Πόσες φορές μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα, σε ένα φαινομενικά δυσθεώρητο εμπόδιο της ζωή μας αναφωνήσαμε «γιατί σε εμένα;». Πόσες φορές υπήρξαν στιγμές που αισθανθήκαμε τα βάρη της καθημερινότητας ή τις προκλήσεις να μας εξουθενώνουν; Το σίγουρο είναι ότι όντως ήταν και είναι πολλές εκείνες οι στιγμές, όμως, ακόμη περισσότερες ήταν οι φορές που τελικά καταφέραμε να μείνουμε στυλωμένοι στα πόδια μας.
Φαντάζομαι που και που να έχω μια ζωή απαλλαγμένη από προβλήματα, πόνο και προκλήσεις. Όμως ενώ κάνω αυτή την σκέψη, πάντα, σχεδόν ταυτόχρονα, μια εικόνα μου έρχεται στο μυαλό... Ένας βαρύς, «καλοζωισμένος» άνδρας σε ένα σκοτεινό και άδειο δωμάτιο με μόνη συντροφιά μια τηλεόραση και ένα σακουλάκι πατατάκια. Κάθεται σε μια φαρδιά αναπαυτική πολυθρόνα και το βαριεστημένο πρόσωπό του φωτίζεται μόνο από τις σπάνιες αντιθέσεις του φωτός που προκαλούν οι σκηνές του έργου. Τρώει αποχαυνωμένος μερικά πατατάκια, ίσως γιατί ο κριτσανιστός ήχος τους να τον βοηθάει για λίγο να ξεχάσει την επίπεδη ζωή ή μάλλον τον θάνατο του.
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο δεν είναι ο βιολογικός θάνατος, αλλά ο θάνατος εν ζωή. Είναι δύσκολο να θέλεις να ζήσεις. Είναι τέχνη. Πόσοι θα θέλαμε να αφήσουμε την ασφάλεια μας; Πόσοι θα ρίχναμε στα σκουπίδια μια επιφανειακή και φαινομενικά τρυφηλή ζωή για να γευτούμε το νόημα της ύπαρξης μας; Πόσοι θα θέλαμε να ξεφορτωθούμε έτοιμα κοστούμια και να ρισκάρουμε ακόμα και να μπούμε στο περιθώριο; Τελικά πόσοι θα τολμούσαμε να είμαστε ο εαυτός μας;
Οι δυσκολίες, οι προκλήσεις αλλά και οι ευκαιρίες που συνεχώς δίνει η ζωή είναι αναμφισβήτητα δυνατότητες προσωπικής ανάπτυξης και εξέλιξης. Ταυτόχρονα όμως για να μπορέσουμε να τις αξιοποιήσουμε χρειάζεται να θέλουμε αλλά και να είμαστε έτοιμοι να αντικρίσουμε το αληθινό της πρόσωπο. Το οποίο μπορεί εκ πρώτης όψεως λόγω του βάρους των προβλημάτων να μοιάζει άσχημο ή αποκρουστικό αλλά σίγουρα στο βάθος είναι πάντα όμορφο. Γιατί τίποτα στη ζωή δεν γίνεται χωρίς στο τέλος να έχει πάντα ένα «έσοδο» για εμάς, για την προσωπική μας ωρίμανση, μια ωρίμανση που σίγουρα δεν κερδίζεται όταν απλά ενηλικιωνόμαστε βιολογικά.
Βέβαια αν σε όλα αυτά λείπει η αγάπη τότε πως θα μπορούσαμε να ελπίζουμε σε κάτι; Με αρχή τον ίδιο μας τον εαυτό και προορισμό τον άλλον, το ταξιδιάρικο αυτό πουλί που λέγεται αγάπη καταλήγει να φωλιάζει στις αντιθέσεις και στο αβέβαιο της ζωής και τέλος στο ανεξάντλητο δόσιμο προς τον άλλον.
Κλείνοντας, συνειδητοποιώ ότι όποτε καταπιάνομαι με τέτοια θέματα πάντα με καταλαμβάνει μια συστολή. Ίσως να είναι λόγω της ίδιας της δυσπρόσιτης μορφολογίας τέτοιων «υπαρξιακών» μονοπατιών. Ίσως πάλι να είναι οι αμφιβολίες μου για το αν και εγώ ο ίδιος τα καταφέρνω. Το σκέφτομαι. Ένα είναι βέβαιο. Ο άνθρωπος, ο καθένας από εμάς, μπορεί και έχει την δύναμη να χαράξει την πορεία που θα του προσφέρει «ζωή στη ζωή».