Η ιδέα ξεκίνησε από την εμπειρία που έζησε ο Άλεξ Οικονομίδης προσπαθώντας να φτιάξει ένα μικρό μποστάνι με διάφορα ζαρζαβατικά στο μπαλκόνι του κι από την περιέργειά του να μάθει από πού προέρχονταν τα φυτά που αγόραζε από το φυτώριο. Πολύ σύντομα, ανακάλυψε ότι η τροφή ελέγχεται από πολύ λίγες και συγκεκριμένες εταιρείες παγκοσμίως που πουλάνε σπόρους, υβρίδια και μεταλλαγμένα μαζί με τα χημικά, κι ότι οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι υπό εξαφάνιση. Και κάπως έτσι του κόλλησε η ιδέα.
«Έχουν γίνει πολλά (κυρίως ξένα) ντοκιμαντέρ γι’ αυτά τα θέματα, και δεν μ’ ενδιέφερε να κάνω ένα επιθετικό φιλμ, όπου θα δείχνω τα προβλήματα που υπάρχουν και το χάλι που ζούμε. Αντιθέτως, θέλησα να κάνω κάτι πολύ αισιόδοξο. Κάτι που να αφορά τους ανθρώπους της πόλης, σαν κι εμένα, που δεν έχουν επιλογή. Ούτε χωριό έχω, ούτε στρέμματα γης. Αυτό που έχω, όμως, είναι ένα μπαλκόνι και μια ταράτσα. Θέλω να δείξω στο φιλμ πόσο σημαντικό κι εφικτό είναι το να καλλιεργείς ένα μεγάλο κομμάτι της τροφής σου στο μπαλκόνι ή στην ταράτσα σου και να καλύπτεις τις ανάγκες του οργανισμού σου με αυτά».
Κάθισε, λοιπόν, κι έκανε μια έρευνα για τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού κι έπειτα έφτιαξε μια λίστα με φρούτα και λαχανικά που μπορούμε να καλλιεργήσουμε σε μια σεζόν, παρέχοντας στον οργανισμό μας όλες τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζεται. «Κι έτσι ξεκίνησε το κυνηγητό των παραδοσιακών σπόρων που ήταν σ’ αυτήν τη λίστα».
Ο Άλεξ είναι γεννημένος στον Λίβανο από Έλληνα πατέρα και Λιβανέζα μητέρα και θέλησε μ’ αυτό το ντοκιμαντέρ να δημιουργήσει μια γέφυρα ανάμεσα στις δύο χώρες καταγωγής του. «Θέλησα να δημιουργηθεί ένα δίκτυο από ανθρώπους της πόλης μ’ ένα κοινό ενδιαφέρον: την καλλιέργεια ενός κομματιού της τροφής τους, τη συλλογή των σπόρων και τη μεταξύ τους ανταλλαγή. Κι αυτό να μην περιορίζεται σε μια χώρα. Έτσι, μια ομάδα ανθρώπων στην Ελλάδα θ’ ανταλλάξει σπόρους από καλλιέργειες σε μπαλκόνι και ταράτσα με ανθρώπους που κάνουν το ίδιο στον Λίβανο. Τα γυρίσματα, λοιπόν, που έχω κάνει μέχρι στιγμής είναι σε διάφορες περιοχές των δύο χωρών».
Στο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που ολοκληρώνεται σε λίγους μήνες θα δούμε διάφορους χαρακτήρες από τον Λίβανο, όπως ο Κέβιν, ένα 12χρονο αγόρι που επισκέπτεται τον παππού του, ο οποίος τον προμηθεύει με φυτά και γνώσεις, που αργότερα εφαρμόζει στη ταράτσα της πολυκατοικίας του. Τη Μέριλιν, μια νεαρή κοπέλα η οποία δεν έχει καμία επαφή με τη φύση και το χώμα -επισκέπτεται το nail spa δυο φορές την εβδομάδα- και τη Χίμπα, ένα κορίτσι όλο ενέργεια, που ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο μόνο και μόνο για να σκαρφαλώσει σ’ ένα βουνό ή να μπει σε μια σπηλιά και θέλει να φτιάξει έναν κήπο στην ταράτσα του καινούργιου σπιτιού της.
