Η Δήμητρα Δότση λατρεύει αυτό που κάνει: να μεταφράζει βιβλία. Μπορεί να μην ήταν το όνειρο της ζωής της, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι σήμερα η μετάφραση γι' αυτήν είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή δουλειά, παρότι λίγο πριν κλείσουμε τη συνέντευξη ήθελε να ξεκαθαρίσει ότι μόλις φύγει ένα βιβλίο από τα χέρια της, έχει τελειώσει μαζί του. Μπορεί να περάσει στο επόμενο χωρίς καμία διακοπή. Δεν είναι εύκολο να αφιερώνεις το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου σε κάτι που δεν αγαπάς και πριν προλάβω να τη ρωτήσω, μου λέει ότι, όντως, δουλεύει συνεχόμενα, συνήθως μέχρι τις 3 το πρωί.
Η Δήμητρα Δότση έχει μεταφράσει έναν τεράστιο αριθμό βιβλίων, για τους περισσότερους αναγνώστες όμως είναι η μεταφράστρια των βιβλίων της Έλενα Φεράντε, της Ιταλίδας συγγραφέως-θρύλου που την προηγούμενη δεκαετία προκάλεσε τόσο μεγάλη εκδοτική επιτυχία με την «Τετραλογία της Νάπολης», ώστε το «Time» την κατέταξε στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Το νέο της βιβλίο «Η απατηλή ζωή των ενηλίκων», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον κόσμο και ξανασπέρνει σαν ιό τον «Ferrante fever», ήταν η αφορμή γι' αυτή την (μεγάλη) κουβέντα με την κ. Δότση για το έργο της Φεράντε και την εμπειρία της από τη μετάφραση.
«Η Φεράντε μου πρόσφερε μια αναγνώριση από το αναγνωστικό κοινό, αλλά μάλλον δεν οφείλω μόνο στη Φεράντε την όποια επαγγελματική αναγνωρισιμότητα έχω στον εκδοτικό χώρο» λέει. «Δεν αισθάνομαι ταυτισμένη μαζί της. Αν και πολλές φορές με βγάζει εκτός εαυτού, την αγαπώ, όπως αγαπώ κι άλλους συγγραφείς που μεταφράζω. Η διαφορά είναι ότι με πολλούς από τους υπόλοιπους συγγραφείς έχω πλέον φιλικές σχέσεις. Επικοινωνούμε στα σόσιαλ, μιλάμε στο τηλέφωνο, συναντιόμαστε, βγαίνουμε για φαγητό όταν μας δοθεί η ευκαιρία. Με τη Φεράντε δεν θα συμβεί ποτέ αυτό».
— Πόσα βιβλία έχετε μεταφράσει;
Επειδή μεταφράζω και πολλά παιδικά, μέχρι στιγμής πρέπει να είναι γύρω στα 160. Από τα οκτώ της Φεράντε που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, έχω μεταφράσει τα επτά.
Η Έλενα Φεράντε δεν είναι από τους ανθρώπους που θα αλλάξουν στην πορεία. Εγώ μία φοβία έχω, μήπως μάθουμε ποια είναι όταν πεθάνει. Δεν θα ήθελα να το μάθω ποτέ. Παρότι υποπτεύονται ποιος/ποιοι είναι, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Δεν θέλω να το μάθω, θέλω να φύγει με τον μύθο που έχει χτίσει.
— Τα βιβλία που μεταφράζετε τα επιλέγετε η ίδια ή σας τα αναθέτουν;
Τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα βιβλία που μεταφράζω τα επιλέγω. Με κάποιους εκδότες έχω τέτοιου είδους συνεργασία, που μου επιτρέπει να μεταφράζω μόνο βιβλία που μου αρέσουν. Δεν δουλεύω μόνο ως μεταφράστρια, δουλεύω και ως reader, που σημαίνει ότι για τους εκδότες με τους οποίους έχω συνεχή συνεργασία διαβάζω, αξιολογώ και προτείνω κι εγώ βιβλία προς μετάφραση.
— Ιταλικά;
Nαι, ιταλικά και μόνο. Δεν θα μπορούσα να καταπιαστώ με άλλη γλώσσα, χωρίς να έχω ζήσει στη χώρα όπου ομιλείται.
