Οριστικά απομακρύνονται τα αρχαία από τον Σταθμό Βενιζέλου σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με του διαδίκους να έχουν καταθέσει τα υπομνήματά τους στο ΣΤΕ μέχρι τις 20 Νοεμβρίου του 2020 και μετά από πολύμηνες διασκέψεις, κρίθηκε η τύχη του σταθμού Βενιζέλου, στη Θεσσαλονίκη, κάτι που στην ουσία σημαίνει τον τρόπο κατασκευής του και τη μέθοδο ανάδειξης των αρχαίων που βρέθηκαν στη σημείο.
Η απόφαση του ΣΤΕ που είναι οριστική επιτρέπει την απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων που προέκυψαν από το ανασκαφικό έργο, την αποθήκευση τους στο στρατόπεδο Π. Μελά, μέχρι να περατωθεί η κατασκευή του σταθμού του μετρό της Θεσσαλονίκης, Βενιζέλου. Η απόφαση πάρθηκε με ψήφους 13 υπέρ 12 κατά και βάζει τέλος σε μια περιπέτεια ετών, όπως ανέφερε το ypodomes.com και αναγράφουν τα ειδησεογραφικά sites της Θεσσαλονίκης. To ΣτΕ έδωσε το «πράσινο φως» για να προχωρήσει η μελέτη της απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων και να κατασκευαστεί ο σταθμός Βενιζέλου, που παρά την καθυστέρηση στην υλοποίησή του, λόγω των δικαστικών προσφυγών, σύμφωνα με τους αρμόδιους προλαβαίνει να παραδοθεί μαζί με το σύνολο του έργου.
Από τώρα και στο εξής η Αττικό Μετρό έχει τρία χρόνια μπροστά της για να ολοκληρώσει το έργο καθώς, μετά τον Δεκέμβριο του 2023, σε περίπτωση που το μετρό δεν τεθεί σε λειτουργία, το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει περίπου 700 εκατ. ευρώ στα κοινοτικά ταμεία.
Θέμα που από καθαρά επιστημονικό κατέστη πολιτικό και μάλιστα της πρώτης γραμμής, η απόσπαση των αρχαίων, σύμφωνα με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη είχε επικυρωθεί με τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Σε αυτή την απόφαση αντέδρασαν με συνολικά εφτά αιτήσεις ακύρωσης φορείς επιστημόνων και κατοίκων. Τα τέσσερα σωματεία που κατέθεσαν αιτήσεις ακύρωσης για την Υπουργική Απόφαση της απόσπασης και επανατοποθέτησης είναι οι: Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ Αττικής, Στερεάς και Νήσων, Πανελλήνια Ενωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων, Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων και Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων που έχουν ξεκινήσει πολυετή αγώνα για την κατά χώραν διατήρηση του αρχαιολογικού τοπίου, αφού πρόκειται για ένα σύνολο και όχι για μεμονωμένα οικοδομήματα. Προσκόμισαν μεταξύ άλλων ψηφίσματα και αποφάσεις επιστημονικών φορέων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, εκκλήσεις ειδικών επιστημόνων των βυζαντινών σπουδών, αρχαιολογική έκθεση σχετικά με την ιδιαίτερη σημασία του αρχαιολογικού χώρου στον σταθμό Βενιζέλου και πλήθος τεχνικών εκθέσεων.
Το ανασκαφικό έργο στον σταθμό Βενιζέλου ξεκίνησε το 2008. Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, στο τέλος του 2012 ήρθαν στο φως σπουδαία ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας και ξεκίνησε η συζήτηση ως προς την τύχη τους. μέσα σε αυτό το διάστημα εκδόθηκαν συνολικά έξι αποφάσεις υπουργών Πολιτισμού έπειτα από σχετικές γνωμοδοτήσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Η απόφαση Τζαβάρα τον Ιανουάριο του 2013 η οποία προέβλεπε την απομάκρυνση των αρχαιοτήτων. Αυτή ακυρώθηκε από την απόφαση Παναγιωτόπουλου τον φεβρουάριο του 2014 η οποία προέβλεπε την προσωρινή απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων μετά την κατασκευή του σταθμού. Ακολούθησε η απόφαση Τασούλα τον Δεκέμβριο του 2014 σχετικά με τον τρόπο ανάδειξης των αρχαιοτήτων, χωρίς να αλλάζει η μεθοδολογία κατασκευής του σταθμού.
Επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, τον Οκτώβριο του 2015 εκδόθηκε η απόφαση Μπαλτά για την κατά χώρα ανάδειξη των αρχαιοτήτων χωρίς να περιγράφει λεπτομέρειες ως προς τη μέθοδο κατασκευής του σταθμού. Η απαραίτητη αυτή διευκρίνηση έγινε ενάμιση χρόνο μετά, τον Φλεβάρη του 2017 με απόφαση Κονιόρδου. Τον Απρίλιο του 2020 εξεδόθη η τελευταία υπουργική απόφαση της Λ. Μενδώνη η οποία επαναφέρει ουσιαστικά εκείνη του Παναγιωτόπουλου, για κατασκευή του σταθμού αφού προηγηθεί προσωρινή απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και επανατοποθέτησή τους σε ποσοστό 92%.
Τα αρχαία που βρέθηκαν στον σταθμό Βενιζέλου αφορούν ένα κομμάτι της βυζαντινής κοσμικής Θεσσαλονίκης που βρέθηκε διατηρημένο σε εξαιρετική κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του μετρό αναδείχτηκε ο σημαντικός πολιτιστικός πλούτος της πόλης που ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη. Μια ενιαία και τεράστια αρχαιολογική ανασκαφή που υπολογίζεται ότι καλύπτει μια συνολική έκταση περίπου 20.000 τ.μ έφερε στο φως έναν πλήρη αρχαιολογικό χώρο.
Τα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως συμπληρώνουν τον τοπογραφικό χάρτη της πόλης, στο ύψος μιας διαχρονικά κύριας οδικής αρτηρίας, της σημερινής οδού Εγνατίας. Τα ευρήματα σκιαγραφούν και την πολεοδομική οργάνωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας. Η πόλη σχεδιάστηκε στα πεδινά της τμήματα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Δρόμοι, κάθετοι μεταξύ τους, διαμορφώνουν οικοδομικές νησίδες με κτίσματα οικιστικής και εργαστηριακής χρήσης.
Ο ίδιος σχεδιασμός διατηρείται και στους ρωμαϊκούς χρόνους, με μετασκευές μικρής κλίμακας στην κάτοψη των κτισμάτων. Στον 4ο αι. μ.Χ. οι μαρμαρόστρωτοι πλέον δρόμοι πλαισιώνονται από κιονοστήρικτες στοές και εκατέρωθεν αυτών ανεγείρονται μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, εντοίχιο γραπτό διάκοσμο, ορθομαρμαρώσεις και opus sectile. Την ίδια εποχή, βορείως του decumanus, στη συμβολή με τον cardo της οδού της Αγίας Σοφίας, κατασκευάζεται κρηναίο οικοδόμημα - νυμφαίο που εμφανίζει επάλληλες οικοδομικές φάσεις.
Η Μέση Οδός, βασικός άξονας της πόλης, με τα εργαστήρια, τις κατοικίες, τα κοινωφελή έργα, άλλαξε ελάχιστα σε μορφή και ρυμοτομία από τον 11ο αιώνα μέχρι και τον 19ο. Η Μέση Οδός με το οδόστρωμα, τα πεζοδρόμιά της και 24 χώρους, «κατά κανόνα με λασπόχτιστους τοίχους και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα σε δεύτερη χρήση αποκαλύφθηκε σε μήκος 76,6μ. Τεμνόταν σε δύο σημεία της από μικρές, κάθετες οδούς. Η Μέση Οδός είναι μαρμαροστρωμένη και οι κάθετες λιθόστρωτες. Είναι ορατά ακόμα και τα ίχνη από τις άμαξες που τους διέσχιζαν.
