Όταν η Τζένη Μαστοράκη τόλμησε να μεταφράσει τον Φύλακα στη Σίκαλη στα τέλη της δεκαετίας του '70 προφανώς ήξερε πως, όπως και ο ήρωάς της, πήγαινε κόντρα στο κλίμα μιας εποχής που επέβαλε πιο ορθόδοξα και στρατευμένα αναγνώσματα ‒ ποιος μπορούσε να ακούσει τότε τη φωνή ενός μοναχικού εφήβου;
Αντίστοιχα παράδοξη φάνηκε και η απόφασή της να επαναλάβει, δεκαετίες αργότερα, το εγχείρημα, τολμώντας μάλιστα να αλλάξει και τον τίτλο, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η εμμονή δεν χαρακτηρίζει μονάχα τον ήρωα του Σάλιντζερ αλλά και όλους όσους έχει αιχμαλωτίσει για πάντα στη γοητευτική πλεκτάνη του. Ενδεχομένως, ο ήρωας που εκείνη επέβαλε στα ελληνικά γράμματα να είχε ξεπεράσει ακόμα και την ίδια, έχοντας καταστεί πλέον κλασικός, και το σημαντικότερο, έχοντας στοιχειώσει τις μνήμες όλων όσοι προσπάθησαν στη συνέχεια να τον αγνοήσουν, αλλά τον έβρισκαν διαρκώς μπροστά τους.
Ενδεικτική της απαράμιλλης γοητείας που εξακολουθεί να ασκεί ο αιώνιος έφηβος Χόλντεν Κόλφιλντ είναι και η απόφαση των εκδόσεων Πατάκη να προχωρήσουν στη νέα μετάφραση του Φύλακα στη Σίκαλη, μετά την έκδοση του βιβλίου Η Φράννυ και ο Ζούι ‒και τα δυο από την Αθηνά Δημητριάδου‒, ενώ από τις ίδιες εκδόσεις αναμένεται να κυκλοφορήσουν και οι Εννέα Ιστορίες σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη (είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Καστανιώτη).
Καθώς φαίνεται, το αγόρι, που εδώ και εβδομήντα χρόνια δεν λέει να αφήσει ήσυχη τη λογοτεχνία, ξυπνώντας την από τον λήθαργό της και φωνάζοντας από μέσα του, με όση δύναμη του έχει μείνει, για το «κάλπικο» σύμπαν των δήθεν ρέμπελων, για τις επίσης «κάλπικες» ρομαντικές σχέσεις και τη δήθεν ασφάλεια της οικογένειας, για τα ψευδεπίγραφα «εύγε» του δήμου και των σοφιστών και τις αερολογίες των διανοούμενων, επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο είτε ως σημείο αναφοράς είτε ως υπόμνηση της εσωτερικής φωνής που διώχνει όλες τις βεβαιότητες.
Ο αξεπέραστος έφηβος Χόλντεν Κόλφιλντ «χορεύει κλακέτες μόνος του για το γούστο του» σαν τον μοναχικό χορευτή του Νίτσε, καπνίζει ασταμάτητα και πίνει ουίσκι με σόδα, διαβάζει Ουίλιαμ Σαίξπηρ και Τόμας Χάρντι, αλλά όχι τα μυθιστορήματα του συρμού, του αρέσουν οι όμορφες μυρωδιές και από τις άβολες μέρες στο σχολείο προτιμάει να ακούει τζαζ σε ύποπτα υπόγεια. Ακόμα, όμως, και αν θέλγεται από τις όμορφες, μεγαλύτερές του γυναίκες, αντιστέκεται στις πόρνες και παραμένει, παρότι ξέρει ότι έτσι είναι αντιδημοφιλής στις παρέες, μακριά από σεξουαλικές εμπειρίες. Βρίζει ανελέητα ακόμα και όταν ξέρει ότι έχει άδικο και δεν συμβιβάζεται με την εύκολη αποδοχή των άλλων.