— Mε τα ιταλικά πώς ξεκίνησε η σχέση σας;
O πατέρας μου είχε σπουδάσει στην Iταλία, στη Ρώμη, και όταν ήμουν μικρή βλέπαμε RAI. Έβλεπε ένα σωρό προγράμματα, γέλαγε, και επειδή δεν καταλάβαινα τίποτα, το έβαλα σκοπό να μάθω καλύτερα ιταλικά από εκείνον. Αυτή ήταν η αφορμή.
Στα 16 μου μού χάρισαν τους «Δύσκολους Έρωτες» του Καλβίνο, αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την ιταλική λογοτεχνία. Το βιβλίο αυτό το ερωτεύτηκα, παρότι ήταν δύσκολο για μένα εκείνη την εποχή. Ήταν μάλλον σημαδιακό, γιατί το βιβλίο αυτό ήταν σε μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι ήταν και το πρώτο βιβλίο που είχε μεταφράσει. Το λέω αυτό γιατί ο Ανταίος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Αν δεν ήταν εκείνος, δεν θα είχα γίνει μεταφράστρια, θα είχα ακολουθήσει άλλη, τελείως διαφορετική καριέρα. Δεν ήταν το όνειρό μου να γίνω μεταφράστρια. Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρώτη μου επαφή με την ιταλική λογοτεχνία.
Έκτοτε, ασχολήθηκα ξανά όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο. Η μετάφραση δεν υπήρχε στο μυαλό μου, μπορώ να πω ότι ήταν και το μάθημα που μου άρεσε λιγότερο απ' όλα στη σχολή μου. Ήμουν παθιασμένη με τη λογοτεχνία, την ανάλυση και κριτική των κειμένων, και το όνειρό μου ήταν να μπορέσω κάποτε να τη διδάξω.
Όταν τελείωσα την Ιταλική Φιλολογία άρχισα να διδάσκω ιταλικά ‒ήμουν για μια δεκαετία καθηγήτρια ιταλικών‒ και κάποια στιγμή αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου για να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα. Επειδή απείχα από το πανεπιστήμιο τότε, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να ξαναμπώ στα πράγματα κι έτσι έδωσα εξετάσεις για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΚΠΑ, το οποίο έβλεπα ως εφαλτήριο.
Το μεταπτυχιακό αυτό, λοιπόν, είχε θέμα τη μετάφραση και τη μεταφρασεολογία. Εκεί γνώρισα τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, ο οποίος ήταν επί σχεδόν τρία χρόνια καθηγητής μου. Προσπαθούσε να με ωθήσει προς τον χώρο της μετάφρασης, παρότι ήξερε ότι ήθελα να κάνω άλλα πράγματα. Τελειώνοντας το μεταπτυχιακό, ωστόσο, είχα αρχίσει ήδη να δουλεύω ως μεταφράστρια, κυρίως επειδή ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου. Τελικά αφοσιώθηκα πλήρως στη μετάφραση και χάρη στον Ανταίο δεν έμεινα ούτε μία μέρα χωρίς δουλειά.
— Το πρώτο βιβλίο που μεταφράσατε ποιο ήταν;
Ένα βιβλίο αρχιτεκτονικής, το οποίο το έκανα κυρίως για την εμπειρία, και μετά ένα παιδικό για τις εκδόσεις Καστανιώτη, το «Μήλα, φτερά και τηλεσκόπια». Με το που τελειώνω τη μετάφραση του παιδικού, με φωνάζει ο Ανταίος και μου λέει «και τώρα πέφτεις στα βαθιά, θα κάνεις Ουμπέρτο Έκο»! Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, αλλά το δουλέψαμε μαζί και ήταν ένα σχολείο από μόνη της αυτή η εμπειρία. Ήταν τρεις τόμοι, «Η ιστορία της ομορφιάς», «Η ιστορία της ασχήμιας» και «Η ομορφιά της λίστας». Δουλεύαμε παράλληλα, ένα κεφάλαιο εγώ, ένα εκείνος, ο καθένας μόνος του, και μετά συναντιόμασταν και τα διορθώναμε από κοινού για να έχουν ενιαίο ύφος. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για μένα.
