνοντας στα πεζοδρόμια, μασώντας τις λέξεις και εκτοξεύοντας απειλές κατά τη συμμορία του Ρόκκο. Το να ζυμώνει το χαλάκι με έκανε να νιώθω ευσυγκίνητη και εντελώς, ΘΕΛΩ – ΝΑ – ΤΕΛΕΙΩΣΟΥΝ – ΟΙ – ΓΙΟΡΤΕΣ - ΑΜΕΣΩΣ. Έφερα τη φωτογραφική να απαθανατίσω τη μοναδική στιγμή, αλλά έγινε άφαντος, πρόλαβα και είδα την κανελί καρδιά που έχει σαν φυσικό τατουάζ στο ένα του πλάι.
Καλύτερα, γιατί θα αργούσα στη δουλειά. Το μετρό ασφυκτιούσε από άτομα που λυμαίνονταν τα απομεινάρια της αγάπης μας, πουλώντας στυλό, ημερολόγια ή κρατώντας πειστήρια αρρώστιας και πολυτεκνίας. Η διπλανή μου, μια κυρία με μουσταρδί παλτό, τάπωσε τα αυτιά της με ωτοασπίδες βλέποντας έναν άστεγο να πλησιάζει και άρχισε να παίζει με το κινητό της. Τα δικά μου έμειναν εντελώς εκτεθειμένα, απορροφώντας και τους ήχους που αντιστοιχούσαν και σε κείνη.
«Δώστε κάτι, σας παρακαλώ. Όχι, ότι έχετε υποχρέωση να μου δώσετε, αλλά να, δεν σας κρύβω, και ντρέπομαι που το λέω, όταν βλέπω κάποιον να τρώει, ζηλεύω». Δεν τα έλεγε με τη φωνή – κονσέρβα που χρησιμοποιούσε ο συρφετός. Σε έκανε να θέλεις να τον καλέσεις στο τραπέζι σου. Ακούστηκαν μερικά κέρματα να πέφτουν στο απλωμένο χέρι του νεαρού. «Ευχαριστώ», είπε κι απομακρύνθηκε, πήγε για το επόμενο βαγόνι. «Ευτυχώς που έχω κι εσάς. Μόνο εσάς έχω, αλήθεια σας λέω». Το στομάχι μου πέτρωσε.
Ανέβηκα τις σκάλες τρέχοντας και τα λόγια του αντηχούσαν στ’ αυτιά μου. Καθώς θα το έλεγε σε κάθε βαγόνι επί όσες ώρες είχε κουράγιο να το κάνει, αυτό μας έκανε έναν υπέρογκο αριθμό ανθρώπων που ένιωθε δικούς του. Σε αντίθεση με μένα που δυσκολευόμουν να νιώσω δικούς μου τους δικούς μου. Δεν φτάνει που τον άκουγα σαν υπνωτισμένη και δεν του είχα δώσει τίποτα, τον ζήλευα κιόλας.
Ήθελα να το διηγηθώ στην Όλγα, αλλά ήταν απορροφημένη με το να κατεβάζει μωρά με αγιοβασιλιάτικα σκουφιά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη. Μου έδειξε όλα τα SOS βίντεο, από τα οποία μπορούσαμε να αντιγράψουμε ή να διασκευάσουμε, προκειμένου να βάλουμε την τελευταία πινελιά στη δουλειά μας. Βαριόμουν, πράγμα που έδειχνε ότι είχα αρχίσει να μαθαίνω, δεν χρειαζόμουν όλη μου την προσοχή. Ήθελα να κλάψω επίσης, αλλά αντιστεκόμουν. Η Όλγα μου ζωγράφισε ένα εορταστικό μακιγιάζ για να κρύψει τους κύκλους κάτω, γύρω και μέσα στα μάτια μου. Της είπα να με φωνάζει με το χαϊδευτικό μου, Ρεμάνα. Το είχα πεθυμήσει, είχα καιρό να το ακούσω από τα παιδιά μου.
«Πόσο είναι τα παιδιά σου;» ρώτησε.
«Θα σε γελάσω», είπα κερδίζοντας χρόνο, για να μην υπολογίσει πόσο είμαι.
«Πώς;»
«Εννοώ ότι το παιδί δεν έχει ηλικία για τη μάνα του, είναι πάντα το μωρό της κι έτσι δυσκολεύομαι να υπολογίσω την ηλικία τους».
«Ε, δεν έχεις παρά να αφαιρέσεις την ημερομηνία γέννησής τους από σήμερα».
«Αν το θεωρείς τόσο εύκολο… Μάνα είμαι, όχι λογίστρια».