Ο Σάλιντζερ απογύμνωσε τις ιστορίες του από πολεμικού τύπου περιγραφές και τις μετέτρεψε σε υπόγειες αποκαλύψεις εσωτερικής απόγνωσης, την οποία βιώνει από μικρή ηλικία όχι μόνο ο Χόλντεν Κόλφιλντ αλλά όλοι οι έφηβοι πρωταγωνιστές του.
Κλεισμένος καθώς είναι στον εαυτό του, απορροφημένος από την προσπάθεια ανεύρεσης της εσωτερικής του αλήθειας, έχει εξοικειωθεί από νωρίς με το γεγονός ότι για να επιβιώσει οφείλει να υποκρίνεται, να είναι ενίοτε σκληρός ή απότομος. Γιατί όχι, αφού ζει σε ένα «κάλπικο» σύμπαν, όπως διαρκώς τονίζει; Εξού και το ότι αποφεύγει να χωρίζει τον κόσμο σε καλούς ή κακούς, μόνο σε γνήσιους ή κάλπικους: καλός για τον Χόλντεν είναι όποιος απλώς μπορεί και τραγουδάει όμορφα ένα τραγούδι ή φοράει ωραία ρούχα και κακός όποιος δεν έρχεται σε επαφή με τον βαθύτερο εαυτό του. Γι' αυτόν τίποτα πέρα από την έννοια της αυθεντικότητας δεν δίνει το απόλυτο μέτρο ‒εδώ θα είχε πολλά να πει ο Χάιντεγκερ‒, αφού το μόνο που αποτιμά με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο την ανθρώπινη φύση είναι ο θάνατος, που ενσκήπτει έτσι κι αλλιώς άδικα.
Τον άδικο θάνατο τον βιώνει, άλλωστε, από νωρίς ο Χόλντεν, με την αυτοκτονία του αδελφού του, ένα γεγονός που επανέρχεται και τον στοιχειώνει για πάντ,α αφού σκέφτεται διαρκώς τον αγαπημένο του αριστερόχειρα Άλι με το ειδικό γάντι του μπέιζμπολ, «που είχε γραμμένα ποιήματα στα δάχτυλα, στην τσέπη, παντού».
Εδώ ακριβώς, λοιπόν, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, βρίσκεται η απάντηση στο αιώνιο αίνιγμα που λέγεται Φύλακας στη Σίκαλη, στο ότι τελικά επαναφέρει διαρκώς, έστω και υπόγεια, την εικόνα του θανάτου, αυτή που αντίκρισε και ο ίδιος ο Τζ.Ντ. Σάλιντζερ, βλέποντας ανθρώπους να σφαγιάζονται στην απόβαση της Νορμανδίας και στις διάφορες μάχες στις οποίες συμμετείχε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, φέροντας μαζί με την εικόνα και την οσμή της καμένης σάρκας που μύρισε όταν μπήκε από τους πρώτους ως απελευθερωτής στο στρατόπεδο Νταχάου αμέσως μετά το τέλος του πολέμου.
«Δεν πρόκειται να φύγει από τη μνήμη μου η μυρωδιά της ανθρώπινης σάρκας. Θα τη θυμάμαι όσο ζω» έγραφε σε ένα γράμμα προς την κόρη του, το οποίο δημοσιοποιήθηκε, για πρώτη φορά, μαζί με άλλα γράμματα, ημερολόγια και προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα σε περσινή έκθεση στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Εκεί, πέρα από τις αμέτρητες επιστολές, στις οποίες προσέφευγε πάντα ο Σάλιντζερ ως μέσο επικοινωνίας, αφού δεν ήταν ποτέ λάτρης της ανθρώπινης επαφής, τα προσωπικά του μεμοραμπίλια και τα άπειρα ημερολόγια, ξεχώρισαν τα αντικείμενα που δεν αποχωριζόταν όσο ζούσε: μια τεράστια μηχανή κινηματογραφικών προβολών, που εξηγεί τη λατρεία του για το σινεμά ‒άπειρες οι αναφορές στον Φύλακα στη Σίκαλη σε ταινίες‒, τα αυτοσχέδια παιχνίδια, που εξηγούν το περιπαικτικό χαρακτήρα των βιβλίων του, οι φωτογραφικές του μηχανές, ακόμα και μια μικρή, ειδική κάμερα που χρησιμοποιούσε, όπως έγραφε μια σχετική ταμπέλα, ως κατάσκοπος.