— Η Φεράντε ήταν δική σας επιλογή;
Όχι. Μου την είχαν προτείνει δύο εκδότες. Το είχαμε συζητήσει, αλλά το φοβόντουσαν τότε. Ήταν το 2011, είχε βγει η «Υπέροχη φίλη μου», ο πρώτος τόμος της «Τετραλογίας της Νάπολης», μόνο που κανείς δεν ήξερε ακόμα ότι θα γινόταν τετραλογία, ούτε και η ίδια η Φεράντε. Τότε μιλούσαν για τριλογία και οι Έλληνες εκδότες φοβήθηκαν. Έλεγαν «τι πάμε να βγάλουμε, την ιστορία δύο γυναικών στη Νάπολη, ποιον θα ενδιαφέρει αυτό;». Την πρότεινα σε έναν τρίτο εκδοτικό οίκο, αλλά οι εκδότες δεν τα έβρισκαν στα οικονομικά με τους Ιταλούς κι έτσι τα παράτησα. Η τετραλογία ήρθε ξαφνικά από μόνη της στα χέρια μου χάρη στις εκδόσεις Πατάκη, όταν πλέον είχε αρχίσει να εκδίδεται στα αγγλικά και να γίνεται μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της Φεράντε. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε όταν άρχισε να εκδίδεται στα αγγλικά.
— Στην Ιταλία δεν είχε την ίδια επιτυχία;
Την ήξεραν, γιατί είχαν γυριστεί και δύο ταινίες βασισμένες σε βιβλία της, η «Βάναυση Αγάπη» και οι «Μέρες Εγκατάλειψης», και οι ταινίες αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να τη μάθει ο πολύς κόσμος. Είναι λίγο παράδοξο, όταν βγήκαν οι δύο πρώτοι τόμοι στην Ιταλία, την έθαψαν οι Ιταλοί. Έλεγαν ότι δεν ξέρει να γράφει, ότι είναι ασύντακτες οι προτάσεις της και ποιος θα κάτσει να το διαβάσει, όταν όμως άρχισε να γίνεται διάσημη στην Αμερική, ήρθαν τα πάνω κάτω στην Ιταλία, με αποτέλεσμα, ακόμα και σήμερα που έχει περάσει σχεδόν μία δεκαετία, τα βιβλία της Τετραλογίας να είναι ακόμη στα μπεστ-σέλερ.
Βέβαια, έχει παίξει τεράστιο ρόλο ως προς αυτό, πέρα από την Αμερική, και η σειρά του ΗΒΟ. Πολλοί Ιταλοί συγγραφείς την αντιπαθούν σφόδρα, διότι εκείνη είναι ένα άγνωστο πρόσωπο και έχει καταφέρει κάτι που δεν έχει καταφέρει κανένας. Άλλωστε, μετά τον Ουμπέρτο Έκο και τον Καλβίνο δεν έχει ξαναϋπάρξει τέτοιο φαινόμενο στην Ιταλία. Στη γείτονα χώρα, όταν εκδίδεται ένα καινούργιο βιβλίο, ακόμα και διάσημος να είναι ο συγγραφέας, δεν ξέρω πόσους μήνες ταξιδεύει απ' άκρη σ' άκρη, πηγαίνοντας απ' το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό βιβλιοπωλείο. Οργώνουν τη χώρα για να μπορέσουν να πουλήσουν πέντε βιβλία παραπάνω. Και η Φεράντε το καταφέρνει αυτό από την καρέκλα του γραφείου της, χωρίς να την ξέρει κανείς.
— Πιστεύετε ότι δεν ήταν μελετημένη αυτή η μυστικότητα ώστε να χτίσει έναν μύθο και να γίνει π.χ. ένας νέος Σάλιντζερ ή ένας Πίντσον; Δεν το είχε αυτό στο μυαλό της εξαρχής;
Δεν το ξέρω αυτό, βλέπω όμως ότι αυτό που είχε εξαρχής στο μυαλό της το τηρεί πιστά. Δεν είναι από τους ανθρώπους που θα αλλάξουν στην πορεία. Εγώ μία φοβία έχω, μήπως μάθουμε ποια είναι όταν πεθάνει. Δεν θα ήθελα να το μάθω ποτέ. Παρότι υποπτεύονται ποιος/ποιοι είναι, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Δεν θέλω να το μάθω, θέλω να φύγει με τον μύθο που έχει χτίσει.
