Κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό στο αεροδρόμιο του Τατοΐου η Πολεμική Αεροπορία γιόρτασε σήμερα την επιστροφή στην Ελλάδα ενός εμβληματικού αεροπλάνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του επετειακού Spitfire MJ755.
Πρόκειται για ένα ιστορικό αεροσκάφος, που ανακατασκευάστηκε πλήρως στο Ηνωμένο Βασίλειο για να πετά με τα ελληνικά χρώματα σε επετειακές εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα.
Με χαμηλές διελεύσεις πάνω από τον αεροδιάδρομο, το Spitfire MJ755 δικαίωσε για άλλη μια φορά τη φήμη του ως υπέρτατου καταδιωκτικού του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παρόλο που έχουν περάσει σχεδόν 80 χρόνια από την ημέρα που κύλησε ολοκαίνουργο από το εργοστάσιο κατασκευής του στην Αγγλία, στα χρόνια του πολέμου.
Για όσους το αγάπησαν, το νοστάλγησαν ή ακόμα και πέταξαν με ένα τέτοιο αεροσκάφος, οι στιγμές ήταν μοναδικές, γεμάτες συγκίνηση καθώς ο «γερόλυκος» όρμησε στον ουρανό με τους χίλιους και πλέον ίππους του κινητήρα Μέρλιν να βρυχώνται, ενώ η κομψή σιλουέτα του με ελιγμούς που έκοβαν την ανάσα, δεν μπορούσε να κρύψει τις αγωνιστικές καταβολές του αεροπλάνου από την δεκαετία του 1930.
«Το Spitfire υπήρξε ένα από τα πιο διάσημα αεροσκάφη όλων των εποχών. Ευχαριστούμε το Ίδρυμα Ίκαρος που ανέλαβε την ανακατασκευή του MJ755, και της οικονομικής δαπάνης που απαιτήθηκε», τόνισε μεταξύ άλλων ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, Αντιπτέραρχος (Ι) Γεώργιος Μπλιούμης.
Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν και ο μοναδικός σήμερα εν ζωή παλαίμαχος πιλότος του Δευτέρου Πολέμου Αντιπτέραρχος (Ι) Κωνσταντίνος Χατζηλάκος, ο τελευταίος «αετός της ερήμου», με πάνω από 200 πολεμικές αποστολές με αεροσκάφη Χαρικέιν και Spitfire στα μέτωπα της Βορείου Αφρικής, της Μεσογείου, της Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας στο ενεργητικό του, στα σκοτεινά χρόνια του πολέμου και της κατοχής.
«Είχα την τύχη το 1953, ως διοικητής στο Σέδες να πετάξω το τελευταίο μάχιμο Ελληνικό Spitfire , πριν αυτά παροπλιστούν. Επί μία δεκαετία, από το 1943 μέχρι το 1953, η μοίρα μου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την μοίρα των Spitfires που πετούσα. Ακόμη και λαβωμένα ποτέ δεν με εγκατέλειψαν. Αλλά και εγώ δεν τα εγκατέλειψα. Έχω κάνει τρεις αναγκαστικές προσγειώσεις με Spitfire και τις τρεις φορές προτίμησα να δοκιμάσω την τύχη μου μέσα στο πιλοτήριο παρά να εγκαταλείψω το αεροσκάφος. Τις δύο φορές ήμουν τυχερός την τρίτη όμως, τραυματίστηκα και το Spitfire καταστράφηκε. Τα αποκαλούσα “πιστούς μου φίλους”. Τώρα που εμφανίστηκε σχεδόν 70 χρόνια μετά ένα Ελληνικό Spitfire στον Αττικό ουρανό, φέρνει στην μνήμη μου ευχάριστες και δύσκολες στιγμές. Σήμερα, στην ηλικία των 101 ετών, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ονειρεύομαι πως, κάποια στιγμή, θα το ξαναπετάξω» ανέφερε στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ένα διαμάντι από αλουμίνιο
Από τα 20.000 και πλέον Spitfire που κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου από το 1938 έως και το 1948, σήμερα διασώζονται μόνο 240, από τα οποία 60 περίπου βρίσκονται σε πτήσιμη κατάσταση. Ένα από αυτά είναι και το ελληνικό Spitfire MJ755, που κατασκευάστηκε στο Κασλ Μπρόμουϊτς, κοντά στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας το 1943 και παραδόθηκε αρχικά στην 33η Μοίρα Συντήρησης της RAF τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς. Στις αρχές του 1944 ξεκινά και η πολεμική του δράση φθάνοντας στην Καζαμπλάνκα, φορτωμένο σε πλοίο στις 13 Μαρτίου 1944, για την Βρετανική Αεροπορία της Μ. Ανατολής.