Η θητεία του στον μηχανισμό της αντικατασκοπείας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η ικανότητά του να αποφεύγει όσο ελάχιστοι τη δημοσιότητα προφανώς εξηγούν τη μυστικοπάθεια που συνοδεύει τη συγγραφή και την έκδοση των περισσότερων από τα βιβλία του. Διατηρώντας άκρα μυστικότητα έγραψε τον Φύλακα στη Σίκαλη και με αντίστοιχο τρόπο, χωρίς να το έχει αντιληφθεί κανείς, προχώρησε στην οριστική του έκδοση το 1951, απαιτώντας να μην περιληφθεί καμία φωτογραφία του σε αυτήν.
Προφανώς, ο έφηβος πρωταγωνιστής του λειτούργησε ως ιδανική νοερή παρέα σε όλη την περιπέτεια που έζησε στις διαφορετικές χώρες στην Ευρώπη, από τη Μάχη των Αρδεννών και τη Νορμανδία έως τους δρόμους του Παρισιού και τις μεγάλες μάχες στο Βέλγιο και τη Γερμανία, όπου έγραφε και ξανάγραφε με διαφορετικούς τρόπους τον Φύλακα στη Σίκαλη. Σε αντίθεση, όμως, με τον Σελίν, ο οποίος κατέληξε να χωρέσει τις οδυνηρές μνήμες του από τον Α' Παγκόσμιο σε ένα μακροσκελές αριστουργηματικό παραλήρημα, ο Σάλιντζερ απογύμνωσε τις ιστορίες του από πολεμικού τύπου περιγραφές και τις μετέτρεψε σε υπόγειες αποκαλύψεις εσωτερικής απόγνωσης, την οποία βιώνει από μικρή ηλικία όχι μόνο ο Χόλντεν Κόλφιλντ αλλά όλοι οι έφηβοι πρωταγωνιστές του.
Για παράδειγμα, παρότι οι Εννιά Ιστορίες απηχούν πιο καθαρά τις αναμνήσεις του από το μέτωπο, ο πιο αντιπροσωπευτικός του «ειρηνιστής», όπως αυτοαποκαλείται ο ίδιος ο Κόλφιλντ στον Φύλακα, είναι αυτός ο ατίθασος έφηβος, ο οποίος τελικά ανάγεται σε ιδανικό alter ego του συγγραφέα και σύμβολο αντίστασης σε έναν κίβδηλο και βίαιο κόσμο γεμάτο υπεραναπληρώσεις και ψέματα. Το φαινομενικό ξέσπασμα των λόγων ενός εφήβου που βρίζει με την ίδια ευκολία που γράφει υπέροχες εκθέσεις ‒το μόνο στο οποίο ο Χόλντεν είναι καλός‒ λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στην πραγματική βιαιότητα ενός κόσμου που υπήρξε ανέκαθεν ανάλγητος.
Εξού και το ότι το αμερικανικό όνειρο, που είχε αρχίσει να γεννιέται όταν ο Σάλιντζερ επέστρεψε από τον πόλεμο, με τα εύπεπτα κατασκευάσματα του κινηματογράφου και τα μαζικά θεάματα ‒πόσο ακριβείς οι περιγραφές των θλιβερών θεαμάτων στο Radio City στον Φύλακα‒, φαντάζει στα μάτια του συγγραφέα και του ήρωά του εξίσου βίαιο με τον πραγματικό πόλεμο που γνώρισε ο ίδιος από πρώτο χέρι στο μέτωπο.
