[προηγούμενο: 9. Άλλες θρησκείες, άλλες κηδείες]
Άστεγοι, άποροι, άνθρωποι μόνοι που τυγχάνουν μιας υποτυπώδους ταφής, με έξοδα του νοσοκομείου σε συνεργασία με συμβαλλόμενα, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις, γραφεία τελετών: φθηνό φέρετρο, ο ιερέας ψάλλει πάνω από τον λάκκο και αυτό ήταν. Κατά κανόνα, τέτοιες ταφές γίνονται στο Γ' Κοιμητήριο, όπου υπάρχει και τμήμα για νεογέννητα και για βρέφη που έζησαν λίγες μόλις ημέρες. Όταν το αναζήτησα ένα μεσημέρι, διαπίστωσα ότι οι διάφοροι εργάτες στο Γ' Κοιμητήριο αναφέρονταν στο εν λόγω τμήμα με τον όρο «Τα μωρά». Έτσι μου το υπέδειξαν όταν βρέθηκα να ψάχνω τον χώρο στον οποίο ετάφη το νεογέννητο μιας Σομαλής που ζήτησε πολιτικό άσυλο στη χώρα μας το 2011.
Την ιστορία της Σομαλής μου αφηγήθηκε η Μαρία Καλδάνη, κοινωνική λειτουργός της ΜΚΟ «Άρσις». Η «Άρσις» δραστηριοποιείται στους νέους 15-25 ετών, στους νεαρούς παραβάτες και στις φυλακές ανηλίκων, αλλά τα τελευταία χρόνια άρχισε να παρακολουθεί παιδιά και νέους μετανάστες και πρόσφυγες, λειτουργώντας και ξενώνες (οι οποίοι, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, βρίσκονται σε αναστολή λειτουργίας, καθώς δεν έχει γίνει ακόμα η επόμενη προκήρυξη του σχετικού ευρωπαϊκού προγράμματος).
Η εν λόγω Σομαλή έφτασε έγκυος στη χώρα μας, ωστόσο το παιδί της γεννήθηκε νεκρό. «Εννέα μηνών, πλήρως σχηματισμένο βρέφος, αλλά νεκρό» λέει η Μαρία Καλδάνη. Όπως ήταν φυσικό, τέθηκε ζήτημα ταφής του βρέφους – αλλά, βέβαια, δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα.
Τρεις ολόκληρες εβδομάδες αργότερα, το βρέφος ετάφη τελικώς σε ανώνυμο τάφο στο Γ' Κοιμητήριο. Δεν ειδοποιήθηκαν η μητέρα και οι υπεύθυνοι της «Άρσις», παρά κατόπιν εορτής. Υπεύθυνος της ΜΚΟ συνόδευσε τη γυναίκα στο νεκροταφείο, όπου τους υπέδειξαν έναν αριθμό καρφωμένο στο χώμα. «Ζητήσαμε το βρέφος να έχει τουλάχιστον όνομα και δεν ήταν εφικτό ούτε καν αυτό» λέει η Μαρία Καλδάνη.
#quote#
Γιατί τρεις εβδομάδες όμως; «Κάθε νοσοκομείο περιμένει να συγκεντρωθούν πολλά νεκρά νεογέννητα και τα θάβουν την ίδια ημέρα, το ένα πλάι στο άλλο, οπότε η ημερομηνία ταφής αποφασίζεται την τελευταία στιγμή». Και η Μαρία Καλδάνη καταλήγει: «Για να μπορέσει να κάνει τον κύκλο του το πένθος, η γυναίκα αυτή έπρεπε να έχει σαφείς απαντήσεις ως προς τον θάνατο του παιδιού της και, βέβαια, να φροντίσει για την ταφή του. Την τελετή που θα ήθελε η ίδια να κάνει, προσωπικά, να πει δυο λόγια έστω, δεν την έκανε ποτέ, ούτε μπόρεσε να αποταθεί σε έναν άνθρωπο που ως μουφτής οργανώνει τις προσευχές τους στα αυτοσχέδια τζαμιά, εδώ στην Αθήνα. Δεν ήξερε στην πραγματικότητα αν το παιδί της ήταν εκεί όπου της έδειξαν. Πήγε μια φορά και δεν ξαναπήγε. Όμως, σε αυτά τα χώματα, εδώ στην Αθήνα, έχει αφήσει ένα παιδί αυτή η γυναίκα».
Μεταξύ των ανώνυμων νεκρών βρεφών του Γ' Κοιμητηρίου βρίσκονται και παιδιά Ελλήνων. Οι γονείς, είτε λόγω οικονομικής στενότητας είτε λόγω συντριβής από τον θάνατο πάνω στον τοκετό, συχνά αποφεύγουν οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική ή πρακτική εμπλοκή και αφήνουν τα υπόλοιπα να τα αναλάβει το αρμόδιο νοσοκομείο.