Στην Ελλάδα θα δούμε τον Νίκο, γύρω στα εξήντα, που καλλιεργεί εδώ και τέσσερα χρόνια την ταράτσα του στην Αθήνα πάρα πολλά παραδοσιακά είδη, αλλά φέτος, μαζί με τις ντομάτες, περιμένει και δυο δίδυμα, κι έτσι η επιλογή των φυτών περνάει κρίση, διότι η γυναίκα του θέλει περισσότερα λουλούδια στον κήπο. «Κάθε φορά που τους επισκέπτομαι, καταγράφω έναν μικρό χιουμοριστικό “πόλεμο” που αποκαλώ “Πόλεμο των Rose(s)”», λέει ο Άλεξ χαμογελώντας και συνεχίζει: «Υπάρχει κι η Λίλη, που έχασε τη δουλειά της πρόσφατα και ψάχνει να βρει τρόπους για να κάνει οικονομία, ενώ ταυτόχρονα θέλει να τρέφεται ποιοτικά. Ονειρεύεται να μετατρέψει την ταράτσα της σε λαχανόκηπο, αλλά έχει απογοητευτεί από τα μεγάλα ποσά που ζητάνε τα αρχιτεκτονικά γραφεία για μελέτες κι εφαρμογή. Τελικά, όμως, βρίσκει τη λύση».
Στο ντοκιμαντέρ έχουν λόγο γεωργοί και από τις δύο χώρες, αλλά και ακαδημαϊκοί, που θα προσπαθήσουν να βρουν μια εξήγηση. Κύριο, όμως, λόγο έχουν οι άνθρωποι της πόλης, που θα τα δοκιμάσουν όλα στην πράξη και θα φέρουν την οργανική μέθοδο στα μπαλκόνια και τις ταράτσες τους. Θα φτιάξουν το δικό τους κομπόστ από τα οργανικά σκουπίδια, θ’ αντιμετωπίσουν ασθένειες χρησιμοποιώντας βιολογικές μεθόδους, θα κάνουν ετοιμασίες για «crop rotation», δηλαδή δεν θα φυτεύουν συνεχώς το ίδιο είδος φυτού στον ίδιο χώρο (ένα φυτό που ρουφάει συγκεκριμένες θρεπτικές ουσίες από το χώμα ακολουθείται από άλλο είδος, που παίρνει αυτές τις ουσίες από τον αέρα και τις δίνει ξανά στο χώμα).
«Αυτές οι ομάδες θα πειραματιστούν, θα διασκεδάσουν και θα περάσουν όλα αυτά που πέρασα μόνος μου ανακαλύπτοντας την πραγματικότητα της τροφής μας, και θα ζήσουν αυτή την ευχάριστη εμπειρία τού να δουν τα φυτά τους να μεγαλώνουν, να γευτούν τους καρπούς από τον κήπο και τη γλάστρα τους, γεύσεις που δεν φαντάζονταν ότι υπάρχουν. Θα δουν πόσο διαφορετικά είναι μερικά ήδη στο σχήμα και το άρωμά τους».
«Όταν έψαχνα να βρω πηγές των παραδοσιακών σπόρων, βρήκα κοινότητες σ’ όλο τον κόσμο. Μια από αυτές ήτανε και το Πελίτι, μια ελληνική προσπάθεια αφιερωμένη στη διάσωση τον παραδοσιακών ποικιλιών. Ήρθα σ’ επαφή με τον Παναγιώτη Σαϊνατούδη, του εξήγησα για το ντοκιμαντέρ και γέμισα αισιοδοξία, βλέποντας ότι δεν ήμουν μόνος μου. Πήγα κι έκανα γυρίσματα στο Μεσοχώρι, κοντά στη Δράμα, όπου έγινε η 11η Γιορτή Ανταλλαγής Ντόπιων Ποικιλιών, που οργανώνει το Πελίτι. Εκεί είδα πολλά χαμόγελα, πάρα πολλούς γεωργούς και κόσμο που είχε έρθει από διάφορα μέρη της Ελλάδας και από πολλές χώρες του εξωτερικού, για να πάρουν και να δώσουν παραδοσιακούς σπόρους και φυτά. Και, βέβαια, συμπλήρωσα κι εγώ ένα μεγάλο κομμάτι από τους σπόρους που έψαχνα».