Σημασία έχει, ωστόσο, να μπορεί κανείς να διακρίνει την πραγματική και ουσιαστική τρυφερότητα που γεννιέται, πέρα από τη βιτρίνα, όταν τα φώτα δεν είναι εκεί: γι' αυτό ο Κόλφιλντ επιμένει με αγωνία και απαράμιλλη τρυφερότητα να ρωτάει τον ταξιτζή της Νέας Υόρκης ποια τύχη είχαν οι πάπιες στην παγωμένη λίμνη του πάρκου και να θυμάται, εκτός από τον αδελφό, τον εξίσου αυτόχειρα συμμαθητή του στο σχολείο του στο Πένσι, όταν όλοι τον έχουν ξεχάσει. Αυτό που επανέρχεται διαρκώς στη μνήμη του είναι η κακοποιημένη φίλη του, που ξεχνάει να βάλει σωστά τις ντάμες στην τελευταία σειρά, και όχι η όμορφη του σχολείου: οι πληγές παραμένουν ανοιχτές, αλλά είναι αυτές που τελικά συνδέουν τους ανθρώπους, η συνωμοσία των χτυπημένων από τη μοίρα που ουρλιάζουν απεγνωσμένα για αγάπη.
Εδώ ακριβώς είναι που φωλιάζει η αδυσώπητη σχεδόν τρυφερότητα του Τζ.Ντ. Σάλιντζερ σε όλα του σχεδόν τα βιβλία: αν ο Χόλντεν προκαλεί σχεδόν κλάματα με τον υπέροχο τρόπο που απευθύνεται και περιγράφει την αδελφή του Φοίβη ‒το Φοιβάκι, όπως την αποκαλεί‒, το ίδιο συμβαίνει και με την παράξενη τρυφερότητα που συνδέει τη Φράννυ και τον Ζούι, απόρροια της αλλόκοτης σχέσης ανάμεσα στα δύο υποτιθέμενα χαρισματικά τέκνα της οικογένειας Γκλας με την υψηλή ευφυΐα, τα οποία ωστόσο έχει σημαδέψει ανεπανόρθωτα η αυτοκτονία του αδελφού τους Σέιμορ ‒το είχαμε συναντήσει στα Μπανανόψαρα‒, προκαλώντας μια παγωμένη θλίψη που έχει φωλιάσει τις ψυχές τους και δεν τους αφήνει καν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στο σπίτι.
Έτσι, η ζωή τους περιορίζεται στα όρια του μπάνιου και του σαλονιού, όπου παραμένουν αντίστοιχα επί ώρες η Φράννυ και ο Ζούι, κάνοντας μονάχα σκέψεις για το απονενοημένο διάβημα, που τους έχει γίνει εμμονή. Ως μοναδικό αντιστάθμισμα, ο Ζούι προτιμά να γράφει με τρόπο εμμονικό, ξανά και ξανά, φράσεις του Επίκτητου στον πίνακα, ακολουθώντας τη φωνή του στωικού φιλόσοφου που δίδασκε την επιστροφή στη μήτρα της ζωής και την αιώνια ηρεμία, ενώ η Φράννυ επαναλαμβάνει σαν μάντρα μια ανεξήγητη προσευχή, έχοντας για πάντα μαζί της διαρκώς το βιβλίο Η πορεία ενός προσκυνητή.
Και όπως λέει χαρακτηριστικά στη δική της ιστορία, την οποία αφηγείται στο βιβλίο: «Κάπου στον Μεγάλο Γκάτσμπι (που ήταν ο Τομ Σόγιερ μου, όταν ήμουν δώδεκα χρονών), ο νεαρός αφηγητής σχολιάζει ότι καθένας μας τρέφει την υποψία πως διαθέτει τουλάχιστον μία από τις βασικές αρετές και συνεχίζει λέγοντας ότι, κατά τη γνώμη του, η δική του αρετή, να 'ναι καλά το παιδί, είναι η τιμιότητα. Η δική μου νομίζω πως είναι το ότι ξέρω τη διαφορά ανάμεσα σε μια ιστορία μυστικισμού και σε μια ιστορία αγάπης. Λέω, λοιπόν, ότι η τρέχουσα προσφορά μου δεν αποτελεί ιστορία μυστικισμού, ούτε σκοτεινή θρησκευτική ιστορία, κάθε άλλο. Λέω ότι πρόκειται για μια σύνθετη ή πολλαπλή ιστορία αγάπης, γνήσια και περίπλοκη».