— Όταν άρχισε να γράφει στην «Guardian», υπήρξαν άνθρωποι που μιλούσαν για εντελώς διαφορετικό ύφος μεταξύ του λογοτεχνικού και μη λογοτεχνικού λόγου της. Ότι είναι δύο ή παραπάνω πρόσωπα. Εσείς καταλαβαίνετε διαφορά από βιβλίο σε βιβλίο;
Στην αγγλική γλώσσα δεν νομίζω ότι φαίνεται κάτι τέτοιο, στα ιταλικά είναι πιο εμφανές. Ναι, βλέπω έντονες υφολογικές διαφορές από βιβλίο σε βιβλίο. Και από την Τετραλογία στο τελευταίο της βιβλίο, την «Απατηλή ζωή των ενηλίκων», είναι αισθητή αυτή η διαφορά. Στην Τετραλογία είναι έντονες οι εναλλαγές του ύφους, τα υφολογικά σκαμπανεβάσματα, ο τρόπος που εναλλάσσονται οι λέξεις, ακόμα και η σύνταξη των προτάσεων. Κάποιες φορές είχα όντως την αίσθηση πως μπορεί και να ήταν δύο οι συγγραφείς. Στην «Απατηλή ζωή των ενηλίκων», ωστόσο, το ύφος της είναι ενιαίο. Αν διαβάσετε, πάντως, και τις συνεντεύξεις της, καταλαβαίνετε την προσωπικότητά της, καταλαβαίνετε με ποια από τις πρωταγωνίστριές της ταυτίζεται.
— Με ποια;
Η τελευταία της συνέντευξη είναι πάρα πολύ κατατοπιστική και πάρα πολύ χαρακτηριστικές οι απαντήσεις της. Κάποιες στιγμές είχα την αίσθηση ότι η Φεράντε είναι ίδια η Λίλα, κι ας έχει πιο πολλά κοινά με τη Λενού, όπως λέει η ίδια. Αν δείτε πώς απαντά σε μια μεταφράστριά της, που της κουνάει το δάχτυλο και της λέει: «Αγαπητή μου, πήγαινε να διαβάσεις εκείνο το απόσπασμα για να καταλάβεις καλύτερα».
— Δεν γίνεται να χτίσεις χαρακτήρες σε τόσες χιλιάδες σελίδες χωρίς καμία δόση αλήθειας. Δεν μπορεί να είναι όλα μυθοπλασία.
Το λέει και η ίδια άλλωστε. Στη συνέντευξή της αυτή τονίζει ότι ακόμα και οι αντρικοί χαρακτήρες έχουν δικά της χαρακτηριστικά. Νομίζω ότι στη μυθοπλασία αυτό ισχύει για όλους τους συγγραφείς.
— Επίσης, αυτό που έχει καταφέρει είναι ότι δεν μιλάει πλέον κανείς για «ροζ λογοτεχνία», όπως στην αρχή.
Ουδέποτε ήταν ροζ λογοτεχνία η Φεράντε. Σε τελική ανάλυση, τι σημαίνει ροζ λογοτεχνία; Είναι εύκολο να εφευρίσκουμε διάφορους χαρακτηρισμούς όταν ένα βιβλίο καταφέρνει να εντάσσεται στη λίστα των παγκόσμιων ευπώλητων. Κακώς μιλούσαν και συνεχίζουν να μιλάνε για ροζ λογοτεχνία, κυρίως όσοι δεν την έχουν διαβάσει καν. Δεν ξέρω αν άνοιξε καινούργιους δρόμους στη λογοτεχνία, αλλά σίγουρα άνοιξε καινούργιους δρόμους στο μάρκετινγκ της λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεκάδες εκδοτικοί οίκοι χρησιμοποιούν το όνομά της για να πλασάρουν καινούργια γυναικεία ονόματα στον λογοτεχνικό χώρο.
