Η Σουηδία κρατάει τα μπαρ και τα εστιατόρια ανοιχτά, επιδιώκοντας να μην αφήσει την πανδημία να διαταράξει την καθημερινότητα. Ωστόσο, το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού, ωθεί τις αρχές να σκεφτούν ξανά την προσέγγισή τους.
Η Σουηδία ακολούθησε τη δική της πολιτική απέναντι στην πανδημία: απέφυγε το lockdown και κράτησε, ως επί το πλείστον ανοιχτά, εστιατόρια, μπαρ, σχολεία, κινηματογράφους και γυμναστήρια. Το κατά κεφαλήν ποσοστό θνητότητας από τον νέο κορωνοϊό στη χώρα είναι αρκετές φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο των σκανδιναβικών χωρών, αλλά χαμηλότερο από το ποσοστό αρκετών ευρωπαϊκών χωρών που επέλεξαν το μέτρο της καραντίνας.
Ωστόσο, το δεύτερο κύμα, προκάλεσε νέα αύξηση των κρουσμάτων, φέρνοντας στα όριά τους τις υγειονομικές υπηρεσίες της Στοκχόλμης, αναγκάζοντας τις αρχές να αξιολογήσουν εκ νέου την προσέγγισή τους απέναντι στην πανδημία. Τα μέτρα που επέβαλε τον Νοέμβριο πλησιάζουν περισσότερο αυτά των ευρωπαϊκών χωρών καθώς συντείνονται περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις, ενώ τον Δεκέμβριο έγινε υποχρεωτική η εκπαίδευση εξ αποστάσεων για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας.
Ωστόσο, όσο παραμένουν ανοιχτά τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα χιονοδρομικά κέντρα, τα σκληρότερα μέτρα της Σουηδίας υπολείπονται σε σχέση με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης και οι ανησυχίες για το ότι δεν έχουν γίνει αρκετά εντείνονται. Τα κρεβάτια στις ΜΕΘ, στην περιφέρεια της Στοκχόλμης, είναι όλα κατειλημμένα, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Μπγιόρν Έρικσον, περιφερειακός διευθυντής υγείας.
Από την αρχή της πανδημίας συζητείται, τόσο εντός όσο και εκτός της Σουηδίας το πώς θα περιοριστεί η εξάπλωση του ιού. Και ενώ οι άλλες χώρες επέλεξαν το lockdown, η Σουηδία παρέμεινε ανοιχτή, ανησυχώντας πως ένα τέτοιο μέτρο θα είχε - μακροπρόθεσμα - επιβλαβείς επιπτώσεις σε παιδιά και ενήλικες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατάθλιψη και αυτοκτονία, αναβολή της υγειονομικής περίθαλψης και απώλεια θέσεων εργασίας.
Μόλις τη Δευτέρα, ο Σουηδός πρωθυπουργός, Στέφαν Λεβέν, ανέφερε ότι οι αρχές της χώρας υποτίμησαν την πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος. Ήταν η πρώτη φορά που κυβερνητικός αξιωματούχος επέκρινε, έστω και έμμεσα, τη Σουηδική Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας, την ομάδα εμπειρογνωμόνων που χάραξε την πολιτική για τον κορωνοϊό και τον επιδημιολόγο Άντερς Τέγκνελ.
Τον Οκτώβριο ο Τέγκελ είχε εκφράσει την ελπίδα πως η εξάπλωση της ανοσίας στον πληθυσμό θα βοηθούσε τη Σουηδία να κρατηθεί «χαμηλά» το φθινόπωρο. «Νομίζω ότι οι περισσότεροι στον χώρο (σ.σ. της υγείας) δεν είδαν ένα δεύτερο κύμα να έρχεται», ανέφερε ο πρωθυπουργός της χώρας στην εφημερίδα Aftonbladet. Πλέον, ο οργανισμός του Τέγκελ δεν καταπονεί τα σχέδια για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, με τους πολιτικούς της χώρας να αναλαμβάνουν περισσότερο ενεργό ρόλο.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος, η Σουηδία σημείωσε αρκετούς θανάτους, ειδικά στους ηλικιωμένους. Συστημικές ανεπάρκειες στη φροντίδα των ηλικιωμένων στη Σουηδία σε συνδυασμό με τα ανεπαρκή μέτρα από την κυβέρνηση και των υπηρεσιών συνέβαλαν στον υψηλό αριθμό θανάτων σε γηροκομεία της χώρας, σύμφωνα με μια προκαταρκτική έκθεση που δημοσίευσε χθες μια επίσημη επιτροπή.
Η επιτροπή ανέφερε ότι προηγουμένως γνωστά διαρθρωτικά προβλήματα στο σύστημα φροντίδας ηλικιωμένων, για τα οποία οι αρχές, οι περιφέρειες, οι φορείς παροχής ιδιωτικής φροντίδας και οι δήμοι μοιράζονται την ευθύνη, ευθύνονται για τους πολλούς θανάτους. «Αλλά θέλουμε να επισημάνουμε ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που κυβερνά τη χώρα και έχει την τελική ευθύνη», δήλωσε ο Ματς Μάλιν , πρόεδρος της επιτροπής σε συνέντευξη Τύπου.
«Η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε λάβει μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η φροντίδα των ηλικιωμένων ήταν καλύτερα εξοπλισμένη για την αντιμετώπιση της πανδημίας». Παράλληλα η επιτροπή επισήμανε την κακή εκπαίδευση του προσωπικού και το χαμηλό επίπεδο νοσοκόμων και γιατρών στην περίθαλψη ηλικιωμένων και τόνισε ότι προηγούμενες κυβερνήσεις συνέβαλαν επίσης στις ανεπάρκειες.
Η έκθεση της επιτροπής επίσης τονίζει ότι τα κυβερνητικά μέτρα για την προστασία των ηλικιωμένων που ελήφθησαν την άνοιξη ήρθαν πολύ αργά και ήταν ανεπαρκή.
Ο αριθμός των κρουσμάτων και οι θάνατοι αυξάνονται σταθερά από τον Οκτώβριο.
Η Σουηδία, κατέγραψε χθες Τετάρτη 7.556 νέα κρούσματα κορωνοϊού, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Υπηρεσίας Υγείας. Η αύξηση συγκρίνεται με ένα υψηλό 7.935 νέων κρουσμάτων που καταγράφηκαν την περασμένη εβδομάδα. Παράλληλα κατέγραψε 135 νέους θανάτους, οι οποίοι αυξάνουν σε 7.802 τον συνολικό αριθμό των ανθρωπίνων απωλειών λόγω της Covid-19.
«Φοβάμαι πως τα πράγματα θα χειροτερεύσουν», δήλωσε η Κάριν Χίλντεμπραντ, καρδιολόγος σε ΜΕΘ νοσοκομείου της Στοκχόλμης. «Φοβόμαστε όλοι τις επόμενες εβδομάδες. Δεν έχουμε αρκετό προσωπικό για να το αντιμετωπίσουμε», υπογραμμίζει. Όπως μεταδίδουν οι New York Times, 3.000 νοσηλευτές είχαν φύγει από τη δουλειά έως τον Οκτώβριο.
Πλέον στην κυβέρνηση ασκείται κριτική επειδή δεν έκανε αρκετά. «Ήλπιζα ότι αυτή η σοβαρή κατάσταση θα άλλαζε τα πράγματα, αλλά χθες τα λιφτ του σκι στη Σουηδία άνοιξαν», δήλωσε ο Φρέντρικ Ελγκ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ούμεο και γνωστός επικριτής της κυβέρνησης, προσθέτοντας πως η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει τα μέτρα για τα οποία προσδοκούσε.
Η κυβέρνηση της Σουηδίας εξέδωσε συστάσεις για απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των οκτώ ατόμων, επέβαλε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και απαγόρευσε την κατανάλωση αλκοόλ μετά τις 22:00. Τη Δευτέρα, μια κρατική υπηρεσία έστειλε μαζικά μηνύματα για τον περιορισμό των ατόμων στις συγκεντρώσεις για τα Χριστούγεννα. Ωστόσο η κυβέρνηση πραγματοποιεί συστάσεις, δεν επιβάλει. Σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία, η κυβέρνηση δεν μπορεί να αναγκάσει τους πολίτες να μείνουν στο σπίτι ή να επιβάλει πρόστιμο σε εκείνους που παραβιάζουν τις συστάσεις.
Εστιατόρια, καφετέριες και μπαρ συνεχίζουν να είναι ανοιχτά. Συστάσεις για μάσκες δεν έχουν γίνει επειδή οι αρχές αναφέρουν πως δεν υπάρχουν αρκετά επιστημονικά στοιχεία ότι προστατεύουν από τον ιό. Η κυβέρνηση επεξεργάζεται έναν νόμο έκτακτης ανάγκης με τον οποίο θα μπορεί να επιβάλει lockdown και να κλείνει επιχειρήσεις.
«Χρειαζόμαστε μερικές εβδομάδες lockdown για να μειώσουμε τους αριθμούς», δήλωσε η Τόβε Φαλ, καθηγήτρια μοριακής επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. «Άλλες χώρες λαμβάνουν πολύ υψηλότερες προφυλάξεις παρά τα χαμηλότερα επίπεδα μετάδοσης», πρόσθεσε.
Κριτική όμως διατυπώνεται και για τη μη χρήση μάσκας, με τον καθηγητή Ελγκ να υποστηρίζει πως η Σουηδία είναι η μόνη δημοκρατία στον κόσμο που δεν συνιστά τη χρήση της. «Περισσότερες από 170 χώρες στον κόσμο προτείνουν τη μάσκα. Αλλά εδώ λένε ότι δεν υπάρχουν αρκετά επιστημονικά δεδομένα. Αυτό είναι ανοησία».
Ωστόσο, άλλοι εξακολουθούν να έχουν την αντίθετη άποψη. Σύμφωνα με τον παιδίατρο Τζόνι Λούντβιγκσον, περίπου το 85% όσων πέθαναν στη Σουηδία έπασχαν από μία ακόμη ασθένεια και πολλοί από αυτούς θα κατέληγαν μέσα στη χρονιά.
«Νομίζω ότι είμαστε υπερβολικά δραματικοί σχετικά με τον αριθμό των θανάτων κατά τη διάρκεια πανδημίας του κορωνοϊού», είπε. «Συγκρίνετέ το αυτό με το τι θα συμβεί αν έχουμε αυξημένη θνησιμότητα μεταξύ των νεότερων λόγω περισσότερων καρδιακών προσβολών, καθυστερημένης διάγνωσης καρκίνου ή αυξημένων επιπέδων κατάθλιψης που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία.»
Με πληροφορίες από New York Times/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Reuters