Αυτή την αγάπη, λοιπόν, διακηρύσσει ως το πανανθρώπινο θρησκευτικό μήνυμα που θέλει να στείλει ο πάντοτε πιστός, βαθιά θρησκευόμενος, αλλά με διαφορετικά δόγματα και ειρηνιστής Σάλιντζερ ‒ αυτός είναι ο δικός του πανανθρώπινος στόχος, η αγάπη ως μοναδική παντοτινή σωτηρία.
Απόδειξη ότι η μοναδική φαντασίωση που έχει ο Κόλφιλντ, εκτός από το να σώζει τις πάπιες στο πάρκο, είναι πως βρίσκεται σε μια έκταση από σίκαλη που καταλήγει σε έναν γκρεμό και πως φυλάει τα παιδιά να μην πλησιάσουν και γκρεμοτσακιστούν, ως ο πραγματικός φύλακας στη σίκαλη, ο αιώνιος πραγματικός και συμβολικός προστάτης τους. Αυτό είναι το μόνο που τον κάνει καλύτερα και τον ξαλαφρώνει από το «ψυχοπλάκωμα», μια λέξη που επανέρχεται διαρκώς στον λόγο του.
Η πράξη της ύψιστης αγάπης που διακηρύσσει, έστω και με αυτό τον έμμεσο τρόπο, όχι μόνο λειτουργεί αντιθετικά προς την υποτιθέμενη αντιδραστικότητα που ενέπνευσε τους ρέμπελους της ποπ κουλτούρας, τους μπίτνικ ‒ακόμα και δολοφόνους όπως αυτός του Τζον Λένον‒, οι οποίοι έδειξαν να κυριεύονται από την αιώνια επιδραστικότητά του ήρωα του Σάλιντζερ, αλλά αποπνέει ένα μήνυμα λύτρωσης που ως μέτρο σύγκρισης έχει τη σχετική αλήθεια του καθενός ξεχωριστά. Πρόκειται για μια μελαγχολική, πλην όμως άκρως λειτουργική αντίφαση που διατρέχει τη ζωή και το έργο του Σάλιντζερ και τον θέλει από τη μια να είναι ένας αμετανόητος μισάνθρωπος και από την άλλη ο δημιουργός ευαίσθητων και μοναχικών εφήβων που ζούσαν μέσα από μπανανότρυπες, κούφια όνειρα και φαντασιώσεις, αναζητώντας πάντοτε επίμονα το πραγματικό νόημα της αγάπης.
Γι' αυτό η λογοτεχνία του, που στην αρχή φαντάζει ως ξεσηκωτική, αντάρτικη, ως η απόλυτη συμβίωση της επαναστατημένης εφηβικής φωνής με την ποίηση (η αγαπημένη του Σάλιντζερ, Σαπφώ, του ενέπνευσε, επίσης, μια σειρά από λακωνικά ποιήματα) τελικά ταυτίζεται με την άρνηση του τετριμμένου και του ψευδεπίγραφου που διαπερνά την πρωτοπορία, την ίδια στιγμή που την ορίζει με τρόπο αδιαμφισβήτητο. Γιατί ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι ταυτόχρονα ο,τι πιο μοντέρνο και ατίθασο γέννησε τον περασμένο αιώνα η λογοτεχνία, που εξακολουθεί να εμπνέει και να καθορίζει τους ανθρώπους του σήμερα.
Ευτυχώς, ο Χόλντεν Κόλφιλντ δεν θα μεγαλώσει μέσα μας ποτέ και θα συνεχίσει να μας τσιγκλάει για πάντα.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΣΙΚΑΛΗΣ» ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια