William Maxwell
Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο
μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, Gutenberg
Πόσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς, όταν αποχαιρετά τον άλλον λέγοντας «αντίο τώρα, τα λέμε αύριο;», ότι την επομένη θα είναι όλα όπως τα έχει αφήσει; Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο οποίος ανατέμνει περίτεχνα την έλλειψη υπαρξιακής βεβαιότητας, καθόλου. Μια στιγμή αρκεί για να αλλάξουν τα δεδομένα, συμπαρασύροντας, σαν την πέτρα που πέφτει στο νερό, τους κύκλους των βίων πολλών ανθρώπων.
Ο πυροβολισμός που ακούγεται ένα βράδυ και έχει ως θύμα τον Λόιντ Γουίλσον είναι αυτός που δίνει το έναυσμα στον συγγραφέα για να αφηγηθεί την προσωπική του ιστορία αλλά και αυτή του πατέρα του, ο οποίος συνδεόταν με στενή φιλία με τον εκλιπόντα, διατηρώντας παράλληλα ερωτική σχέση με τη γυναίκα του. Οι καίριες στιγμές που στέρησαν τη ζωή από τον Λόιντ Γουίλσον και έκαναν τον ορφανό αφηγητή να αναπολεί όλες εκείνες τις στιγμές της παιδικής ανεμελιάς στην αμερικανική επαρχία ‒τη μητέρα του και την παλιά του ζωή‒, επικαλούμενος παράλληλα τον εύθραυστο χαρακτήρα της ζωής που μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της εσωτερικής αφήγησης.
Άλλωστε, το μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται την κρίσιμη εποχή της Αμερικής του κραχ, φέρνει στο φως πολλά από τα προσωπικά βιώματα του κορυφαίου Αμερικανού συγγραφέα και επιμελητή, ο οποίος έχασε τη δική του μητέρα από την ισπανική γρίπη. Να σημειωθεί πως ο Μάξουελ υπήρξε επί σαράντα χρόνια επιμελητής του «New Yorker», καθώς και μέντορας πολλών συγγραφέων της γενιάς του, όπως οι Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Iσαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Τζον Απντάικ και ο Ντ.Τζ. Σάλιντζερ. Δεν είναι τυχαίο πως, παρ' όλες τις κόντρες, ήταν ο πρώτος που συμβουλευόταν ο ίδιος ο Σάλιντζερ αναφορικά με τη συγγραφή.
Τόμας Μπέρνχαρντ
Ρίττερ, Ντένε, Φος
μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, Κριτική
«Ζούμε αδιάκοπα για να γλιτώσουμε από την πλήξη, και πεθαίνουμε από την πλήξη» είναι η φράση που ξεκλειδώνει ένα από τα πλέον σημαντικά κείμενα της σύγχρονης δραματουργίας, το οποίο επιστρέφει στο εσωτερικό της γλώσσας για να αναδείξει τον απονενοημένο στόχο της ύπαρξης: κανείς δεν ξεφεύγει ούτε από τον εαυτό του αλλά ούτε και από τα αδιέξοδα της οικογένειας και της φιλοδοξίας μιας ολόκληρης ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας που αναζητούσε απεγνωσμένα τον υψηλό προσδιορισμό του ανθρώπου. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με αυτό το τρίο των έξυπνων αδελφών ‒δυο κορίτσια και ο αδελφός τους‒ που προσπάθησαν να βρουν τη χαμένη άκρη του νήματος, ψάχνοντας το οικογενειακό παρελθόν χωρίς κανένα αποτέλεσμα, και κυρίως χωρίς ελπίδα.
Ο τίτλος του έργου, βασισμένος στα τρία πρόσωπα –που φέρουν τα ονόματα τριών μεγάλων Γερμανών ηθοποιών που ενέπνευσαν τον συγγραφέα, της Ίλζε Ρίττερ, της Κρίστεν Ντένε και του Γκερτ Φος–, ουσιαστικά οφείλεται στον φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και στη σχέση του με τον ανιψιό του Πάουλ Βιτγκενστάιν, ο οποίος υπήρξε φίλος του Μπέρνχαρντ. Ως εκ τούτου, τα γλωσσικά παιχνίδια δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από το κείμενο, το οποίο υπερτονίζει την αίσθηση ότι όντως ο κόσμος τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η γλωσσική περιγραφή.