— Έπεσε και πάνω στα σεξουαλικά σκάνδαλα στην Αμερική και παρότι δεν ήταν εκπρόσωπος της γυναικείας χειραφέτησης, έδωσε ένα στίγμα στη γυναικεία λογοτεχνία.
Ήταν περίπου παράλληλα, κι αυτός είναι ένας λόγος που η Φεράντε πέτυχε παγκοσμίως ‒ μιλάμε για περίπου 50 χώρες. Χθες έριξα μια ματιά σε κάποιες κριτικές που έχουν προλάβει να γραφτούν για το νέο βιβλίο της στο εξωτερικό, και οι «New York Times» και ο «New Yorker», ενώ είπαν ότι πήγε στα ύψη και δεν υπάρχει περίπτωση να μη γίνει μπεστ-σέλερ μέσα στην εβδομάδα, τουλάχιστον στην Αμερική, άρχισαν να λένε ότι δεν είναι σαν την Τετραλογία με έναν κάπως επικριτικό λόγο. Λογικό είναι. Μέχρι τώρα, παρακολουθώντας τις κριτικές σε διάφορες χώρες, δεν είχα δει τίποτα αρνητικό. Είναι η πρώτη φορά, πράγμα αναμενόμενο, γιατί όταν έχεις φτάσει στα ύψη με την Τετραλογία, όλοι περιμένουν από σένα ένα ακόμα αριστούργημα.
— Εσάς πώς σας φάνηκε το νέο βιβλίο σε σχέση με την Τετραλογία;
Αυτό το βιβλίο πετυχαίνει κάτι που το θεωρούσα ακατόρθωτο: σε κάνει να ξεχνάς τη Λίλα και τη Λενού και αυτό από μόνο του είναι μια τεράστια επιτυχία. Η Φεράντε στο μεταξύ χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη τακτική, έναν συγκεκριμένο τρόπο χτισίματος της ιστορίας της: ξεκινάει από κάτι φαινομενικά ασήμαντο, το οποίο σημαδεύει τις ηρωίδες της και κουρδίζει τον ωρολογιακό μηχανισμό που κρύβει καθεμιά μέσα της, με αποτέλεσμα να λειτουργούν σαν βραδυφλεγείς βόμβες. Μέσα τους ζυμώνεται η «επανάστασή» τους, την οποία μπορεί να μην την βλέπεις αλλά τη νιώθεις, μέχρι που θα γίνει αυτό το μπαμ με κάποιον τρόπο ‒ σιγά σιγά, αλλά θα γίνει.
Αυτό που καταφέρνει, πάντως, με επιτυχία και στο τελευταίο της βιβλίο είναι η αποδόμηση της προσωπικότητας της πρωταγωνίστριάς της – χαρακτηριστικό της και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά της. Η Φεράντε ρίχνει στα τάρταρα τις ηρωίδες της, τις κάνει συντρίμμια και στη συνέχεια, σιγά σιγά, αυτά τα συντρίμμια επανασυντίθενται και οι ηρωίδες της μεταμορφώνονται, γίνονται πιο ώριμες, πιο ολοκληρωμένες. Αυτό κάνει και στην «Απατηλή ζωή των ενηλίκων». Σε καθηλώνει από τις πρώτες κιόλας αράδες, δεν σε αφήνει σε ησυχία.
Τα βιβλία της Φεράντε δεν μπορείς να τα αφήσεις εύκολα, έχουν κάτι το εθιστικό. μπορεί σε κάποια σημεία να νιώθεις πως ίσως κάνουν κοιλιά, όμως έτσι είναι όλη της η γραφή, ο τρόπος που χτίζει τις ιστορίες της, με συνεχή σκαμπανεβάσματα, με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Νομίζω ότι αυτό το κάνει σκοπίμως για να σου τραβάει το ενδιαφέρον, να σε τονώνει κάθε τόσο και να συνεχίζεις. Και, βέβαια, τελειώνεις το βιβλίο κάθε φορά και λες «τι στο καλό γίνεται παρακάτω;». Το ίδιο κάνει και σ' αυτό το μυθιστόρημα.
