ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
10.3.2021 | 03:34

Βιογραφίες σπουδαίων γυναικών

Ακολουθεί μακροσκελές κείμενο Η γιαγιά μου ήταν ένας από τους ανθρώπους που φεύγοντας αφήνουν χνάρια σε χίλιες δυο διαδρομές, σε χίλιες δυο ψυχές, σε χίλιες δυο σκέψεις. Ήταν για μένα μάνα, μιας και η μάνα μου από προσωπική της επιλογή και για δικούς της λόγους, αποφάσισε να αποστασιοποιηθεί από την ανατροφή μου και να μην μού διανείμει από την γονική της αγάπη μέρισμα ίσο με των αδερφών μου, γεγονός που γιγαντώνει την προσφορά της στην συμβολή της προσωπικότητάς μου και την ευγνωμοσύνη που νιώθω για την αγάπη της. Θα μετρούσε σήμερα, αν βρισκόταν στην ζωή, 90 πολύτιμα χρόνια ζωής. Χρονολογικά λοιπόν, οι εμπειρίες ζωής της συμπεριλάμβαναν τον πόλεμο του '40, άρα και την πείνα της Κατοχής, πράγμα που μετέπειτα της κληροδότησε ως μόνιμο κουσούρι την εμμονή με συγκεκριμένα τρόφιμα που στερήθηκε όπως το ψωμί και το λάδι (χαμόγελο μελαγχολίας) ... Ήταν απέραντα μοναδική, με μια μοναδικότητα που δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο στο διάβα της. Η πρώτη εντύπωση που άφηνε ήταν αυτή μιας γυναίκας περιστασιακά στριμμένης, απότομης και ισχυρογνώμονος. Που όμως εξατμιζόταν σε χρόνο ρεκόρ αν της έδινες χρόνο κι έμπαινες στα παπούτσια της, έστω για μια μέρα. Περισσότερο θα χαρακτήριζα την συμπεριφορά της αυτή σαν μια ακατέργαστη, αφιλτράριστη, αδούλευτη, σκληρή ειλικρίνεια, που όμως ποτέ δεν άγγιζε τα όρια της αδικίας ή της προσβολής. Η μορφή της δεν διέφερε από την μορφή όλων των γυναικών της ελληνικής επαρχίας, με το μόνιμο μαντήλι στα μαλλιά, την φούστα κάτω από το γόνατο, το καλσόν χειμώνα - καλοκαίρι, μαύρα όλα αυτά φυσικά από πάντα, καθώς ο παππούς μου την άφησε νέος, νικημένος από την αδυναμία της καρδιάς του. Την διακατείχε ένα έμφυτο επιχειρηματικό δαιμόνιο, μιας και μπορούσε να εμπορευτεί με επιτυχία το οτιδήποτε, καλλιεργούσε τα πάντα, και μπορούσε να μηχανευτεί χίλιους δυο τρόπους για να εξασφαλίσει στην οικογένεια τα προς το ζην, ή έστω να συμβάλει σημαντικά στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η δε ικανότητά της να διαχειρίζεται τα χρήματα αυτά, αξιοθαύμαστη. Το μεγαλύτερό της προτέρημα, αυτό που μου άφησε την πιο γλυκιά γεύση, την πιο θερμή και πιο περήφανη ανάμνηση, ήταν το γεγονός ότι η φύση του χαρακτήρα της περιλάμβανε μια εγγενή συναίσθηση καθήκοντος απέναντι στον συνάνθρωπο. Τα χέρια της είχαν ταϊσει ορφανά του χωριού, είχαν αγκαλιάσει χήρες, είχαν τραντάξει ώμους βυθισμένους σε λήθαργο, είχαν στήσει όρθιους αδύναμους, είχαν φροντίσει αρρώστους, ακόμα και νεκρούς... Όλα αυτά με μιαν αξιοπρέπεια παροιμιώδη, αυταπάρνηση, διακριτικότητα, σιωπηλά, στην αφάνεια, παντελώς αλτρουιστικά ορμώμενα. Τα παραπάνω είχαν κερδίσει τον σεβασμό και την εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας και την καθιστούσαν ευπρόσδεκτη σε κάθε σπίτι, σε κάθε τραπέζι, σε κάθε γειτονιά. Είχε βέβαια, όπως και οι υπόλοιπες γυναίκες της ηλικίας της, κάποιες προκαταλήψεις μεσαιωνικές που, παρόλα αυτά, καταρρίπτονταν σιγά σιγά, η μια μετά την άλλη, αφού αγαπούσε απέραντα την νέα γενιά, την γνώση, την εξέλιξη. Δεν ασπαζόταν απαραίτητα δεδομένα και πεποιθήσεις που ερχόντουσαν σε αντίθεση με τα δικά της πιστεύω. Έδειχνε όμως την κατανόηση που της υπαγόρευε η αγάπη. Στην λαϊκή αγορά της γειτονιάς, για παράδειγμα, είχε κάποια στιγμή εμφανιστεί ένας νεαρός αφρικανικής καταγωγής ως πλανόδιος πωλητής που πουλούσε μπαταρίες, ρολόγια, δίσκους και λοιπά χρηστικά μικροαντικείμενα. Η γιαγιά τον αντιμετώπιζε πάντα με φόβο και επιφυλακτικότητα, αφού δεν είχε ποτέ συναναστραφεί άνθρωπο παρόμοιας φύσης και εθνικότητας. Και αφού είχε σαν