Κατά τις ανασκαφές στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά στρώματα της Αγίας Σοφίας ήρθαν στο φως οικιστικά και οικοδομικά κατάλοιπα, όπως αποχετευτικοί αγωγοί, απορριμματικοί λάκκοι, κατάλοιπα τοίχων και κτιστές κατασκευές που μαρτυρούν την αδιάλειπτη χρήση του χώρου, ήδη από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Κυρίως, όμως, αποκαλύφθηκαν οι διαδοχικές επιστρώσεις ενός κατά πολύ πλατύτερου από τον μαρμαρόστρωτο χωμάτινου δρόμου που κατά την ελληνιστική περίοδο καταλάμβανε όλο το πλάτος του βόρειου μισού του σταθμού (περίπου 10 μέτρα).
Στη συμβολή της Μέσης Οδού και μιας καθέτου, εντοπίσθηκε τετράπυλο με οκτώ πεσσούς που το στήριζαν και άλλους έξι οι οποίοι όριζαν καταστήματα- στοές. Οι μαρμάρινες πλάκες είχαν ίχνη από επιτραπέζια παιχνίδια. Όλα τα κατάλοιπα το δρόμου και των οικοδομημάτων, χρονολογούνται μεταξύ των τελών του 6ου και των αρχών του 7ου αιώνα.
Τη μνημειακή μορφή του δρόμου συμπληρώνει κιονοστοιχία, από την οποία ορατός σήμερα είναι ο ισχυρός στυλοβάτης, που σώζει κατά χώραν επτά βάσεις κιόνων του 4ου και 6ου αι., οριοθετεί τον οδικό άξονα στα νότια και τον χαρακτηρίζει ως via colonnata. Από τα κτήρια της νότιας οικοδομικής γραμμής των παλαιοχριστιανικών χρόνων εντοπίστηκαν μόνον οι όψεις τους και κάποια θυραία ανοίγματα.
Σύμπλεγμα κτιστών αποχετευτικών αγωγών κατέληγε σε μεγάλο κεντρικό καμαροσκεπή αγωγό, που διέρχεται κάθετα στο ύψος της σημερινής οδού Πλάτωνος, ενώ πήλινοι και μολύβδινοι αγωγοί εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του υδροδοτικού δικτύου της πόλης.
Εντοπίσθηκαν επίσης δύο μνημειακές και σχεδόν μοναδικές παγκοσμίως ημικυκλικές μαρμαρόστρωτες πλατείες και ένα νυμφαίο/ κρηναίο οικοδόμημα μεγάλης σημασίας για την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Εντός του Σταθμού Βενιζέλου αποκαλύπτεται ο ίδιος κεντρικός οδικός άξονας της βυζαντινής πόλης, στρωμένος όμως με χωμάτινα και χαλικόστρωτα καταστρώματα. Γύρω από τους δρόμους εκτείνονται πυκνοδομημένα οικοδομικά τετράγωνα, που συνιστούν γειτονιές της βυζαντινής αγοράς της πόλης. Καταστήματα και εργαστήρια προσανατολίζονται με ανοιχτούς προς το δρόμο χώρους για την έκθεση των προς πώληση προϊόντων.
Πληθώρα μικροαντικειμένων και κοσμημάτων, όπως επιστήθιοι σταυροί, γυάλινα και χάλκινα βραχιόλια, χάλκινα κυρίως και σπανιότερα ασημένια δακτυλίδια, μαρτυρούν τον διαχρονικά εμπορικό χαρακτήρα της περιοχής, με έμφαση στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας.
Σύμφωνα με την Αττικό Μετρό ο Σταθμός «Βενιζέλου» είναι ο τρίτος από τα βορειοδυτικά σταθμός του Μετρό Θεσσαλονίκης και αναμένεται να εξυπηρετεί 65.000 επιβάτες ημερησίως.
Κατά την κατασκευή του, η αρχαιολογική ανασκαφή που προηγήθηκε αποκάλυψε τμήμα της πολεοδομικής οργάνωσης της Βυζαντινής πόλης σημαντικής αρχαιολογικής αξίας. Τα υφιστάμενα αρχαιολογικά ευρήματα θα επανατοποθετηθούν σχεδόν στο σύνολό τους δηλ σε ποσοστό περίπου 92%, οριζοντιογραφικά και υψομετρικά στην ίδια ακριβώς θέση που βρέθηκαν. Για να επιτευχθεί αυτό, η πλάκα του επιπέδου -1 τοποθετείται σε υψόμετρο χαμηλότερο από την συμβατικά προβλεπόμενη εμφάνιση της.