— Που σημαίνει ότι θα έχει και συνέχεια;
Η ίδια λέει ότι το βιβλίο τελειώνει εκεί, αλλά από την προσωπική μου εμπειρία ως μεταφράστριάς της, λέω ότι δεν τελειώνει εδώ το βιβλίο, δεν έχει ολοκληρώσει τους χαρακτήρες της, έχει αφήσει να αιωρούνται πάρα πολλά πράγματα. Έχει φτάσει σε ένα σημείο που χτίζει τους δύο βασικούς χαρακτήρες, την Τζοβάνα, την έφηβη, και τη θεία της, τη Βιτόρια, εκείνη η οποία τη μυεί στην ενήλικη ζωή, αλλά, κατά τη γνώμη μου, τις αφήνει μετέωρες. Επίσης, δεν μπορώ να πιστέψω ότι το Netflix αγόρασε μόνο μία σεζόν.
— Πόσο δύσκολη ήταν η μετάφραση του λόγου της, με τις τεράστιες, «ασύντακτες» προτάσεις, με τις δευτερεύουσες και τις πολυσημίες...
Στην ιταλική γλώσσα είναι χαρακτηριστικός ο μακροπερίοδος λόγος στα περισσότερα έργα, κυρίως στους κλασικούς συγγραφείς. Αν ένας συγγραφέας χρησιμοποιεί σύντομες, κοφτές προτάσεις, είναι όντως κάτι παράδοξο. Ε, η Φεράντε μπορεί να το παρακάνει λίγο με αυτόν τον μακροπερίοδο λόγο. Πάντως, έτσι ήταν και η ιταλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα και η αλήθεια είναι ότι, διαβάζοντας Φεράντε, νιώθω σαν να διαβάζω ένα ιταλικό έργο του 19ου αιώνα, τόσο ως προς την αποτύπωση της γλώσσας όσο και ως προς το χτίσιμο και το πλήθος των χαρακτήρων. Δεν είναι τυχαίο ότι την παραλληλίζουν με τον Αλεσάντρο Μαντσόνι. Λένε ότι είναι ο σύγχρονος Μαντσόνι ή ο Ντίκενς της σημερινής εποχής.
Με δυσκολεύουν αυτές οι προτάσεις όχι τόσο ως μεταφράστρια αλλά ως αναγνώστρια, γι' αυτό τις φέρνω τούμπα. Δεν αλλάζω ποτέ τη στίξη, σε κανένα λογοτεχνικό έργο ‒ πρέπει να σέβεσαι τη στίξη του συγγραφέα. Βάζει τελεία εκείνος, τελεία θα βάλεις κι εσύ. Μεταθέτω όμως τις δευτερεύουσες προτάσεις, όποτε έχω να κάνω με έναν τέτοιο μακροπερίοδο λόγο. Αν τις αφήσω ως έχουν, ο Έλληνας αναγνώστης θα δυσκολευτεί στην ανάγνωση, πολύ πιθανόν να με κατηγορήσει ότι δεν έχω ιδέα από συντακτικό. Εν μέρει έχουν ένα δίκιο οι Ιταλοί όταν λένε ότι οι μεταφράσεις της Φεράντε είναι ωραιοποιημένες. Αναγκάζεσαι, όμως, να κάνεις αυτές τις μικροαλλαγές, για να είναι πιο εύληπτο το κείμενο, όταν, λόγου χάριν, έχεις μια πρόταση 10-15 αράδες.
— Πόσο δική σας είναι μια μετάφραση; Κάνετε απόδοση, πιστή μετάφραση, πώς δουλεύετε;
Απόδοση ποτέ. Η διαδικασία της μετάφρασης είναι κάτι που γίνεται αυτόματα στο μυαλό μου κι αυτό είναι κάτι που αποκτάς, βέβαια, με την εμπειρία. Απόδοση σημαίνει ότι παίρνεις μια πρόταση και τη γράφεις με δικά σου λόγια. Δεν θα το έκανα αυτό, επ' ουδενί. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο πιστή μπορώ στο πρωτότυπο, στον συγγραφέα, να διατηρώ το ύφος του, κι αν δεν το καταφέρω σε μια πρόταση, αν δεν μπορώ να πετύχω την περίφημη ισοδυναμία, τότε με κάποιον τρόπο θα το μεταφέρω στη συνέχεια.
