Περίπου 4 στους 10 μισθωτούς δηλώνουν ότι δεν νιώθουν ασφάλεια για τη διατήρηση της θέσης εργασίας τους, ενώ ακόμη χειρότερα οι 6 στους 10 δεν περιμένουν κάποια θετική εξέλιξη στον μισθό τους.
Τα ευρήματα της ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης που διεξήγαγε η ΓΣΕΕ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εργασίας ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι αποκαλυπτικά της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά εργασίας από την πανδημία του κορωνοιού.
«Είναι ξεκάθαρο πως η εργασία και οι εργαζόμενοι χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη και πως οι σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας θα εντείνονται όσο επιλέγονται η ημιαπασχόληση, η εργασιακή ευελιξία και οι μειωμένες αμοιβές ως μέσα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και καταπολέμησης της ανεργίας», παρατηρεί η ΓΣΕΕ, σύμφωνα με το ethnos.gr.
Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο 9 – 14 Ιουνίου αποκλειστικά σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα, για την καταγραφή-μέτρηση και συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την αισιοδοξία, την επαγγελματική προοπτική, την εξέλιξη των αμοιβών και την ασφάλεια της θέσης εργασίας.
Περίπου 4 στους 10 εργαζόμενους (39%) δηλώνουν ότι δεν νιώθουν ασφάλεια διατήρησης της θέσης εργασίας τους. «Ο δείκτης ασφάλειας της απασχόλησης από τον Μάρτιο του 2020 έχει επιδεινωθεί κατά 17 μονάδες, γεγονός που αναδεικνύει περαιτέρω την μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα που επικρατεί στην αγορά εργασίας και τους εργαζόμενους», επισημαίνει η ΓΣΕΕ
Το 33% των εργαζομένων, δηλαδή 1 στους 3, δήλωσαν ότι έχει μεταβληθεί η σχέση εργασίας τους μετά την πανδημία. Το 19% των εργαζομένων δήλωσε ότι μετά την πανδημία συνεχίζει να εργάζεται με τηλεργασία και το 14% με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση. Αποκαλύπτεται δηλαδή πως 1 στους 7 έχασε την θέση πλήρους απασχόλησης που είχε πριν την έλευση του κορωνοιού covid-19 και πλέον εργάζεται με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΓΣΕΕ, κατά το διάστημα της τηλεργασίας, το 35% των απασχολουμένων που εργαζόταν με αυτή την μορφή δήλωσε ότι δούλευε περισσότερο χρόνο σε σχέση με το κανονικό του ωράριο. Δηλαδή, για 1 στους 3 μισθωτούς, η εφαρμογή τηλεργασίας οδήγησε σε παραβίαση του ωραρίου και ευελιξία απασχόλησης με αποτέλεσμα ο μισθωτός να δουλεύει τελικά περισσότερο από ότι δούλευε πριν.
Το 18% των εργαζομένων, δηλαδή 1 στους 6, δήλωσε ότι κατά το διάστημα που η σύμβασή του ήταν σε αναστολή ο εργοδότης του ζητούσε να εργαστεί. Σύμφωνα με ειδικούς, πρόκειται για νέα μορφή «αδήλωτης εργασίας», που εμφανίστηκε στην περίοδο της καραντίνας