Η Beverley Schottenstein ήταν 93 ετών όταν αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο στη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ, την JP Morgan και τους οικονομικούς της συμβούλους, τα δύο της εγγόνια.
Ήταν μια μέρα του Ιουνίου όταν η Beverley μελετούσε μια ανεξάρτητη ανασκόπηση των λογαριασμών της και το έγγραφο επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους της: Οι δύο χρηματοοικονομικοί σύμβουλοί της στην JPMorgan Chase & Co., οι δύο εγγονοί της, που επέβλεπαν περισσότερα από 80 εκατομμύρια δολάρια για λογαριασμό της, είχαν αναλάβει μεγάλες προμήθειες τοποθετώντας τα χρήματά σε επικίνδυνες επενδύσεις, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει.
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αν και ορισμένοι συγγενείς της, την προέτρεψαν να μην κινηθεί νομικά, εκείνη ήταν αποφασισμένη, Αυτό που έκαναν οι διαχειριστές των χρημάτων της ήταν λάθος. Έπρεπε να πληρώσουν. Ακόμα κι αν ήταν τα εγγόνια της.
Και πλήρωσαν. Με τη βοήθεια των δικηγόρων της, η Beverley οδήγησε τους εγγονούς της και την JPMorgan ενώπιον δικαστικών διαιτητών της Ρυθμιστικής Αρχής της Χρηματοοικονομικής Βιομηχανίας, γνωστή ως Finra. Ζήτησε 69 εκατομμύρια δολάρια. Μετά από μία διαδικασία που κράτησε μήνες και έληξε τον Ιανουάριο, η επιτροπή εξέδωσε μία απόφαση υπέρ της 93χρονης.
Η διαδικασία διαιτησίας της Finra είναι ιδιωτική και ακόμη και όταν ανακοινώνονται διακανονισμοί, λίγες από τις υποκείμενες κατηγορίες δημοσιοποιούνται. Σε μια σύντομη απόφαση στις 5 Φεβρουαρίου, η επιτροπή διαπίστωσε ότι η μονάδα J.P. Morgan Securities LLC της τράπεζας και τα αδέρφια, Evan και Avi Schottenstein, ήταν υπεύθυνοι για την κατάχρηση του καταπιστευματικού τους καθήκοντος και την πραγματοποίηση δόλιων και ψευδών δηλώσεων.
Οι διαιτητές του διακανονισμού διαπίστωσαν επίσης ότι η τράπεζα και ο Evan Schottenstein ευθύνονται για καταχρήσεις από λογαριασμούς ηλικιωμένων. Διέταξε την JPMorgan και τους τραπεζίτες να πληρώσουν στην Beverley περίπου 19 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ άλλων, για αποζημιώσεις, νομικά τέλη και επιστροφή χρημάτων.
«Έβγαλαν πολλά χρήματα από μένα, αυτά τα παιδιά - πολλά χρήματα», είχε πει η Beverley, σε συνέντευξή της, πριν από την απόφαση. «Δεν είχαν δικαίωμα να προχωρήσουν τόσο πολύ με την JPMorgan. Η JPMorgan έπρεπε να τους σταματήσει, αλλά και αυτή κέρδιζε αρκετά».
Η τράπεζα απέλυσε τα δύο αδέρφια την εποχή που η γιαγιά τους υπέβαλε την καταγγελία της και πλήρωσε τα νομικά τέλη τους στη διαμάχη της Finra.
«Αυτοί οι δύο σύμβουλοι δεν είναι εργάζονται πλέον στην εταιρεία και οι ενέργειές τους δεν αντιπροσωπεύουν τις αξίες μας ως εταιρεία», δήλωσε η Veronica Navarro, εκπρόσωπος της τράπεζας.
Ο Jon Brennan, δικηγόρος των αδελφών, είπε ότι οι εντολείς του πιστεύουν ότι η απόφαση δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα ή από το νόμο.
Document shredding. Risky trades. A family divided.
— Bloomberg (@business) February 17, 2021
At 93 years old, Beverley Schottenstein decided her JPMorgan financial advisors needed to pay—even though they were her own grandsons https://t.co/6f7Z2igAay pic.twitter.com/CCc3H2OEkR
Η υπόθεση είχε ξεκινήσει με την οικογενειακή περιουσία της 93χρονης. Ο πρώην σύζυγος της Beverley, Alvin Schottenstein, κατάφερε να μετατρέψει μια αλυσίδα οικογενειακών επίπλων σε μια αυτοκρατορία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, που περιλαμβάνει τις Value City, Big Lots Inc., Designer Brands Inc. και American Eagle Outfitters Inc.
Το μερίδιο της Beverley εξαργυρώθηκε από την επιχείρηση εδώ και πολύ καιρό. Ο Evan και ο Avi έγιναν οικονομικοί σύμβουλοι και της προσέφεραν τις υπηρεσίες τους.