Το κείμενο, που μεταφράζεται για δεύτερη φορά στα ελληνικά ‒είχε ξαναμεταφραστεί από τον Λευτέρη Βογιατζή‒, κυκλοφορεί και με αφορμή την ομώνυμη παράσταση σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία πέρσι, όταν ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης.
Colson Whitehead
Τα αγόρια του Νίκελ
μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, Ίκαρος
Ευτυχώς, την εποχή του «Can't breathe» ο χώρος της λογοτεχνίας μπορεί να χαίρεται που το κορυφαίο βραβείο Πούλιτζερ βρήκε τον σωστό αποδέκτη, τον συγγραφέα Κόλσον Γουάιτχεντ, ο οποίος, μετά τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο, επιστρέφει με τα δικά του αγόρια, τα αγόρια του Νίκελ, αυτά που όχι μόνο δεν είχαν ποτέ φωνή και δεν ανέπνεαν αλλά υφίστανται και κάθε είδους βασανιστήρια, μια διαρκή ψυχική και σωματική εξόντωση, που πολλές φορές απορείς πώς χωράει σε λεκτικές περιγραφές.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι η γλωσσική παραστατικότητα και η ασθματική αφήγηση του Γουάιτχεντ αντιστοιχούν πλήρως σε μια οδυνηρή πραγματικότητα και στα πραγματικά γεγονότα που συνδέονται με το Νίκελ, ένα αναμορφωτήριο στη Φλόριντα που λειτούργησε για εκατόν έντεκα χρόνια, καταστρέφοντας τη ζωή χιλιάδων εφήβων. Σε αυτό καταλήγει ο ταλαντούχος Έλγουντ Κέρτις, ο οποίος, όπως τόσα αγόρια της ηλικίας του, βρίσκεται από ένα λάθος ζύγισμα της μοίρας ανάμεσα σε τόσες άλλες ψυχές, που δεν έχουν κανέναν λόγο όχι μόνο στη ζωή αλλά ούτε και στην ελπίδα. Για την ακρίβεια, ήταν το μοιραίο λάθος να κάνει οτοστόπ σε κλεμμένο αυτοκίνητο που ανάγκασε τον ταλαντούχο Κέρτις, του οποίου απόλυτο πρότυπο είναι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να τεθεί αυτόχρημα εκτός κοινωνίας και να καταλήξει μια αναλώσιμη σάρκα, πάνω στην οποία οι λευκοί βρήκαν την ευκαιρία να εξαντλήσουν τα πιο απάνθρωπα ένστικτά τους.
Τα όσα αδιανόητα συμβαίνουν στο Νίκελ σε επίπεδο ψυχικής και σωματικής εξόντωσης δεν είναι απλώς θέμα μυθοπλασίας αλλά και απτής πραγματικότητας ‒ μόνο που ο Γουάιτχεντ έχει τη μαεστρία να τα αποδίδει με την ακρίβεια ενός διακεκριμένου και πολυβραβευμένου συγγραφέα.
J.-K. Huysmans
Ανάστροφα
μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, Στερέωμα
Αριστούργημα. Διαμαντάκι από αυτά που λάμπουν στο σκοτεινό θάμβος των σπουδαίων maudits, οι οποίοι λάτρεψαν την ποίηση και αρνήθηκαν να υποταχθούν στο modus vivendi και στις τάσεις της εποχής. Απαρνούμενοι τον νατουραλισμό και τις κυρίαρχες θεωρητικές επιταγές, είδαν στην παρακμή της Δύσης μια καλή αφορμή για εσωτερικές εξερευνήσεις και μια ποίηση που φτιάχνεται από τις κατεστραμμένες φόρμες και τις καμένες καρδιές.