Περπάτησα στο τμήμα με τα «Μωρά», στο Γ' Κοιμητήριο. Παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης: φρεσκοσκαμμένοι τάφοι για μικρόσωμα κορμιά, με ταμπελίτσες με νούμερα καρφωμένες στο χώμα (131, 132, 133, 134, 135 κ.ο.κ.), πεταμένα παιδικά παιχνίδια, αρκουδάκια δεμένα πάνω σε πρόχειρους, ξύλινους σταυρούς, κουκλάκια και λερές κορδελίτσες, τέσσερις μικροί λάκκοι που έχασκαν ανοιχτοί και άδειοι (περίμεναν, άραγε, φορτίο εκείνη τη μέρα;). Στα μνήματα που έχουν μαρμάρινη πλάκα διαβάζεις το επώνυμο και δίπλα: «Αβάπτιστο», «Ημερών 1», «Ημερών 18», «Θηλυκό νεογέννητο». Σε λίγες, ελάχιστες περιπτώσεις, ένας φροντισμένος τάφος με όνομα και επίθετο και μερικές γραμμές σπαραγμού χαραγμένες στο μάρμαρο.
«Ζωές στα αζήτητα» όπως χαρακτηριστικά μου λέει η Δήμητρα Μακρυνιώτη, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τους αποσιωπημένους θανάτους μεταναστών σε ένα χαντάκι στην Πέτρου Ράλλη το 2008 έως τον άστεγο που «μάσησε» η σκουπιδιάρα του Δήμου Αθηναίων τον Νοέμβριο του 2010, ορισμένες ζωές, στην εποχή της κρίσης και των νοσταλγών του ναζισμού, «χαρακτηρίζονται ως ζωές άξιες ή ανάξιες να βιωθούν. Συνεπώς, και ο θάνατος ως άξιος ή ανάξιος να αναγνωριστεί ως τέτοιος και να γίνει αντικείμενο πένθους».
Η Δήμητρα Μακρυνιώτη υπογραμμίζει την παράμετρο της «πολιτικής διαχείρισης της θνητότητας», μέσω της οποίας η σωματική κατάσταση τοποθετείται σε «πολιτισμικά και πολιτικά συμφραζόμενα, αναδεικνύοντας το σώμα σε τόπο υλοποίησης κυρίαρχων κανονικοτήτων, σύμφωνα με τις οποίες κάποια σώματα φαντάζουν ως αδιανόητα και ασύμβατα και γι' αυτόν το λόγο αποβάλλονται». Πάνω σε αυτό το τελευταίο, η Δήμητρα σχολιάζει: «Βλέπεις πια ζητιάνους να έχουν μια ταμπελίτσα που λέει "Είμαι Έλληνας, πεινάω". Κάποτε αυτό το "Είμαι Έλληνας" δεν χρειαζόταν. Μόνον ο Έλληνας είναι άξιος της ελεημοσύνης μας; Όλοι οι άλλοι, οι ξένοι, όχι; Τότε, δεν αξίζουν και μια ταφή. Αν δεν αξίζεις μια ζωή, θα έχεις έναν θάνατο που δεν θα αξίζει να μνημονευτεί καν. Αποκλείεσαι ακόμα και από το πένθος. Από την άλλη, έχουμε το σημείο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, το σημείο του τριπλού φόνου της Μαρφίν στη Σταδίου, το δέντρο του αυτόχειρα στο Σύνταγμα – η Αθήνα έχει αποκτήσει νέα σημεία "προσκυνήματος" διόλου ιδιωτικού αλλά συλλογικού, πολιτικού πένθους».
Η Οδός Αναπαύσεως των Γκοβότσου-Ξύδη κλείνει με την περιφορά του Επιταφίου μέσα στο Α' Κοιμητήριο. Έχω κάνει Επιτάφιο και Ανάσταση εκεί. Ακόμα και για έναν άθρησκο, το σούρουπο της Μεγάλης Παρασκευής εντός του Α' Κοιμητηρίου είναι μια υποβλητική στιγμή, μια προσωπική και την ίδια στιγμή συλλογική αφήγηση ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, το ορατό και το αόρατο.
Σε ένα δοκίμιό της η Δήμητρα Μακρυνιώτη (από το Περί θανάτου. Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας, που επιμελήθηκε η ίδια) γράφει: «Ανθρωπολογικές μελέτες φέρνουν στο φως τα δίκτυα συνάρθρωσης του κόσμου των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών. Εντοπίζουν τελετουργίες που διασφαλίζουν την ενεργητική παρουσία του πνεύματος των προγόνων στον κόσμο των ζωντανών, υποκαθιστώντας τη φυσική τους απουσία με την πνευματική τους παρουσία. [...] Σε αυτό το πλαίσιο η απουσία αποκτά μια ιδιότυπη υλικότητα, μετασχηματίζεται σε αφήγημα, και ως τέτοιο συνδιαλέγεται με την παρουσία».
