Ο Γιάννης Αλεξάνδρου ήταν απόφοιτος της Νομικής Θεσσαλονίκης, από την Κάτω Αγόριανη (Λιλαία) Παρνασσίδας, μέλος της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας) και λοχίας στο φημισμένο 42ο Σύνταγμα Ευζώνων στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.
Ανήκει στους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ, με το όνομα Διαμαντής. Τίποτα πάνω του δεν προϊδέαζε για τη δύναμη του χαρακτήρα του και το στρατιωτικό του δαιμόνιο που σιγά σιγά θα αποκαλυφθούν.
Ήταν ένας άντρας σπάνιας εντιμότητας και καλοσύνης, με απόλυτη προσήλωση στις αρχές του.
Τις μέρες της μεγάλης πείνας ένας νεαρός αντάρτης, ο Σουραβλής, δεν θεώρησε προς θάνατον να κόψει μερικά καλαμπόκια για τους συναγωνιστές τους από ένα χωράφι που περνάνε. Μπήκε ανάμεσα στις καλαμποκιές και άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του, όταν ακούγεται μια άγρια φωνή.
Οι εκπληκτικές επινοήσεις του Διαμαντή στον ανταρτοπόλεμο και οι απροσδόκητοι ελιγμοί που πραγματοποιούσε, έφερναν σε απελπισία τους στρατηγούς της άλλης πλευράς.
Ήταν ο Διαμαντής, που πήγε κι έφερε το ουραίο του τουφεκιού του να γεμίσει και τον σημάδευε ίσια στο κεφάλι. «Άσ' τα καλαμπόκια κάτω!» του φώναξε αγριεμένος. «Δεν βγήκαμε στο βουνό να ληστέψουμε τον ελληνικό λαό!».
Κοκάλωσε ο άνθρωπος.
Έβγαζε ένα-ένα τα καλαμπόκια από τις τσέπες του και τα άφηνε να πέσουν στο χώμα.
Λίγο πριν ένας γέρος τσοπάνος δεν δεχόταν χρήματα για το τυρί που τους έδωσε, αλλά επέμειναν τόσο που τον τρόμαξαν: «Άι, δα! Όλη μ' τη ζωή με δέρνανε για να μ' παίρνε, τώρα με σας θαν τ'ς φάω για να πάρω!»
Στον Γοργοπόταμο ο Διαμαντής ήταν ο ατρόμητος επικεφαλής μιας ομάδας με κρίσιμη αποστολή. Στη συνέχεια διέπρεψε στον πόλεμο ως καπετάνιος στο 34ο Σύνταγμα της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Μετά την απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, θα βρεθεί καταδιωκόμενος, να κρύβεται για έναν ολόκληρο χρόνο, άοπλος, νηστικός και παγωμένος, στις ρεματιές και τις λυκότρυπες του Παρνασσού.
Στον Εμφύλιο, το άστρο του θα λάμψει.
Θα αναδειχθεί στον σπουδαιότερο στρατιωτικό ηγέτη που διέθετε ο Δημοκρατικός Στρατός και οι κινήσεις του στο πεδίο της μάχης θα διδάσκονται αργότερα στη Σχολή Ευελπίδων.
Ο πράος νομομαθής είχε εξελιχθεί σε πολέμαρχο.
Κάτι ανάλογο του Βιετναμέζου καθηγητή ιστορίας και αυτοσχέδιου στρατηγού Γκιαπ που είχε αλαλιάσει τους Αμερικάνους.
Οι εκπληκτικές επινοήσεις του Διαμαντή στον ανταρτοπόλεμο και οι απροσδόκητοι ελιγμοί που πραγματοποιούσε, έφερναν σε απελπισία τους στρατηγούς της άλλης πλευράς.
Oι άντρες του τον λάτρευαν και τον αποκαλούσαν με θαυμασμό «γέρο Διάβολο».
Οι στρατηγοί του Εθνικού Στρατού δεν αποτολμούν να καταδιώξουν τη «Μεραρχία Διαμαντή», αν δεν έχουν δεκαπλάσιες και εικοσαπλάσιες δυνάμεις να παρατάξουν, όπως ομολογούν, λόγω «της γνωστής από το παρελθόν επιδεξιότητος, πονηρίας, δραστηριότητος και ευελιξίας του διοικητού της Διαμαντή».
Ακόμη και όταν πλέον απέμεινε με ελάχιστους μαχητές και η Ρούμελη είχε πλημμυρίσει από κυβερνητικές δυνάμεις, οι στρατηγοί και πάλι συνιστούσαν: «Tα μάτια σας τετρακόσια με τον Διαμαντή. Eίναι επίφοβος, επικίνδυνος και με τους τελευταίους που του έμειναν».
Tον είχε φοβηθεί το μάτι τους.
Αντιθέτως, οι χωρικοί εμπιστεύονταν τον καλόγνωμο καπετάνιο και συμβούλευαν πάντα τους συγγενείς αιχμαλώτων του Δημοκρατικού Στρατού που πάσχιζαν να τους ελευθερώσουν: «Tον Διαμαντή να βρείτε! Στον Διαμαντή να πάτε!»
Την ανθρωπιά του Διαμαντή δεν είχε άλλος.
Σε μια άγρια εποχή αιματηρών παθών, άφηνε ελεύθερους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι και προς το τέλος έστελνε πίσω στα χωριά τους, αρκετούς νεαρούς αντάρτες του, για να μη χαθεί άδικα «ο ανθός της Ελλάδας».
Ο Διαμαντής είχε τραγικό τέλος σε σύγκρουση με τον Στρατό στα Bαρδούσια, στις 21 Iουνίου 1949, στη θέση Aδρασκέλα του χωριού Mάρμαρα.
Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ, πισώπλατα, ο επιμελητής εφοδιασμού της μονάδας του, Θύμιος Kατσόγιαννος για να πάρει χάρη, όπως κατέθεσε ο ίδιος στο στρατοδικείο.
«Σκότωσα τον Διαμαντή, σκότωσα τον Διαμαντή», άρχισε να φωνάζει προς τη μεριά του Στρατού.
Oι αρχές δεν επέτρεψαν να ταφεί ο αλησμόνητος αντάρτης στο νεκροταφείο της Λαμίας για να μη διαταράξει «την ησυχίαν των εν τω νεκροταφείω αναπαυομένων αγαθών ψυχών».
Τον μετέφεραν πάνω σε μια πόρτα και τον έθαψαν έξω από τη μάντρα.