Θεωρώ πως το πιο βασικό στοιχείο είναι ο ρυθμός, η πνοή, οι ανάσες του κειμένου. Δεν θέλω απλώς να ρέει μια μετάφραση. Στη Φεράντε μπορεί να φέρνω πάνω-κάτω τις δευτερεύουσες προτάσεις, αλλά, όταν το κείμενο «κλοτσάει» στα ιταλικά επειδή, για παράδειγμα, ο συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει μια λέξη ή μια έκφραση δική του, που δεν υπάρχει ‒το κάνει αυτό η Φεράντε‒, πρέπει κι εγώ να βρω κάτι αντίστοιχο, δεν μπορώ να το απλοποιήσω.
— Πρέπει να είναι και λογοτέχνης ο μεταφραστής;
Μα είναι κατά κάποιον τρόπο λογοτέχνης, δεν γίνεται κι αλλιώς.
— Δεν έχετε γράψει, όμως, ένα δικό σας βιβλίο.
Ούτε πρόκειται. Δεν διαθέτω φαντασία. Μου αρέσει όμως να μεταφέρω τον λόγο των άλλων. Αυτό είναι που με παθιάζει.
— Είναι τέχνη ή τεχνική η μετάφραση;
Και τα δύο. Είναι τέχνη, την τεχνική την αποκτάς με τον καιρό. Η τεχνική έγκειται στο να ξέρεις πότε θα μείνεις πιστός στον συγγραφέα και πότε θα ξεφύγεις λίγο, πώς θα ξεγλιστρήσεις από διάφορες παγίδες. Την τεχνική την αποκτάς με τις ανάλογες σπουδές και με την εμπειρία. Η μετάφραση διδάσκεται. Ναι μεν χρειάζεται να έχεις ταλέντο, αλλά πρέπει να το καλλιεργήσεις. Δεν μπορείς να γίνεις μεταφραστής επειδή έχεις ένα Ρroficiency. Πρέπει συνέχεια να ψάχνεις, να είσαι με ένα λεξικό ή και με τη γραμματική στο χέρι, ή μάλλον στον υπολογιστή. Να μη θεωρείς τίποτε δεδομένο, ότι το ξέρεις, πάει και τελείωσε. Μια γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, δεν παύει ποτέ να εξελίσσεται. Συνέχεια μαθαίνουμε, και την ξένη γλώσσα, από την οποία μεταφράζουμε, και κυρίως την ελληνική.
— Σας ενοχλεί όταν διαβάζετε μια κριτική και δεν αναφέρεται το όνομά σας;
Φυσικά και είναι ενοχλητικό, όχι μόνο όταν δεν βλέπω το δικό μου όνομα αλλά και το όνομα οποιουδήποτε μεταφραστή. Όπως και όταν γράφουν «υπέροχο το βιβλίο, αλλά κακή η μετάφραση». Αυτό δεν γίνεται. Ή το βιβλίο είναι υπέροχο επειδή είναι καλή η μετάφραση ή δεν είναι υπέροχο το βιβλίο. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που με ενοχλεί. Κάθε βιβλίο περνάει και από έναν επιμελητή. Δεν γίνεται να μην αναφέρεται πουθενά το όνομά του, να είναι ανύπαρκτος στις παρουσιάσεις ή στις κριτικές των βιβλίων. Ένας καλός επιμελητής σε σώζει από κακοτοπιές, εντοπίζει πράγματα που πιθανώς σου έχουν ξεφύγει και χάρη και στη δική του συμβολή το βιβλίο απογειώνεται. Όταν μάλιστα βιοπορίζεσαι αποκλειστικά και μόνο από τη μετάφραση, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό να εργάζεσαι πάνω από δέκα ώρες την ημέρα, δεν γίνεται να μη σου ξεφύγει κάτι.