Γι' αυτό και από τους σύγχρονους νεορομαντικούς έως τον δικό μας Μισέλ Ουελμπέκ ‒ο οποίος είναι προφανές ότι έχει τον Ουισμάν στο μυαλό του όταν βάζει τους ήρωες των μυθιστορημάτων του να ονειροπολούν‒ λίγοι είναι οι συγγραφείς που άφησε ανεπηρέαστους το Ανάστροφα του Ουισμάν: «σκοτεινοί» λογοτέχνες, πανκ, άνθρωποι της ποίησης που ένιωσαν το σαρωτικό πέρασμα αυτής της θαλερής, σαν δυναμίτης, γλώσσας, χαραγμένης πάνω στη λεπτεπίλεπτη σάρκα του αισθητισμού.
Ο ενορασιακός λόγος είναι κυρίαρχος εδώ και δένει απόλυτα τόσο με την εικονοποιία των σπουδαίων ζωγράφων, όπως αυτή του Ολλανδού Γιαν Λούικεν, όσο και με την υψηλή στιχουργία του Μποντλέρ, με τους μετα-μπαρόκ αρχιτέκτονες που έφτιαξαν μια άλλη κατασκευή στην άκρη του αυστηρά δομημένου κόσμου. Από τα βιβλία που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται ως ποίημα ή ως εμμονική προσευχή των αμαρτωλών της λογοτεχνίας και της ποίησης.
Ντένις Τζόνσον
Η γενναιοδωρία της γοργόνας
μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες
«Όταν ο διάβολος βάλει κι αυτόν τον τελευταίο γάντζο στην καρδιά σου, μετά αρχίζει να σε σέρνει από πόλη σε πόλη» γράφει ο Μαρκ Κασσάντρα, ο τρελός ασθενής της Αστροφεγγιάς, προς τον άγνωστο γιατρό που τον κουράρει, ανάμεσα στα άλλα γράμματα που έχει στείλει στον Πάπα Ιωάννη Παύλο, στον ίδιο τον Διάβολο, στη Μέλανι, στους «φίλους και γείτονες στο σύμπαν», επιβεβαιώνοντας αυτή την ακροβασία ανάμεσα στο παράλογο και το καθημερινό, αυτή την αντίστροφη όψη της αμερικανικής πραγματικότητας που συνορεύει διαρκώς με τον θάνατο.
Ωστόσο, είναι το γεγονός της θνητότητας που προσδίδει στην πένα του Τζόνσον μια αδιανόητη δύναμη, σαν να γράφει την τελευταία μέρα της ζωής του, και μια αλήθεια που κάνει οτιδήποτε ψεύτικο να κατακρημνίζεται κάτω από το βάρος που έχουν οι λέξεις του, που κόβουν σαν μαχαίρι. Η λιτή αφήγηση έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με μια πλούσια σε εικόνες χαρτογράφηση της αμερικανικής ηπείρου, περνώντας με ευκολία από τις φυλακές στα κέντρα αποτοξίνωσης και από τα τρελάδικα στα δωμάτια των ασθενών.
Παρότι πρόκειται για ζωές στα όρια, αυτό που διακρίνει τη γραφή του Τζόνσον ‒και τον διαφοροποιεί, φέρ' ειπείν, από τον Κάρβερ‒ είναι το ανελέητο, σαρκαστικό χιούμορ που φαίνεται ακόμα και στους τίτλους. Πόσοι, άλλωστε, μπορούν να γράψουν για τον ποιητή Μάρκους Άχερν, ο οποίος συνελήφθη γιατί βεβήλωσε ή αποπειράθηκε να βεβηλώσει τον τάφο του Έλβις Πρίσλεϊ; Μια συλλογή διηγημάτων για «τα πιο σκοτεινά, τα πιο άγρια βάθη της αμερικανικής ζωής», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Φίλιπ Ροθ, αφού πίστευε ότι δεν υπάρχει κανείς όμοιός του Τζόνσον.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.