«Αν κανείς το ψάξει λιγάκι παραπάνω, όπως έκανα κι εγώ, θα διαπιστώσει ότι ως άνθρωποι δεν έχουμε καμία επιλογή πάνω στο θέμα της τροφής. Ακόμα και από νομικής άποψης μπορεί να θεωρηθεί παρανομία η συλλογή σπόρων από παραδοσιακές ποικιλίες, διότι δεν είναι καταχωρημένες στον εθνικό και τον ευρωπαϊκό κατάλογο κι ως εκ τούτου είναι παράνομο να τις διακινείς και να τις διαθέτεις. Το φαντάζεστε; Ένα παραδοσιακό σινάπι, εκτός από το να σου δώσει καλή γεύση και πολλές θρεπτικές ουσίες, μπορεί να σε βάλει και στη φυλακή!».
Ο Άλεξ αντιμετώπισε αμέτρητες δυσκολίες στη διαδικασία πραγματοποίησης του φιλμ του. « Έπρεπε να προσεγγίσω ανθρώπους που δεν ήξερα πώς και πού να τους βρω. Μετά έπρεπε να φυτέψω εγώ ο ίδιος παραδοσιακούς σπόρους, που επίσης δεν είχα, κι αφού τους βρήκα έπρεπε να περιμένω αρκετά, διότι τα φυτά θέλουν χρόνο για να μεγαλώσουν. Εντελώς μόνος έπρεπε να ολοκληρώσω όλες τις έρευνες, να κάνω τα γυρίσματα χωρίς να έχω ούτε έναν βοηθό να μου κρατήσει το μικρόφωνο, να μοντάρω το υλικό και να κάνω τα γραφικά που χρειάζονται, καθώς και να φτιάξω ένα website. Επιπλέον, έπρεπε να πληρώνω το ενοίκιό μου και να βρω οικονομική υποστήριξη για να μην ξεφτιλιστώ με αποτυχία».
Μέχρι που του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα, να φτιάξει ένα φυτώριο στην ταράτσα του. «Φύτεψα πάνω από τετρακόσια φυτά από τριάντα επτά διαφορετικά ήδη, με σκοπό να φέρω κοντά μου τους ανθρώπους που δεν μπόρεσα να βρω ψάχνοντας. Η ιδέα είναι ότι μοιράζω τα φυτά σε ανθρώπους που θέλουν να τα μεγαλώσουν στην ταράτσα και στο μπαλκόνι τους, και όταν ωριμάσουν να πάω να τραβήξω μερικά πλάνα για να ολοκληρώσω το ντοκιμαντέρ μου. Ταυτόχρονα, όμως, ευελπιστώ ότι θα δημιουργήσω μια κοινότητα από city enthusiasts». Έτσι, λοιπόν, έχουν μοιραστεί κολοκύθια, πιπεριές, ντομάτες, μελιτζάνες, καυκαλήθρες, σινάπι, λάχανα, σέσκουλα, ρόκα κι ένα σωρό άλλα φυτά σε επίδοξους καλλιεργητές της πόλης.
«Η φιλοδοξία μου είναι να ολοκληρώσω αυτό το ντοκιμαντέρ, που θα δίνει αισιοδοξία και θ’ αποτελέσει έναν μπούσουλα για όσους θέλουν να φέρουν το πράσινο στα τσιμέντα και ζωή και υγεία στο πιάτο τους και στον πλανήτη μας. Πιστεύω ότι χρει- αζόμαστε άμεσα ένα γνήσιο χαμόγελο. Θα καταλάβουν τι εννοώ αυτοί που θα δουν τον πρώτο καρπό σ’ έναν ή δύο μήνες από τώρα. Θα βγουν στο μπαλκόνι τους και θα χαμογελάνε μόνοι τους. Σας το υπόσχομαι».
σχόλια