Το MJ755 πήρε το βάπτισμα του πυρός σε επιχειρήσεις κάλυψης με την 43η Μοίρα της RAF κατά την απόβαση στην Προβηγκία (Επιχείρηση Δραγόνος) στις 15 Αυγούστου 1944, όταν τα συμμαχικά στρατεύματα στη νοτιοανατολική Γαλλία έπρεπε ν’ απελευθερώσουν τα λιμάνια της Μασσαλίας και της Τουλόν, και στη συνέχεια να ανεβούν μέσω της κοιλάδας του Ροδανού μέχρι να ενωθούν με τις συμμαχικές δυνάμεις που είχαν ήδη από τον Ιούνιο του 1944 αποβιβασθεί στη Νορμανδία.
Καθώς οι Σύμμαχοι έσφιγγαν όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του Άξονα στη Βόρεια Ευρώπη, το Spitfire MJ755 βρέθηκε τον Οκτώβριο του 1944 έξω από τη Φλωρεντία σφυροκοπώντας τις τελευταίες γερμανικές εστίες σε ιταλικό έδαφος, ενώ το τέλος του πολέμου το βρίσκει στο Κλάγκενφουρτ της Αυστρίας τον Μάιο του 1945.
Πίσω στη Μέση Ανατολή
Μετά τον πόλεμο το MJ755 δεν επέστρεψε στην Βρετανία, αλλά δόθηκε σε Μοίρα Συντήρησης στην Ισμαηλία της Αιγύπτου, απ’ όπου ο Υποσμηναγός της RAF Τζορτζ Νταν, ένας βετεράνος πιλότος βομβαρδιστικών, με 44 αποστολές κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ, το έφερε στην Ελλάδα στις 27 Φεβρουαρίου 1947, για την τότε Ελληνική Βασιλική Αεροπορία. Μάλιστα δεν είχε κάποια προηγούμενη πτητική εμπειρία σε Σπιτφάιρ, και πέταξε το αεροσκάφος έχοντας μελετήσει μόνο το εγχειρίδιο πτήσης.
Ήταν ένα από τα 77 περίπου καταδιωκτικά Spitfire , που είχε δώσει η βρετανική κυβέρνηση για την ανασύσταση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς είχε ενταχθεί στην δύναμη της 335 Μοίρας Διώξεως στο Σέδες. Το 1949 χρησιμοποιήθηκε ως εκπαιδευτικό στη Σχολή Αεροπορίας Εφέδρων Αξιωματικών Χειριστών στο Τατόι. Το 1950 μεταφέρθηκε στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων στο Φάληρο, όπου μετατράπηκε σε φωτοαναγνωριστικό. Στα τέλη του 1953 πραγματοποίησε την τελευταία του πτήση, πριν καθηλωθεί οριστικά στο έδαφος, και χρησιμοποιηθεί ως στατικό έκθεμα αρχικά στο Τατόι, και αργότερα στην αυλή του Πολεμικού Μουσείου. Μετά τη δημιουργία του Μουσείου Πολεμικής Αεροπορίας, μεταφέρθηκε ξανά στο Τατόι το 1995, πριν σταλθεί το 2018 στο ιστορικό αεροδρόμιο Μπίγκιν Χιλ έξω από το Λονδίνο, σε ειδικό κέντρο ανακατασκευής.
Το 2019 ο αειθαλής Τζορτζ Νταν στα 97 του χρόνια ήταν παρών στην πρώτη δοκιμαστική πτήση του θρυλικού αεροπλάνου έπειτα από την ολική ανακατασκευή του. Είχαν περάσει μόλις 72 χρόνια από εκείνη την ημέρα, που ως νεαρός υποσμηναγός το έφερνε στην Ελλάδα…
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