Η Όλγα με αποκάλεσε σάικο μάνα και κατέβασε γραφικά με γκι που σχημάτιζαν χαρμόσυνα μηνύματα πάνω στο χιόνι. Τα κοιτάξαμε από μακριά να δούμε πώς έδειχναν αν τα μοντάραμε πάνω στο χάρτη της Ελλάδας, ντυμένο κι αυτόν με κόκκινο σκουφί. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι χτες, λίγο πριν κοιμηθεί, είχε μουντζουρώσει με μεταλλική μπογιά τη δουλειά της Ματίνας, είχε γράψει βωμολοχίες, αλλά δεν τις έσωσε. Ήταν σαν να μην το έκανε ποτέ. Προσπάθησα να της εκμυστηρευτώ κι εγώ κάτι, αλλά όλα μου φαίνονταν ή γελοία, ή εντελώς συνηθισμένα και μπαγιάτικα για μια κοπέλα 28 χρονών. Της εκμυστηρεύτηκα την ηλικία μου. «Δεν σε έκανα λιγότερο», είπε, «ειδικά το καλοκαίρι που σιδέρωνες το μαλλί σου». Ύστερα στείλαμε το εορταστικό βίντεο στον προϊστάμενο και σε πέντε λεπτά μας καλούσε στο γραφείο. «Πήγαινε εσύ, μωρέ, να δεις τι θέλει», είπε η Όλγα.
Από τότε που δούλευα υπό την προστασία της, δεν φοβόμουν για την ποιότητα της δουλειάς. Αφηνόμουν να με οδηγεί εκείνη. Άνοιξα και μπήκα θαρρετά (συγκριτικά με προηγούμενες εισόδους). Ο προϊστάμενος ήταν ντυμένος στο πράσινο του έλατου, ενώ στο γραφείο του υπήρχαν κουραμπιέδες και μελομακάρονα. «Ξέρεις, κυρία Θάρρου, θα σε έχουμε μαζί μας και το ’14. Πώς το κατάφερες αυτό;» είπε χωρίς προλόγους.
«Έβγαλα ένα αγκάθι από το πόδι του διευθυντή μας», είπα ντροπαλά, αλλά και ανακουφισμένα που είχα πάρει παράταση. Δεν κούνησε ούτε βλέφαρο, όχι να χαμογελάσει κιόλας. Δεν εκτίμησε καν την προσφυγή μου σε ένα χιλιοειπωμένο κλισέ. Προφανώς η μάνα του, όπως κι εγώ άλλωστε, δεν του είχε διαβάσει αρκετό Αίσωπο. Είχαμε περάσει ανερυθρίαστα στον Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας. Τώρα πληρώναμε τα λάθη μας. Η νεολαία είχε αποκτήσει τα εντελώς δικά της στερεότυπα, σνόμπαρε τα δικά μας.
«Ελάτε, ένα αστείο έκανα. Μόνο εσάς έχω, Νίκο ……… !!!!!!!!! …….. ;;;;;;!!!!!!!»
Δεν το είπα ε; Θεοί, δεν είναι δυνατόν να είπα κάτι τέτοιο. Πώς να το πάρω πίσω; Μήπως δεν το είπα; Όμως όχι, η παγερή σιωπή που απλώνεται και καλύπτει όλο το χώρο του γραφείου, μου δείχνει ότι το είπα κι ότι αυτές οι σιωπές, θα είναι όντως παγερές εις τους αιώνας των αιώνων. Ο κύριος Ευαγγέλου έχει μείνει στήλη άλατος σαν παστός μέσα στο πράσινο συνολάκι του. Το να παραμένει ζωντανό ένα κλισέ από την εποχή του Λωτ, δεν ξέρω γιατί, αλλά με ηρεμεί και μου παρέχει ασφάλεια, ότι τίποτα δεν θα καταρρεύσει με τη μία.
Πώς μου κατέβηκε και ξεστόμισα κάτι τέτοιο; Αφού έχω τις γάτες. Τους γονείς μου, που ζουν ακόμα. Τα παιδιά μου, που πρέπει να τα αφήνω να ζουν τη δική τους ζωή, αλλά όσο να ναι, πιάνονται κι αυτά. Το σόι μου. Τους φίλους μου. Δυο πρώην μου που καταφέραμε να γίνουμε φίλοι. Τους γείτονες και συναδέλφους. Τι να πω, μάλλον δεν μου φτάνουν.
«Έχω από καιρό καταλάβει τα αισθήματά σου, κυρία Θάρρου», λέει.
Γιατί μιλάει σαν ηρωίδα του Δουμά; Η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από άβολη. «Ποια αισθήματά μου; Δεν είσαστε…» ψελλίζω. «Θέλω να πω, με τα στενά σας και τις χορευτικές κινήσεις νόμιζα… δηλαδή, όχι πως είναι κακό, τώρα πολλοί νέοι είναι… δεν ξέρω αν ο γιος μου ήταν πώς θα το έπαιρνα… αλλά για σας δεν πειράζει, (το χειροτερεύω όσο δεν παίρνει) είναι και το πρόβλημά μου με την οικειότητα, είναι που είδα κι εκείνον τον άστεγο, θα είναι κολλητικές οι ατάκες, ακόμα και τα βίντεο που σιχαίνομαι μουρμουρίζω καμιά φορά, εσείς όχι; Ας το ξεχάσουμε. Καλή πρωτοχρονιά, παιδί μου», λέω μονορούφι αν και κομματιαστό (δεν ξέρω πώς γίνεται) το λογύδριο και καρφώνομαι στον απέναντι τοίχο στη βιασύνη μου να φύγω.
«Καλή χρονιά, μαμά… εεεε, κυρία…Θάρ…», κι ακούγεται ένας παρόμοιος γδούπος στη τζαμαρία όπου αναβοσβήνει το λογότυπο της εταιρείας
Με ευχές
(συνεχίζεται)