— Μετά από μια εκδοτική επιτυχία αυξάνεται η αμοιβή σας; Η Φεράντε σας αύξησε το κασέ;
Ναι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε αυτήν. Ασχολούμαι σχεδόν είκοσι χρόνια με τη μετάφραση. Αυτό που οφείλω στη Φεράντε, όμως, είναι, όπως είπα, ότι ακούγεται το όνομά μου στο αναγνωστικό κοινό και οι αναγνώστες σήμερα επιλέγουν πολύ συχνά τα βιβλία που θα διαβάσουν και χάρη στον μεταφραστή. Νομίζω ότι ως προς αυτό έχουν παίξει σημαντικό ρόλο και τα social. Για παράδειγμα, οι μισοί φίλοι μου στο Facebook και στο Instagram με έχουν εντοπίσει λόγω της Φεράντε και έχω την αίσθηση ότι ένα μέρος αυτού του κοινού τροφοδοτεί κι άλλα βιβλία που μεταφράζω και έχουν αγαπηθεί.
— Φανταστείτε τι κοινό φέρνει σε έναν συγγραφέα που είναι περσόνα στο Facebook και ασχολείται βάσει πλάνου με αυτό το να κάνει αβανταδόρικα ποστ όλη μέρα. Δεν το βρίσκω πολύ διαφορετικό από την περσόνα που έχτισε η Φεράντε για να πουλήσει.
Εκείνη, πάντως, όταν ξεκίνησε, είπε ότι το έκανε επειδή, λόγω ιδιοσυγκρασίας, είναι συνεσταλμένη και ντροπαλή και επειδή ό,τι έχει να πει ένα βιβλίο ‒και σε αυτό έχει δίκιο‒ θα το πει το ίδιο στην καρδιά του αναγνώστη. Θεωρεί εν ολίγοις ότι αν είναι να πετύχει ένα βιβλίο, θα πετύχει. Αν δεν πετύχει, τι να κάνουμε; Δεν θεωρώ κακό το να χτίζεις την περσόνα σου, όλοι με κάποιον τρόπο το ίδιο κάνουν στα social, διάσημοι και μη.
Πάντως, όταν έχεις σημειώσει επιτυχία σε αυτό που κάνεις, κάπως πρέπει να κρατήσεις το κοινό σου, δεν μπορείς να εμφανίζεσαι στη χάση και στη φέξη ή, τέλος πάντων, όποτε εκδίδεται ένα βιβλίο σου. Και μην ξεχνάτε ότι κάποιοι άνθρωποι ζουν από αυτό, δεν εννοώ ότι βιοπορίζονται από αυτό. Ζουν από αυτό γιατί είναι ο χαρακτήρας τους τέτοιος, δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την αποδοχή του κοινού. Με τη Φεράντε δεν ισχύει αυτό ακριβώς. Μιλάει μόνο μέσα από τα βιβλία της, όποτε γράφει.
— Έχετε κάποιο αγαπημένο από τα βιβλία της Φεράντε;
Με την Τετραλογία ταυτίστηκα. Ένιωθα ότι ήμουν μέρος της. Πέρασα τόσα χρόνια από τη ζωή μου. Από το 2014, που έφτασε στα χέρια μου, μέχρι το '17, που ολοκλήρωσα το τελευταίο βιβλίο, κοιμόμουν κι έβλεπα τον εαυτό μου μαζί με τη Λίλα και τη Λενού στη Νάπολη. Στην «Απατηλή ζωή των ενηλίκων», όμως, ίσως επειδή και η κόρη μου έχει την ίδια ηλικία με την έφηβη πρωταγωνίστρια, ένιωθα να με πνίγει, να με γραπώνει από τον λαιμό. Το βιβλίο αυτό επικεντρώνεται στην περίοδο της εφηβείας, την πιο σημαντική περίοδο της ζωής μας, σύμφωνα με τη Φεράντε, μια εποχή που σε κυνηγάει πάντα.
— Τι μεταφράζετε τώρα;
Μόλις παρέδωσα τη μετάφραση ενός κειμένου του Λαμπεντούζα που είχε γράψει για τον λόρδο Βύρωνα, μια αφήγηση για τη ζωή και το έργο του (θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αιώρα), και ολοκληρώνω τη μετάφραση του πρώτου μυθιστορήματος του Ντε Άντζελις, ενός βιβλίου που θεωρείται το πρώτο αστυνομικό της ιταλικής λογοτεχνίας και διαδραματίζεται την εποχή του φασισμού (και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οκτάνα).
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.