Η συμφωνία τους δεν ήταν ασυνήθιστη. Είναι νόμιμο να εργάζονται οι διαχειριστές χρημάτων για συγγενείς τους. Αυτό που αποδεικνύεται στην συγκεκριμένη ιστορία ωστόσο, είναι πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος, εκμεταλλευόμενος μία τέτοια συγγενική σχέση.
Παρόλο που η 93χρονη κατηγόρησε τους εγγονούς της για παράβαση των κανόνων, κατηγόρησε και την JPMorgan επειδή δεν σταμάτησε τη δράση τους.
Στις καταθέσεις της στη Finra, ισχυρίστηκε ότι η τράπεζα κέρδισε προμήθειες εκατομμυρίων δολαρίων μεταφέροντας τα χρήματά της από επενδύσεις ακατάλληλες για υπέργηρα άτομα , ενώ απέτυχε να εποπτεύει τα εγγόνια της και αγνόησε τις ενδείξεις, που έδειχναν οικονομική εκμετάλλευση τα τελευταία πέντε χρόνια.
Τα δεκάδες εκατομμύρια, που ζήτησαν οι δικηγόροι της σε μεγάλο βαθμό αντιπροσωπεύουν κέρδη από επενδύσεις που λένε ότι έχασε επειδή τα εγγόνια της επέλεξαν εξωτικές επενδύσεις, σε σχέση με μερίδια των Apple και Big Lots, που η ίδια κατείχε κάποτε.
Σύμφωνα με την Finra, και οι ερευνητές της Νέας Υόρκης στο Μανχάταν ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με τις καταγγελίες. Στην αρχική καταγγελία της Finra, η 93χρονη ισχυρίστηκε ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή της σε επενδυτικά έγγραφα, κάτι που είναι ποινικό αδίκημα.
Η JPMorgan, όπως φαίνεται στα αρχεία της Finra, δήλωσε ότι «δεν έχει θέση σε αυτήν την οικογενειακή σαπουνόπερα».
Πρόσθεσε ότι οι συναλλαγές στον λογαριασμό της Beverley, που αποδείχτηκαν επικερδείς, εποπτεύονταν εύλογα και ήταν σύμφωνες με τη δηλωμένη επενδυτική στρατηγική της. Δεν χρεώθηκαν τέλη διαχείρισης λογαριασμού και έλαβε μειωμένες προμήθειες συναλλαγών, πρόσθεσε η τράπεζα.
Ο Evan Schottenstein, 39 ετών, ήταν ο κύριος διαχειριστής της περιουσίας της γιαγιάς του, πράγμα που σημαίνει ότι έπαιρνε προμήθειες επενδύοντας τα χρήματά της.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ενήργησε προς το συμφέρον της. Ο Avi, 33 ετών, ήταν επίσης οικονομικός σύμβουλος. Είπε στη Finra ότι παρείχε διοικητική υποστήριξη στον μεγαλύτερο αδερφό του και δεν συμμετείχε σε φερόμενο παράπτωμα.
Ο δικηγόρος τους, δήλωσε ότι οι λογαριασμοί της Beverley που αποκτήθηκαν υπό τη διοίκηση του Evan «επενδύθηκαν πλήρως σύμφωνα με τις επιθυμίες της».
Δεδομένης της ηλικίας της Beverley και του μεγέθους του λογαριασμού της, θα έπρεπε να χτυπήσει συναγερμός στην τράπεζα, δήλωσε ο Garrick Tsui, πρώην ερευνητής της Finra και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ που δεν εμπλέκεται στην υπόθεση.
Έγγραφα αποδεικνύουν ότι η JP Morgan είχε κατατάξει την υπέργηρη συνταξιούχο στην κατηγορία των «επιθετικών επενδυτών».
Τώρα η JPMorgan καλείται να πληρώσει 4.7 εκατ, δολάρια αποζημίωση στην 93χρονη, επιπλέον 4,3 εκατ. δολ. για μια επένδυση σε ιδιωτικά κεφάλαια και 172.631 δολάρια για έξοδα.
Ο Evan καλείται θα πληρώσει μεμονωμένα 9 εκατ. δολάρια για αποζημίωση, ενώ ο αδελφός του Avi 602.251 δολάρια.
«Ο αγώνας άξιζε τον κόπο», είπε η γιαγιά, αφού μολονότι δεν εξασφάλισε το ποσό της αποζημίωσης που διεκδικούσε, οι διαιτητές γνωμοδότησαν υπέρ της δικαιώνοντας όλους τους ισχυρισμούς της.
«Ήμασταν κοντά. Όλη η οικογένεια είναι κοντά. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να κλέψουν από τη γιαγιά τους. Αν χρειαζόταν κάτι - οτιδήποτε, απαιτούσε να γίνει με χρήματα - ήμουν εκεί. Θα τους βοηθούσα μέχρι τέλους», είπε η 93χρονη λίγο πριν ανακοινωθεί η απόφαση της δικαίωσής της.
Με πληροφορίες του Bloomberg/Financial Advisor