Αφήγημα. Αυτό που τόσο έχουμε ανάγκη: ιστορίες. Κι αυτό που κρατάμε από κάθε άνθρωπο που χάνεται. Αλήθειες που διασώζονται εν είδει μυθοπλασίας, παραμυθίες που μας δίνουν μιαν (απατηλή;) αίσθηση συνέχειας. Υπό αυτό το πρίσμα, με τον εξοβελισμό του ίδιου του πένθους, εξοβελίζουμε αυτή την παραμυθία κι αφηνόμαστε σε ένα αφασικό παρόν. Καθώς ανακαλώ με τη μνήμη μου τους νεκροπομπούς να σηκώνουν όχι ένα ακόμα φέρετρο στους ώμους τους αλλά τον Επιτάφιο στο Α' Κοιμητήριο, επιστρέφω στην κουβέντα που είχα με τον ψυχαναλυτή Τάσο Δημόπουλο. «Παρά το εξατομικευμένο στοιχείο στις διάφορες περιπτώσεις και εμπειρίες, υπάρχει μία συλλογική ταυτότητα σήμερα στην οποία η απώλεια απλώς δεν είναι ενταγμένη ή είναι ενταγμένη μέσω ενός τραύματος, που μέσα από την άρνησή του ανακυκλώνεται σιωπηρά και διαρκώς. Όσοι αυτήν τη στιγμή ασχολούνται θεραπευτικά με το πένθος προσπαθούν να συμβάλλουν με τέτοιο τρόπο ώστε στη συνέχεια της ζωής σου το πρόσωπο που έχασες να πάρει τον χώρο του. Ο "συγχωρεμένος", δεν λέμε; "Συγχωρώ", "συν τω χώρω" δηλαδή. Η συγχώρεση αυτού του τύπου δεν μεταθέτει τα πράγματα κάπου αλλού, ενώ, αντίθετα, με την άρνηση της τραυματικής εμπειρίας, το πρόβλημα διαχέεται παντού».
Μία από τις τελευταίες ερωτήσεις που είχα απευθύνει στον Μαρίνο ήταν αν ο εργολάβος μπορεί να συναισθανθεί τον πόνο του συγγενή σε μια κηδεία. Με κοίταξε σκεφτικός. «Είναι κηδείες και κηδείες. Όλα αλλάζουν όταν είναι νέος άνθρωπος, ένα παιδί. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κλαίει. Και δεν προσπάθησα να κρυφτώ. Αλλά στα νεκροταφεία της Αθήνας, όταν γίνεται η μία κηδεία μετά την άλλη, δεν προλαβαίνεις να πενθήσεις».
Σύμφωνα με τον Τ. Δημόπουλο, η κρίση ανατάραξε αρκετά τα πράγματα, αλλά τα τελευταία 25-30 χρόνια υπήρξε όντως ένας λήθαργος. «Ακριβώς επειδή ζούμε μέσα στο εφήμερο και στον καταναλωτισμό, τελικά ζούμε χωρίς ιστορικότητα. Άρα δεν έχουμε αντίληψη του χρονικού ορίζοντα της εμπειρίας μας και της ζωής μας γενικότερα. Γι' αυτό έχει εξοβελιστεί ο θάνατος. Νομίζουμε ότι μπορούν τα πάντα συνεχώς να αναλώνονται και να αντικαθίστανται, ειδικά από τις γενιές τις δικές μας, που γεννήθηκαν από τη δεκαετία του '70 και μετά».
Καθώς οι νεκροπομποί περιφέρουν τον Επιτάφιο στο Α' Κοιμητήριο συνοδεία της μπάντας του Δήμου, κάποιες μεμονωμένες φιγούρες, γυναίκες συνήθως, σπεύδουν να πουν έναν τελευταίο λόγο στον οικείο νεκρό. «Τις βλέπεις να μιλούν κανονικά στους νεκρούς τους» λέει ο Τ. Δημόπουλος. «Ζούνε μαζί τους. Θα τις ακούσεις, όταν πηγαίνουν στο νεκροταφείο, να λένε, "πάω στον γιο μου", "πάω στη μάνα μου", "πάω στους δικούς μου". Αλλά όλοι δεν ζούμε με τις πλάνες μας; Τις φοβίες και τις ψευδαισθήσεις μας; Και πού θα ήμαστε χωρίς αυτές;».
«Εγώ ειμί γη και σποδός· και πάλιν κατενόησα εν τοις μνήμασι και είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον· άρα τις εστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός» όπως λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός στη Νεκρώσιμο Ακολουθία, «το τρυφερότατο αυτό κείμενο», κατά τον έγκριτο φιλόλογο Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη. Στο Α' Κοιμητήριο, η πομπή του Επιταφίου συνεχίζει ακόμα ανάμεσα στα μνήματα με τα αναμμένα καντήλια. Ξεκόβω για να περάσω από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Βρίσκονται όλοι εκεί: μαζί με την Κατερίνα, που φέτος τον Ιούλιο κλείνει δέκα χρόνια, τον παππού και τη γιαγιά, τον Θάνο που αυτοκτόνησε στα 23 του, τον Τάκη που σκοτώθηκε από κατοχική νάρκη στα 13 του. Καθώς απλώνεται το σκοτάδι, η τελετουργία του Επιταφίου λήγει. Απομένει το φως των καντηλιών, οι θεόρατοι ίσκιοι των κυπαρισσιών, οι βουβές γάτες που κοιτούν παραξενεμένες.
σχόλια