εγκαταστημένο ψυχικό κατάλοιπο του πολέμου την αμυντικότητα απέναντι σε ξένους λαούς. Μια μέρα παρακολούθησε, δήθεν τυχαία, ένα ντοκιμαντέρ που είχε ως θέμα την αδικία που έχουν υποστεί και υφίστανται αυτοί οι "έγχρωμοι" λαοί ανά τους αιώνες. Την πείνα, την κακοποίηση, τον αφανισμό. Συγκινήθηκε, οργίστηκε, μετάνιωσε κι άρχισε να αντιμετωπίζει τον Έντι σαν δικό της παιδί. Με σπανακόπιτες, μπουγάδες, γλυκά του κουταλιού και γιατροσόφια. Εκείνος, μια μέρα, σε ανταπόδοση, άρπαξε από το στόμα του γιου της την λέξη "μάνα" και την φώναζε έτσι από τότε. Κάθε φορά που τον συναντώ, μέχρι και σήμερα, πάντα μου λέει "πάει, έφυγε μάνα" και των δυο τα μάτια μας βουρκώνουν. Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα, πολλά, αλλά δεν μπορώ να απαριθμήσω πόσες φορές έχεις ανακουφίσει και βοηθήσει έναν άνθρωπο ακόμα και εις βάρος του εαυτού σου. Μού είναι αδύνατον. Αλλά θέλω να σου πω πως σ'ευχαριστώ, γιατί με την παρουσία σου στην ζωή μου, αντιστάθμισες παράγοντες που θα μπορούσαν να με έχουν σημαδέψει ανεπανόρθωτα και μου χάρισες ένα υγιέστατο και δυνατό πρότυπο γυναίκας, μάνας, αδερφής, συζύγου. Ακέραιο και στητό. Φύτεψες μέσα μου την αγάπη, την καλοσύνη, την αυταπάρνηση, την προσφορά, την συγκίνηση, την φιλευσπλαχνία, την δύναμη, την σιγουριά, την αυτοπεποίθηση, την ευστροφία, την κατανόηση, την αξιοπρέπεια, την συγχώρεση, την μητρική αγάπη και εκατοντάδες άλλα γνωρίσματα που δεν θα είχα διδαχθεί ποτέ αν δεν υπήρχες. Για τον λόγο αυτό, θα σε κουβαλάω πάντα σαν κομμάτι του εαυτού μου και θα φυλάω μέσα μου αυτό το παζλ των αναμνήσεων που μου χάρισες. Τα σμαραγδένια μάτια σου, την φουντωτή γαρδένια σου, τον σχεδόν χορτοφάγο ακροβάτη γάτο σου που συνάντησα τις προάλλες, τον εθισμό σου στα σουβλάκια με τζατζίκι, την πνιγμένη στο λάδι, αλλά πεντανόστιμη σπανακόπιτά σου, κι εκείνη την υπέροχη κίνηση που δεν έπαψες ποτέ, μέχρι το τέλος των ημερών σου, να κάνεις, ανάμεσα σε άλλες... Να πηγαίνεις κάθε πρωί στο σπίτι της γειτόνισσας, που είχε χάσει την κόρη της και, μες την θλίψη της, να επιμένεις πεισματικά να της ανοίγεις τα παντζούρια για να την αγγίξει ο ήλιος και να της φυτεύεις λουλούδια στον κήπο κάθε που ερχόταν η άνοιξη... ΥΓ: Το παρόν κείμενο γράφτηκε για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι το απροσδόκητο του θανάτου. Δυστυχώς, ο θάνατος, πολλές φορές, δεν προγραμματίζει κάποια συνάντηση, τίμια κι ευγενικά, όπως θα ήθελες κι όπως θα άρμοζε σε όλους, σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Άρα δεν σου επιτρέπει να αποχαιρετήσεις, να ευχαριστήσεις, να εκμυστηρευτείς, να ζητήσεις συγχώρεση, να επανορθώσεις. Ένας άλλος είναι ότι, κατά την άποψή μου, οι Έλληνες, ως μεσογειακός λαός, συναισθηματικός, που καθοδηγείται έντονα από το θυμικό του, βιώνει έντονα την οδύνη του θανάτου και η έντασή του αυτή δεν τού αφήνει στα περιθώρια της στιγμής την δυνατότητα να εκφωνήσει έναν επικήδειο, όπως πολλοί άλλοι λαοί πράττουν την ύστατη ώρα. Η κουλτούρα μας έχει απορρίψει την κίνηση αυτή, ακόμα κι αν κάποιες στιγμές και για κάποιους ανθρώπους μοιάζει επιβεβλημένο. Black Swan
1
 
 
 
 
σχόλια

Καλο ταξίδι σε αυτή την υπέροχη γυναίκα, που παρόλο που δε τη γνωρίζω,μέσα από το κείμενο σου μας δείχνεις όλο το μεγαλείο της ψυχής της! Και ειμαι πραγματικά σίγουρη πως το μεγαλείο της ψυχης της είναι σίγουρα μεγαλύτερο από αυτό που μπορείς να εκφράσεις ,διότι καμία φορά τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν 100% αυτό που πραγματικά έχει συμβεί και έχουμε νιώσει για κάποιους ανθρώπους!
Μου θύμησε πραγματικά τη δικιά μου τη γιαγιά...
Να ζήσετε να τη θυμόμαστε ψυχή μου...❤️

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Scroll to top icon